Πρώτη στάση στο ταξίδι της beta (σε έναν γαλαξία πολύ, πολύ μακριά) είναι ο Tatooine και η μόνη διαθέσιμη Survival Mission, όπου και οι παίκτες αναλαμβάνουν το ρόλο ενός στρατιώτη της Rebel Alliance, περιμένοντας τη διάσωση τους και αντιμετωπίζοντας ολοένα και αυξανόμενα σε μέγεθος κύματα εχθρών. Από τα 15 συνολικά waves η beta σταματάει στα 6, με το mode να είναι διαθέσιμο τόσο σε solo play, όσο και σε local ή online co-op. Τα πράγματα εδώ είναι πολύ απλά, με το συγκεκριμένο mode ουσιαστικά να λειτουργεί ως ένα είδος εισαγωγής στους βασικούς μηχανισμούς και τους διαφορετικούς τύπους εχθρών και όπλων. Μετά το -κάπως αδύναμο- last stand στον Tatooine, σειρά έχει ο Sullust και το Drop Zone. Στο Drop Zone οι παίκτες χωρίζονται σε δύο ομάδες των 8, και το ζητούμενο είναι η κατάληψη και υπεράσπιση συγκεκριμένων σημείων του χάρτη για δεδομένο χρονικό διάστημα. Η ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη είναι η καταιγιστική δράση και ο τρόπος με τον οποίο τα Pod Drops αλλάζουν χέρια μόλις οι δύο ομάδες βρουν τα πατήματά τους στον χάρτη. Όπως είχε ήδη γίνει γνωστό, classes δεν υπάρχουν, ενώ στο συγκεκριμένο mode απουσιάζουν και τα οχήματα, με τη δράση να θυμίζει σε αρκετά σημεία παραγωγές όπως το Call of Duty, απλά με τα γνώριμα όπλα να δίνουν τη θέση τους σε blasters. Μετά από την επιτυχή κατάληψη ενός drop pod, διαθέσιμα γίνονται και κάποια power-ups, τα οποία και χαρίζουν συγκεκριμένες ικανότητες ή όπλα (π.χ. Orbital Bombing ή proximity grenades).
Με την απουσία classes τα power ups δίνουν στους παίκτες ένα περιστασιακό προβάδισμα, αν και λειτουργούν συμπληρωματικά, αφού τα loadouts καθορίζονται από σύστημα καρτών. Οι “Star Cards” όπως ονομάζονται, ξεκλειδώνονται με in-game currency και εν συνεχεία χρησιμοποιούνται για την δημιουργία των load-outs, ή αλλιώς hands. Αυτά αποτελούνται από 2+1 Star Cards, με συγκεκριμένες κάρτες να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στο τρίτο slot και να απαιτούν charges για τη χρήση τους (τα οποία επίσης είναι διαθέσιμα στο πεδίο της μάχης σαν pick-ups). Για παράδειγμα, κάποιος δεν μπορεί να έχει ταυτόχρονα στη διάθεσή του Thermal Detonators, Jetpack και Ion Grenades, κάτι που σημαίνει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνεται ο πειραματισμός και η χρήση περισσότερων του ενός σετ που «πάει με όλα». Ως τίτλος που βασίζεται στο σύμπαν του Star Wars, τα βασικά όπλα είναι όλα παραλλαγές από blasters, με τις διαφορές μεταξύ τους να εντοπίζονται στο ρυθμό βολής, το βεληνεκές, το damage output και το πόσο γρήγορα «κρυώνουν». Το τελευταίο χαρακτηριστικό έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι δεν υπάρχουν «πυρομαχικά», τουλάχιστον όχι με τη συμβατική έννοια. Τα blasters εκτοξεύουν δέσμες ακτίνων laser, οι οποίες και -παραμένοντας πιστές στο πνεύμα των ταινιών- χρειάζονται ένα σεβαστό χρονικό διάστημα μέχρι να φτάσουν το στόχο τους, κάτι που σημαίνει ότι ο χρήστης θα πρέπει να υπολογίσει την εκτιμώμενη θέση του στόχου μέχρι η ακτίνα να φτάσει στον προορισμό της. Επιπρόσθετα, εφόσον μιλάμε για blasters, το recoil τους είναι μηδενικό, ενώ δεν υπάρχει εξ ορισμού και…bullet drop.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις γίνονται αντιληπτές ακόμα καλύτερα στον τελευταίο σταθμό της beta, τον Hoth. Ο πλανήτης Hoth δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού οι fans της σειράς τον θυμούνται ως το σκηνικό μιας από τις πλέον εμβληματικές σκηνές στην ιστορία του κινηματογράφου. Το Walker Assault δεν είναι άλλο από την αναπαράσταση της μάχης του Hoth, όπου και η Rebel Alliance πολεμά μια χαμένη μάχη, ουσιαστικά προσπαθώντας να καθυστερήσει την αναπόφευκτη επέλαση των αυτοκρατορικών δυνάμεων και να εξασφαλίσει χρόνο για την εκκένωση πριν ξεκινήσει ο βομβαρδισμός του πλανήτη. Και αυτό ακριβώς είναι και το concept πίσω από το συγκεκριμένο mode, αφού οι πιθανότητες είναι ξεκάθαρα υπέρ των επιτιθέμενων. Φυσικά, έχουμε να κάνουμε με ένα video game, και οι δύο πλευρές θα πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες για να επικρατήσουν. Κάτι τέτοιο ισχύει κατά κάποιο τρόπο και στο Walker Assault των 40 ατόμων, αν και οι προϋποθέσεις είναι κάπως…αυστηρές. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, η αυτοκρατορία ξεκινά με 2 AT-ATs που πρέπει να διανύσουν μια μεγάλη απόσταση μέχρι να φτάσουν στο shield generator της βάσης. Η μάχη (και η απόσταση) χωρίζεται σε τρεις φάσεις, με τους αμυνόμενους να προσπαθούν να ενεργοποιήσουν 2 relay stations, τα οποία και θα δώσουν τις συντεταγμένες των AT-ATs στην αεροπορική υποστήριξη, καθιστώντας τα ευάλωτα στα εχθρικά πυρά στο τέλος της κάθε φάσης (κάτι που δεν συμβαίνει στο υπόλοιπο της διάρκειας του αγώνα).
Ακούγεται σχετικά εύκολο, το πρόβλημα όμως εν προκειμένω έγκειται στο γεγονός ότι οι επιτιθέμενοι έχουν σχεδόν πάντα πλήρη εποπτεία των relays, αλλά και τη δυνατότητα χρήσης AT-ST, τα οποία και γέρνουν την πλάστιγγα σαφώς προς τη μεριά τους ως προς τη δύναμη πυρός, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν (για ένα λεπτό τη φορά, με pick-up) και τα όπλα των ΑΤ-ΑΤs. Οι αμυνόμενοι πάλι δεν έχουν κάποιο επίγειο όχημα που να προσφέρει κάποιου είδους απάντηση. Στους αιθέρες το παρόν δίνουν τα X-Wings και TIE Fighters, αλλά και τα A-Wings και TIE Interceptors, τα οποία επίσης είναι διαθέσιμα ως pick-ups από το έδαφος. Τέλος, τα pick-ups κλείνουν με τη δυνατότητα spawn ενός παίκτη από κάθε ομάδα ως Darth Vader/Luke Skywalker (με τον τελευταίο βέβαια να φορά το outfit από το “The Return of Jedi”, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία).
Μπορεί στους αιθέρες οι μάχες να γίνονται επί ίσοις όροις και ο Darth Vader/Luke Skywalker να είναι ένα δυνατό, αλλά όχι άδικο, πλεονέκτημα για όποιον πολεμά στο πλευρό του, αλλά η διαφορά στο πεδίο της μάχης ανάμεσα στους δύο στρατούς είναι πολύ μεγάλη. Όχι μόνο λόγω του συγκριτικού πλεονεκτήματος που έχουν οι επιτιθέμενοι λόγω θέσης υπεροπλίας, αλλά και λόγω του ότι είναι ελεύθεροι να περιηγηθούν ακόμα και πίσω από τις γραμμές spawn των αμυνόμενων, χρησιμοποιώντας ακόμα και τα turrets που βρίσκονται στις περιοχές τους. Συν τοις άλλοις, ενώ οι αυτοκρατορικές δυνάμεις πρέπει απλά να σκοτώσουν χρόνο, οι αμυνόμενοι θα πρέπει να επιδείξουν άριστη συνεργασία και οργάνωση της μάχης για να μπορέσουν να καταστρέψουν και τα δύο AT-ATs πριν το τέλος της τρίτης φάσης. Δεν είναι ακατόρθωτο, και καθώς οι παίκτες εξοικειώνονται με τους μηχανισμούς της μάχης σταδιακά γίνεται αντιληπτό τι ακριβώς χρειάζεται να γίνει, ωστόσο δεν παύει να χρειάζεται πολύ περισσότερη προσπάθεια για να επιτευχθεί η νίκη από πλευράς Rebel Alliance. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι τα AT-ATs μπορούν να καταρριφθούν και με τη χρήση tow cables, όπως ακριβώς έκανε και ο Luke Skywalker με την Rogue Squadron στην ταινία, ωστόσο κάτι τέτοιο επίσης χρειάζεται αρκετή εξάσκηση και προσπάθεια.
Αναμφισβήτητα χρειάζονται αλλαγές και ρυθμίσεις από πλευράς DICE, με την εμπειρία να μην είναι σε καμία περίπτωση απρόσκοπτη, αν και τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται στα animations των lightsabers και το κακό σύστημα matchmaking, αφού ορισμένες φορές είναι δύσκολο (ως ακατόρθωτο) να μπει κάποιος σε match με φίλους, ή και απλά να μπει σε οποιοδήποτε match. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει στον τεχνικό τομέα, με την Frostbite 3 να τρέχει άψογα τόσο σε PC όσο και στο PS4, με τα 60 καρέ το δευτερόλεπτο να επιτυγχάνονται με σχετική ευκολία στο πρώτο, και για το μεγαλύτερο μέρος της εμπειρίας στην πλατφόρμα της Sony. Η παρουσίαση είναι απλά εξαιρετική, με πανέμορφα γραφικά και κυρίως εκπληκτική πιστότητα στο αρχικό υλικό και τις ταινίες της πρώτης τριλογίας. Από το εσωτερικό της βάσης των Rebels στον Hoth μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια στις στολές των Stormtroopers, το Star Wars: Battlefront είναι κάτι παραπάνω από ένας φόρος τιμής στο Star Wars. Ο τρόπος με τον οποίο η καταιγιστική δράση δένει με τον οπτικό τομέα, τα ηχητικά εφέ και τις συνθέσεις του John Williams είναι απλά μοναδικός και δίνει -για πρώτη φορά ίσως- την αίσθηση στους παίκτες ότι ζουν οι ίδιοι τις μάχες που παρακολούθησαν στη μεγάλη (ή και μικρή) οθόνη.
Και εν τέλει ίσως και αυτός ήταν ο στόχος της DICE. Να προσφέρει μια εμπειρία που όμοιά της δεν έχει υπάρξει - και υπό αυτό το πρίσμα τα καταφέρνει εξαιρετικά. Το streamlining των βασικών μηχανισμών το κάνει περισσότερο “pick-up-and-play” απ’ όσο θα ήθελε ένας fan του Battlefield, αλλά πολύ γρήγορα γίνεται σαφές ότι το Star Wars: Battlefront μοιράζεται μόνο ένα συνθετικό με τη δημοφιλή σειρά των Σουηδών. Είναι μια διαφορετική εμπειρία, η οποία στοχεύει όχι μόνο στο -μεγάλο- κοινό της σειράς, αλλά και σε όσους θέλουν να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό, τουλάχιστον ως προς τα σύγχρονα standards των online shooters. Οι πρώτες εντυπώσεις, λοιπόν, από την beta του τίτλου είναι αναμφισβήτητα θετικές. Το μόνο που απομένει μέχρι τις 20 Νοεμβρίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά…υπομονή. Ο ναύαρχος Ackbar δίνει το πράσινο φως, εξάλλου. It’s NOT a trap!
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity