Τα άτομα που έζησαν την κινηματογραφική είσοδο του Lord of The Rings ενδεχομένως να θυμούνται το συναίσθημα απορίας όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους της πρώτης ταινίας. Ο κόσμος έπρεπε να καταπιεί το γεγονός ότι θα έπρεπε να περιμένει αρκετό καιρό μέχρι να δει την συνέχεια της τριλογίας στο σινεμά, κόβοντας το σενάριο σ’ ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο. Μπορεί το Moss που κυκλοφόρησε το 2018 σε PS VR και PlayStation 4 να μην δημιούργησε τον ίδιο χαμό στην ποπ κουλτούρα όπως οι θρυλικές ταινίες του Peter Jackson, αλλά όσοι ολοκλήρωσαν το παιχνίδι ένιωσαν επίσης απορημένοι για το πώς θα συνεχιστεί αυτό το παραμύθι. Το Moss ολοκληρώθηκε μ’ ένα έντονο cliffhanger και σ’ αυτή την περίπτωση τα συναισθήματα ήταν και λίγο ανάμεικτα, γιατί σαν εμπειρία το Moss ήταν - αν μη τι άλλο - αρκετά σύντομο, ενώ δεν υπήρχε και η σιγουριά ότι θα δούμε πράγματι κάποια στιγμή ένα sequel. Όσο γλυκύτατη και αν είναι η ηρωική ποντικίνα, δεν αποτελεί κάποιον αναγνωρίσιμο χαρακτήρα ενός πασίγνωστου franchise, ενώ η κυκλοφορία του ως VR game το κατέτασσε ελαφρώς στην κατηγορία των “niche titles”.
Η Sony όμως δείχνει με την ανακοίνωση του PS VR2 να θέλει να σπρώξει το VR gaming και σε αυτή την γενιά, ίσως με απώτερο σκοπό να πετάξει πάνω από το PlayStation VR την ταμπέλα του “gaming για λίγους και εκλεκτούς”. Κάπως έτσι φτάσαμε λοιπόν στην ξαφνική κυκλοφορία του Moss: Book II και αν κρίνουμε από αυτό που απολαύσαμε, ίσως να υπάρχει ελπίδα να μπει το PS VR2 σε ακόμη περισσότερα σπίτια. Μπορεί ένα κομμάτι του κόσμου να αγκάλιασε τον προκάτοχο του νέου παιχνιδιού, αλλά σαν πρώτη προσπάθεια είχε αρκετά θεματάκια που του έβαλαν φρένο ώστε να εκτοξευτεί σαν εμπειρία. Η Polyarc πρέπει να διάβασε κατά γράμμα το feedback που έλαβε από τον τύπο και τους fans, γιατί αλλιώς δε μπορούμε να εξηγήσουμε το πώς κατάφερε να βελτιώσει σχεδόν όλες τις τρανταχτές αδυναμίες της πρώτης κυκλοφορίας.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε ότι εάν δεν έχει παίξει κάποιος το πρώτο Moss, καλό είναι να το βάλει στο πρόγραμμά του πριν ασχοληθεί με την φετινή κυκλοφορία. Ναι μεν υπάρχει μία όμορφη ανασκόπηση στα πρώτα λεπτά του Moss: Book II, αλλά θα ήταν κρίμα να μην υπάρξει και μία τριβή με τον πρώτο τίτλο ώστε να εισχωρήσει ο παίκτης πιο όμορφα στον κόσμο του Moss αλλά και να εκτιμήσει κάποιες σημαντικές βελτιώσεις. Το Moss: Book II πατάει στις βάσεις ενός πανέμορφου παιδικού παραμυθιού, το οποίο μπορεί να μην ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη πλοκή του ούτε αυτή την φορά, αλλά παραμένει μία εξαιρετική εμπειρία για μικρούς και μεγάλους. Οι κεντρικοί ήρωες είναι η Quill, μία ατρόμητη ποντικίνα και ο Reader, μία οντότητα που βοηθάει την Quill στην περιπέτειά της μέσα σ’ ένα βασίλειο γεμάτο από ζώα, πνεύματα και διάφορα πλάσματα του δάσους. Η ιστορία κυλάει πολύ άνετα, αν και στηρίζεται στα γνωστά κλισέ ενός παιδικού παραμυθιού, ενώ η εξιστόρηση και οι διάλογοι του τίτλου παρουσιάζονται μέσω μίας ανάγνωσης, με την αφηγήτρια να αλλάζει και την φωνή της. Αν είχατε ξεχάσει πώς είναι να σας διαβάζουν ένα παραμύθι, το Moss θα σας το υπενθυμίσει μ’ έναν πανέμορφο τρόπο, ενώ θα ήταν πολύ ωραίο να υπήρχε ελληνική μεταγλώττιση σε αυτό το παιχνίδι για τους μικρούς φίλους.
Οι χαρακτήρες και ιδιαίτερα η Quill μοιάζουν πιο προσεγμένοι συγκριτικά με το πρώτο μέρος, αλλά σε αυτό δεν συνέβαλαν μόνο οι διάλογοι και η γραφή, αλλά και η συνολική διάρκεια του Moss: Book 2. Οι περίπου 6 ώρες που απαιτούνται για την ολοκλήρωση μοιάζουν και πάλι λίγες, αλλά σίγουρα είναι ένα βήμα μπροστά συγκριτικά με το πρώτο Moss που έμοιαζε πολύ σύντομο και μικρό σε διάρκεια ως περιπέτεια. Υπάρχει περισσότερος χρόνος για την ανάπτυξη των χαρακτήρων και της ιστορίας, αν και θα θέλαμε λίγο παραπάνω θάρρος από τους developers να δοκιμάσουν μία πιο επική και ιντριγκαδόρικη γραφή.
Γενικότερα Moss: Book II μοιάζει πολύ πιο ολοκληρωμένο σαν παιχνίδι σε σύγκριση με τον προκάτοχό του, ακόμη και στον ηχητικό τομέα μ’ ένα πιο απαλό soundtrack και ενισχυμένα sound effects. Η Polyarc είχε σχεδιάσει και στην πρώτη περιπέτεια όμορφα περιβάλλοντα, αλλά φέτος τα πράγματα είναι τουλάχιστον δυο επίπεδα πάνω. Πολύ πιο πλούσια περιβάλλοντα, εντυπωσιακότερα boss fights και περισσότερες ιδιότητες με πραγματική και ουσιαστική χρήση. Οι ανοιχτές περιοχές έχουν μία τόσο πετυχημένη και εμφατική δομή, που όντως νιώθαμε αυτή την περιήγηση ενός μικρού ποντικού σ’ έναν τεράστιο κόσμο. Σαν παιχνίδι συνεχίζει και βασίζεται σ’ ένα ιδιαίτερα απλό και εύκολο σύστημα μάχης, αλλά και μόνο το γεγονός ότι πλέον χρειαζόμαστε συγκεκριμένες ιδιότητες για να πάμε σε μέρη που δε μπορούσαμε, αλλάζει έστω κάποιες δομές με σημαντικούς τρόπους. Ενώ το πρώτο Moss έμοιαζε ανά διαστήματα μ’ ένα γεμάτο tech demo, το Moss: Book II δείχνει τα δόντια ως ένα κανονικό adventure game τρίτου προσώπου με platforming, puzzles και μάχες. Οι άνθρωποι δεν φοβήθηκαν μάλιστα να δανειστούν και μερικά κομμάτια από άλλα είδη βιντεοπαιχνιδιών (π.χ. metroidvania) και θεωρούμε ότι υπήρχε χώρος για μεγαλύτερη εξέλιξη σ’ ό, τι αφορά την εξερεύνηση και την επιστροφή σε παλαιότερες περιοχές για μεγαλύτερες αναζητήσεις. Υπάρχουν ιδιότητες που δημιουργούν νέα μονοπάτια, ιδιότητες τηλεμεταφοράς, ενώ ο συνδυασμός του platforming με puzzles που απαιτούν την χρήση των motion controls ώστε να μεταφερθούν π.χ. κάποιες πλατφόρμες εξυπηρετεί με εξαιρετικό τρόπο τη συνολική εμπειρία του χρήστη.
Όλα αυτά όμως δεν θα είχαν ικανοποιητική απόδοση, αν δεν υπήρχε ένας αξιόλογος χειρισμός. Οι developers έχτισαν πάνω στην συνταγή του πρώτου παιχνιδιού, με τον παίκτη να ελέγχει με το Dualshock 4 και τον Reader και την Quill. Για να το θέσουμε σωστά, ο χρήστης είναι ουσιαστικά ο Reader, ένα πνεύμα που μπορεί να αλληλοεπιδρά με τον κόσμο και την Quill μέσω των motion controls και των σκανδαλών, ενώ με τα joysticks και τα κουμπιά ελέγχει την αγαπημένη ποντικίνα. Ακόμα και όταν πρέπει να συνδυαστούν οι χαρακτήρες και οι κινήσεις του χειριστηρίου, ο παίκτης δεν μπερδεύεται ποτέ, γιατί ο χειρισμός των δύο χαρακτήρων είναι πολύ ξεκάθαρα διαχωρισμένος, ενώ τα puzzles έχουν λογική και αποφεύγουν τα τρελά difficulty spikes. Μοναδική παραφωνία αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο αλλάζει όπλα ο χαρακτήρας, ο οποίος δεν είναι και ο πλέον άνετος, κάτι που γίνεται αντιληπτό ειδικά προς το τέλος του παιχνιδιού όπου απαιτούνται πιο άμεσες κινήσεις εξαιτίας κάποιων ιδιαίτερων εχθρών. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι παίκτες χρειάζονται τα DualShock 4 και PlayStation Camera του PlayStation 4 ως βασικά εξαρτήματα, μιας και το παιχνίδι στηρίζεται στην τεχνολογία του Lightbar, ενώ τα PS Move δεν υποστηρίζονται στο Moss: Book II. Η έλλειψη των PS Move συνήθως μας χαλάει σαν επιλογή σε VR τίτλους, στο συγκεκριμένο παιχνίδι όμως δεν μας έλειψαν και ιδιαίτερα, κυρίως εξαιτίας του σχεδόν άριστου χειρισμού του και του άκρως πετυχημένου scale του κόσμου που ρουφάει τους παίκτες μέσα στο περιβάλλον του Moss.
Οι άνθρωποι της Polyarc έχουν προσθέσει και μικρές λεπτομέρειες που δίνουν το κάτι παραπάνω στο immersion και στην γενικότερη καλλιτεχνική προσέγγιση, όπως π.χ. το γεγονός ότι άμα σκύψουμε πάνω από μία λίμνη θα δούμε την αντανάκλασή μας ως το πνεύμα που ακολουθεί την Quill. Με αυτόν τον τρόπο ο παίκτης δε νιώθει ως ο κλασικός αόρατος παρατηρητής των third person VR τίτλων που συναντάμε σε διάφορα άλλα platform και adventures games στον κόσμο του VR, αντίθετα o χρήστης βιώνει τα πάντα μέσω της παρουσίασης και του άμεσου χειρισμού ενός ενεργού κομματιού της ιστορίας, με τους developers να πλασάρουν ένα ουσιαστικό first-person perspective σε τέτοιου είδους παιχνίδι.
“Ουσία” είναι ίσως η λέξη που ταιριάζει περισσότερο από κάθε άλλη στο Moss: Book II, μιας και σ’ ό,τι αφορά το σενάριο, τον οπτικοακουστικό και καλλιτεχνικό τομέα, αλλά και κάποια στοιχεία του gameplay, παρουσιάστηκαν πολλές αναβαθμίσεις. Σίγουρα υπάρχουν οι τρανταχτές αδυναμίες του PlayStation VR ως headset συγκριτικά με τα ακριβότερα hardware του ανταγωνισμού, oι οποίες ομολογουμένως είναι πιο έντονες από ποτέ, αλλά θεωρούμε ότι θα ήταν λάθος να περιμένει κάποιος να παίξει αυτό το παιχνίδι κάποτε στο μέλλον, με την ευχή ότι θα “τρέχει” ίσως και στο PS VR2. Άλλωστε για να είμαστε και δίκαιοι με το studio, αυτά τα εργαλεία έχουν δοθεί στην Polyarc, με αυτά καλείται να αποδώσει στον τεχνικό τομέα. Η αλήθεια είναι, ότι δεν ξέρουμε πότε ήταν η τελευταία φορά που νιώθαμε τόσες πολλές φορές την ανάγκη να σταματήσουμε με το παιχνίδι απλώς για να παρατηρήσουμε και να χαζέψουμε τα υπέροχα και παραμυθένια περιβάλλοντα, με τα πλούσια χρώματα και το πανέμορφο εικαστικό του. Είτε σε PlayStation 4, είτε σε PlayStation 5, οι κάτοχοι του PS VR θα πρέπει άμεσα να ξεσκονίσουν την κάσκα τους και να ταξιδέψουν στον VR κόσμο του Moss για δεύτερη φορά. Aν και πρόκειται για μία σύντομη εμπειρία, θα λέγαμε ότι δεν μιλάμε απλώς για ένα από τα καλύτερα PS VR games της σεζόν, αλλά γενικότερα για μία από τις ομορφότερες gaming εμπειρίες της χρονιάς. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Moss: Book II δεν είναι ότι διαφημίζει το PlayStation VR ή ότι ξεχωρίζει σαν VR εμπειρία, αλλά το ότι πατάει στα απαιτούμενα ποιοτικά επίπεδα ώστε να διαφημίζει το PlayStation brand γενικότερα, ξεφεύγοντας από τη μάστιγα των tech demo και των ημιτελών VR κυκλοφοριών.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity