Το Call of Duty WWII, αν και παρακάμπτει εντελώς τη βουβή κορύφωση του Band of Brothers, κάνει τα πάντα για να του μοιάσει σε όλα τα υπόλοιπα. Κατά μία έννοια λοιπόν, προσφέρει ένα από τα καλύτερα campaign που έχει δώσει η σειρά εδώ και χρόνια. Αυτό φυσικά, σε ένα συνονθύλευμα από μέτρια έως αδιάφορα campaign δεν έχει να πει και πολλά, αλλά τουλάχιστον δείχνει πως η Sledgehammer ασχολήθηκε με αυτό το τμήμα του παιχνιδιού χωρίς να δίνει απλά την αίσθηση πως συμπληρώνει κουτάκια για χάρη των μετόχων. Κατά συνέπεια, μιλάμε για campaign που προσφέρει αξιομνημόνευτες στιγμές αν και πατάει υπερβολικά πολύ στις εναλλαγές του gameplay για να μην καταντά κουραστικό μέσα στην απλοϊκότητά του. Να μην ξεχνάμε πως ένα από τα υποπροϊόντα όλου αυτού του φουτουριστικού «πίου-πίου» των τελευταίων ετών ήταν και το ενδιαφέρον που πρόσφερε σε επίπεδο gameplay και στις προσεγγίσεις που μπορούσε να επιλέξει ο παίκτης κατά τη διάρκεια της μάχης. Το ότι σταμάτησε να υπάρχει η ανανέωση της ζωής του παίκτη δεν αλλάζει ιδιαίτερα ούτε το gameplay ούτε και την προσέγγιση του άρα θα μπορούσε και να κριθεί περισσότερο ως διαφημιστικό τρικ νοσταλγίας παρά ως κάτι άλλο. Στο WWII τα πράγματα είναι πολύ πιο απλοϊκά και αυτό κρύβεται επιμελώς από ποικίλες σεκάνς οδήγησης οχημάτων, με πιο άκυρη εκείνη που σας βάζει στο πηδάλιο ενός αεροπλάνου, μέχρι πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις που ίσως και να θυμίσουν Inglourious Basterds σε κείνους που είναι ικανοί να κάνουν τέτοιες εκπτώσεις.
Ακόμα και έτσι όμως, η ιστορία, αν και βρίθει από κλισέ χαρακτήρες, καταφέρνει να δώσει μια ουσιαστική πλοκή η οποία δε θυμίζει τίποτα από όσα συνηθίζει να βλέπει κανείς στις φαντασιώσεις ισχύος που είναι τα σύγχρονα πολεμικά παιχνίδια. Η γραφή του campaign αντιμετωπίζει για παράδειγμα θέματα όπως το ρατσισμό μεταξύ των στρατιωτών ή το γεγονός πως ο εχθρός δεν είναι μονάχα απέναντι ανά πάσα στιγμή αλλά ενσαρκώνεται τόσο στους συντρόφους όσο και στην άκαμπτη ηγεσία. Γίνεται ακόμα και ένα πέρασμα από τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το οποίο, αν και γίνεται αρκετά επιδερμικά και διεκπεραιωτικά, παραμένει μια αναφορά που δεν συνηθίζεται στην πιο ανάλαφρη βιομηχανία του gaming. Αφήνοντας, ωστόσο, στην άκρη το campaign, οι έτεροι πυλώνες του πακέτου παραμένουν εξίσου θελκτικοί και καλογυαλισμένοι όπως πάντα. Με την αφαίρεση του διπλού άλματος και της κίνησης επάνω σε τοίχους, τα πράγματα είναι πολύ πιο «γειωμένα». Αυτό δίνει τελείως διαφορετικό ρυθμό στις μάχες και οι παίκτες επιστρέφουν σε τακτικές που είχαν λίγο-πολύ ξεχασμένες εδώ και χρόνια. Οι βασικότερες διαφορές σε επίπεδο μηχανισμών φέτος είναι δύο, με πρώτη εκείνη της κατάργησης του συστήματος Pick-10 στην επιλογή κλάσης. Πλέον οι κλάσεις λέγονται Divisions και είναι σχετικά σταθερές ως προς αυτά που προσφέρουν στους παίκτες. Ο κάθε παίκτης επιλέγει αυτό που ταιριάζει περισσότερο στο δικό του στιλ και αφήνει στην άκρη τους δαιδαλώδεις και απόκρυφους οδηγούς για την «πιο OP δεκάδα στα slot».
Δεύτερη βασικότερη αλλαγή και πιο ενδιαφέρουσα είναι η προσθήκη του War Mode. Μιλάμε για ένα mode επίθεσης και άμυνας στα πρότυπα των skirmish και operation των Battlefield. Εδώ οι επιτιθέμενοι προσπαθούν να καταλάβουν διάφορα σημεία ή να πραγματοποιήσουν κάποιες αποστολές και οι αμυνόμενοι προσπαθούν να εξαντλήσουν τους επιτιθέμενους. Το μόνο σίγουρο είναι πως το εν λόγω Mode δεν συνάδει ιδιαίτερα με τη φιλοσοφία του franchise που συνοψίζεται στο "run 'n gun" και ίσως να ξενίσει τους παραδοσιακούς παίκτες. Άλλη μια χαριτωμένη προσθήκη είναι εκείνη του Headquarters, ενός social space στα πρότυπα του Tower από το Destiny. Εκεί μέσα οι παίκτες μπορούν να περιμένουν ανάμεσα στις μάχες, να παίζουν arcade games, να μπλέκονται σε μονομαχίες 1v1, να δοκιμάζουν τα όπλα τους και φυσικά να ανοίγουν lootboxes μπροστά στα μάτια άλλων παικτών. Για ευνόητους λόγους.
Οι ομοιότητες, ωστόσο, με το έτερο ξαδερφάκι της οικογενείας της Activision, δεν σταματούν εδώ. Στο Zombie Mode οι παίκτες πλέον θα πρέπει να συντονιστούν πρωτοφανώς, να λύσουν γρίφους και να ανταπεξέλθουν σε νέους μηχανισμούς. Και όλα τους θυμίζουν αρκετά τα Raid στο Destiny. Και αυτό λειτουργεί ξεκάθαρα εις όφελος του mode. Κλείνοντας, η στροφή στην εποχή της αθωότητας των FPS δεν καταφέρνει να ζημιώσει σε καμία περίπτωση το WWII. Ίσα-ίσα, καταφέρνει να φρεσκάρει το franchise με ένα τίμιο campaign και να προσφέρει σε επίπεδο multiplayer τις αναμενόμενες εμπειρίες. Αυτό όμως είναι και το πρόβλημα με το δίκοπο μαχαίρι της επιστροφής στις ρίζες. Όταν πέφτει η σκόνη, όταν σταματούν οι πυροβολισμοί, όταν ανοίξει και το τελευταίο lootbox, ο πήχης μένει σταθερά ακίνητος.
Υ.Γ.: Είχαμε την ευκαιρία να δούμε το Call Od Duty: WII και στο Xbox One X. Εκεί βλέπουμε κανονική υποστήριξη HDR, μεγάλο άλμα στην καθαρότητα των textures σε όλες τις επιφάνειες, στα πρόσωπα κ.λπ., με το στόχο των 60fps να επιτυγχάνεται συστηματικά με μικρές μόνο αποκλίσεις. Δεν υπάρχει περιθώριο να διαλέξει ο χρήστης την ανάλυση στην οποία θα λειτουργεί το παιχνίδι πάντως, άρα σε Full HD panel κερδίζουμε σε καθαρότητα, χάρη στο supersampling και τα βελτιωμένα textures. Σε 4K προσθέτουμε σε αυτό το μείγμα και την ανάδειξη της λεπτομέρειας λόγω της υψηλότερης ανάλυσης. Η ανάλυση δεν μένει σταθερή σε 4K πάντως. Η κάθετη ανάλυση μένει μεν 2160p, η οριζόντια είναι κυμαινόμενη πάντως, με το Xbox One X να μένει σταθερά ψηλά και να φτάνει στα 3840 pixels οριζόντιας ανάλυσης. Μόνη παρασπονδία το περιστασιακό stutter που φαίνεται να οφείλεται στο συστηματικό streaming δεδομένων από το σκληρό δίσκο, κάτι που για να βελτιωθεί απαιτεί διαφορετική προσέγγιση από τον developer με τη συγκεκριμένη μηχανή, δεδομένου ότι δεν πρόκειται να γίνει ξαφνικά ταχύτερο το ενσωματωμένο αποθηκευτικό μέσο της κονσόλας. Όπως και να ‘χει το τελικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό σε όποια ανάλυση κι αν το δείτε με σταθερότητα στην απόδοση που κάθε άλλο παρά αυτονόητη θεωρείται στις μέρες μας, ακόμη και σε μεγάλες παραγωγές.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity