Το B150 Pro Gaming D3 είναι ένα τυπικό ATX board που βασίζεται στο Intel B150, το οποίο μπορεί να υποστηρίξει όλους τους επεξεργαστές Skylake και έρχεται σε μια συσκευασία με τα απαραίτητα manual και καλώδια. Χρωματικά, η ASUS έχει επιλέξει το μαύρο σαν κύριο χρώμα με κάποιες κόκκινες πινελιές πάνω στα συστήματα ψύξης. Κόκκινη είναι επίσης η LED λωρίδα που διαχωρίζει το τμήμα του PCB που ενσωματώνει το κύκλωμα της κάρτας ήχου, ενώ υπάρχουν και 5 κόκκινες λυχνίες που φωτίζουν το όνομα που αναγράφεται πάνω από το πρώτο PCI-Ε slot. Αξίζει να αναφέρουμε πως υπάρχει δυνατότητα για αλλαγή του φωτισμού μέσω προφίλ, με τα still, breathe και pulse να είναι οι επιλογές που προσφέρει το συνοδευτικό πρόγραμμα της Asus. Η εταιρεία έχει ενσωματώσει 2 θύρες PCI Express μήκους x16, με την δεύτερη θύρα να λειτουργεί όμως σε x4 mode. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η διάταξη για χρήση AMD GPUs σε CrossFire, αλλά το SLI δεν υποστηρίζεται. Υπάρχουν επίσης δυο ακόμα μήκους x1 (οι οποίες όμως απενεργοποιούνται αν κάποιος βάλει στη δεύτερη PCI-E πλήρους μήκους κάρτα γραφικών) καθώς και δυο -legacy πλέον- απλές PCI. Δεν λείπει η Μ.2 των 32 Gbps (μέσω PCI-E x4), παρέα με 6 θύρες SATA 3. Στο πίσω μέρος βρίσκουμε ένα απόλυτα ικανοποιητικό αριθμό θυρών, όπως 4x USB 3.0 και δυο USB 3.1 εκ των οποίων η μια είναι Type-C, ένα ζευγάρι εξόδων εικόνας (HDMI και VGA), δυο PS/2 για χρήση legacy Mouse/Keyboard. Για τη δικτύωση υπάρχει μια Gigabit Lan μέσω του Intel I219V chipset, πάνω στο οποίο η εταιρεία έχει εφαρμόσει τη δική της τεχνολογία GameFirst III που φροντίζει να δώσει προτεραιότητα στα πακέτα που προέρχονται από gaming εφαρμογές. Επιπλέον, μέσω μια σειρά από anti-EMI πυκνωτές αναλαμβάνει να προστατέψει τον ελεγκτή από παρεμβολές και υπέρταση.
Από πλευράς εξόδων ήχου βρίσκουμε όλη τη γνωστή εξάδα, η οποία ελέγχεται από το Realtek ALC1150 chip, με την ASUS να το έχει αναβαθμίσει με μια σειρά από δυνατότητες που λειτουργούν κάτω από το σύνολο SupremeFX. Το chip έχει την δυνατότητα να υποστηρίξει αντίσταση ακουστικών έως 300Ω και εγγυάται 115dB SNR ενώ για το καλύτερο φιλτράρισμα των σημάτων χρησιμοποιούνται οι γνωστοί χρυσοί πυκνωτές Nichicon Gold. Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, το κύκλωμα του ήχου είναι διαχωρισμένο από το υπόλοιπο PCB ώστε να μην επηρεάζεται από ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές και τον ψηφιακό θόρυβο. Το βασικό πλεονέκτημα που έχει το συγκεκριμένο motherboard δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι δέχεται μνήμες DDR3L ή DDR3 με τάση λειτουργίας έως 1,5V. Με αυτό τον τρόπο ο χρήστης μπορεί να αναβαθμίσει το παλιό του σύστημα χωρίς να χρειαστεί να αποκτήσει και νέες μνήμες. Από την άλλη βέβαια, ο χρήστης δε μπορεί να εκμεταλλευτεί το μεγαλύτερο εύρος μνήμης των DDR4, ειδικά από τη στιγμή που έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν τέτοιες μνήμες με συχνότητες που φτάνουν ακόμα και στα 4GHz.
Μπορεί να μιλάμε για ένα χαμηλού κόστους motherboard, ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι έχει γίνει έκπτωση στα υλικά που χρησιμοποιεί. Η χρήση των Digi+ VRM εγγυάται την καθαρότερη παράδοση ρεύματος προς τον επεξεργαστή, υπάρχει ειδική προστασία από spikes ρεύματος προς τις μνήμες, ενώ τα υψηλής αντοχής υλικά στα chokes και τους πυκνωτές προσφέρουν μεγαλύτερη μακροζωία αλλά και αντοχή. Δε πρέπει επίσης να ξεχάσουμε την ειδική προστασία από απότομες αυξήσεις του ρεύματος που παρέχεται σε όλες τις θύρες του πίσω μέρους, ενώ αξίζει να αναφέρουμε την ύπαρξη των 4 Q-LED που παίζουν το ρόλο οθόνης POST και βοηθούν το χρήστη να ανακαλύψει ποιο είναι το πρόβλημα, αν κάτι τέτοιο εμφανιστεί.
Πηγαίνοντας στην H170 Pro Gaming, φαινομενικά έχουμε να κάνουμε με το ίδιο ακριβώς mainboard, αφού οπτικά έχουν αλλάξει ελάχιστα πράγματα. Άλλωστε, είναι πολύ ευκολότερο για την εταιρεία να χρησιμοποιήσει την ίδια «πλατφόρμα» αλλάζοντας απλά το chipset, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι το Intel H170. Και εδώ βλέπουμε τον ίδιο κοκκινόμαυρο συνδυασμό, τα ίδια φωτιζόμενα σημεία με δυνατότητα ελέγχου, τις ίδιες ψύκτες και πάνω κάτω τις ίδιες θύρες. Έχουμε 2 θύρες PCI Express μήκους x16, με την δεύτερη θύρα να λειτουργεί όμως σε x4 mode. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατή η διάταξη για χρήση AMD GPUs σε CrossFire, αλλά το SLI δεν υποστηρίζεται. Υπάρχουν επίσης τέσσερις ακόμα μήκους x1 (οι οποίες όμως απενεργοποιούνται αν κάποιος βάλει στη δεύτερη PCI-E πλήρους μήκους κάρτα γραφικών). Δεν λείπει η Μ.2 των 32 Gbps (μέσω PCI-E x4), παρέα με 4 θύρες SATA 3 και μια SATA Express. Στο πίσω μέρος βρίσκουμε έναν απόλυτα ικανοποιητικό αριθμό θυρών, όπως 2xUSB 2.0, 2x USB 3.0 και δυο USB 3.1 εκ των οποίων η μια είναι Type-C, μια τριάδα εξόδων εικόνας (Display Port, HDMI και VGA), μια PS/2 για χρήση legacy Mouse/Keyboard. Για τη δικτύωση υπάρχει μια Gigabit Lan μέσω του Intel I219V chipset, πάνω στο οποίο η εταιρεία έχει εφαρμόσει τη δική της τεχνολογία GameFirst III.
Από πλευράς εξόδων ήχου βρίσκουμε όλη τη γνωστή εξάδα, η οποία ελέγχεται από το Realtek ALC1150 chip, με την ASUS να το έχει αναβαθμίσει με μια σειρά από δυνατότητες που λειτουργούν κάτω από το σύνολο SupremeFX, με το κύκλωμα ήχου να είναι για ακόμα μια φορά διαχωρισμένο από το υπόλοιπο PCB. Η βασική διαφορά όμως έρχεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο board δέχεται κανονικά μνήμες DDR4 υποστηρίζοντας έως 2133MHz. Έτσι, ο χρήστης μπορεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τους Skylake και τον ελεγκτή μνήμης που αυτοί διαθέτουν. Προφανώς βέβαια δεν υποστηρίζεται overclocking. Από εκεί και πέρα, τα δυο motherboard μοιράζονται το ίδιο UEFI BIOS, το οποίο είναι όμορφο και λειτουργικό με αρκετές επιλογές τουλάχιστον όσον αφορά στη ρύθμιση της συχνότητας λειτουργίας των μνημών.
Στην πράξη τώρα, οι επιδόσεις που προσφέρουν τα δυο μοντέλα, είναι παραπλήσιες με αυτές των υπολοίπων motherboard που έχουμε δει για επεξεργαστές Skylake, ακόμα και αυτών που φοράνε το κορυφαίο Z170 chipset. Ακόμα και το B150 Gaming που δέχεται DDR3, αν του βάλει κανείς μνήμες στα 1866MHz μπορεί να τα καταφέρει αρκετά καλά, ειδικά σε καταστάσεις gaming όπου το βασικότερο ρόλο παίζει άλλωστε η ίδια η κάρτα γραφικών. Αν καθίσει κανείς βέβαια να ασχοληθεί ενδελεχώς με μετρήσεις ταχύτητας εύρους μνήμης και λοιπές τέτοιες λεπτομερείς μετρήσεις, προφανώς η DDR3 δε μπορεί να σταθεί δίπλα σε γρήγορες DDR4. Αλλά και πάλι μιλάμε για ειδικές μετρήσεις που σπάνια έχουν αντίκτυπο στη καθημερινότητα. Και τα δυο board μπορούν να αποτελέσουν μια χαρά λύσεις για τον gamer που θέλει να πάει σε νέα γενιά. Από τη μια το B150 Gaming D3 έχει το πλεονέκτημα ότι δέχεται μνήμες DDR3, μειώνοντας έτσι κάπως το κόστος της αναβάθμισης, από την άλλη το H170 Gaming κοστίζοντας €20 περισσότερο δίνει την ευκαιρία για ολοκληρωτική αναβάθμιση και όχι ημίμετρα. Βέβαια, με ένα Z170 μπορεί κανείς να χρονίσει υψηλότερα τις μνήμες και τον επεξεργαστή, να βάλει διπλές κάρτες σε SLI/Crossfire με x8/x8 ταχύτητες και γενικότερα να αυξήσει τις βασικές επιδόσεις. Όμως το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα δυο board δεν είναι αυτό που κυνηγά τις επιδόσεις, αλλά το χαμηλό κόστος, κάτι που πετυχαίνουν αφού δεν ζητάνε πολλά χρήματα. Συνδυάζοντάς τα με ένα Core i3/i5 της σειράς Skylake (6x00), μπορεί να αναβαθμίσει το σύστημά του με λιγότερα από €300, ποσό που πολλές φορές είναι απαραίτητο από μόνο του για ένα high end Z170 board.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity