Η αλήθεια είναι πως το πρώτο trailer άφησε πολλές υποσχέσεις, και οι προσδοκίες για αυτό το κομμάτι είναι αν μη τι άλλο υψηλές. Πρωταγωνιστής του Ghostwire: Tokyo είναι ο πολύ άτυχος Akito, με την ιστορία να ξεκινάει από το πολύ οδυνηρό όπως όλα δείχνουν τροχαίο ατύχημα που έχει. Με το μισό του πρόσωπο να λείπει και το ένα πόδι κυριολεκτικά στον τάφο, τον Akito καταλαμβάνει ένα πνεύμα που με αυτόν τον τρόπο τον κρατάει στη ζωή. Χρόνος για εξηγήσεις δεν υπάρχει, αφού όλη η περιοχή καταλαμβάνεται ξαφνικά από μια πυκνή ομίχλη και όλοι οι κάτοικοι της πόλης εξαφανίζονται. Κατά τα πρώτα λεπτά η παρουσίαση των στοιχείων της ιστορίας είναι κυριολεκτικά σε ρυθμό πολυβόλου, χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις για το τι και πως. Σε γενικές γραμμές, ο Akito ζει εξαιτίας του ΚΚ, του πνεύματος που έχει «εισβάλλει» στο σώμα του και θέλει να τον χρησιμοποιήσει για να πάρει εκδίκηση από τον Hannya.
Αυτός είναι μασκοφορεμένος «κακός» της ιστορίας και υπεύθυνος για όλο αυτό το χάος, τα κίνητρα του οποίου γίνονται γνωστά σε κάποια φάση, αλλά δυστυχώς δε γίνεται κάποια προσπάθεια εξερεύνησής του σαν χαρακτήρα, ούτως ώστε να μπορέσει κάποιος να σχηματίσει μια πλήρη εικόνα. Ο Akito από την άλλη θέλει να δει αν η αδερφή του είναι καλά, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Αφού καταλαβαίνει πως ο ΚΚ τον κρατάει στη ζωή, πολύ γρήγορα δημιουργείται μια ανορθόδοξη συμμαχία, με τους δύο να γίνονται προσωρινοί συγκάτοικοι στο ίδιο σώμα, ο καθένας με τους δικούς του στόχους και τη δική του ατζέντα. Η σχέση του Akito με τον ΚΚ αναπτύσσεται κάπως κατά τη διάρκεια της περιπέτειας, αλλά δυστυχώς ποτέ δεν φτάνει σε σημείο που να δημιουργήσει μια σύνδεση των παικτών με τους χαρακτήρες. Μόνο στο τέλος γίνεται ένα μαζικό «άδειασμα» πληροφοριών, κατά τη διάρκεια ενός υποχρεωτικού walking scene, αλλά δυστυχώς είναι πολύ αργά.
Αυτό που δεν υποφέρει από έλλειψη βάθους και προσοχής είναι η παρουσίαση της πόλης του Tokyo και πιο συγκεκριμένα της Shibuya. Είναι ολοφάνερο ότι το αποτέλεσμα είναι ένα προϊόν πραγματικά εξαιρετικής δουλειάς, με προσοχή στην λεπτομέρεια και πολύ έξυπνους τρόπους με τους οποίους το ίδιο το περιβάλλον αφηγείται άπειρες μικρές ιστορίες. Βοηθάει βέβαια και το γεγονός ότι τα γραφικά του τίτλου είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά του, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τις ευπρόσδεκτες επιλογές, το Quality Mode είναι ίσως ο χειρότερος τρόπος για να απολαύσει κανείς τον τίτλο, τουλάχιστον στο PlayStation 5 που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, με ταβάνι τα 30 καρέ το δευτερόλεπτο και αρκετές πτώσεις. Ευτυχώς υπάρχει επιλογή για ξεκλείδωτο framerate (και Vsync) και γίνεται ένας πολύ τίμιος συμβιβασμός ανάμεσα σε απεικόνιση και ταχύτητα. Όπως και να ‘χει, η οθόνη πραγματικά μας ταξιδεύει στο Tokyo, αφού η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού βρίσκει ακριβώς την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στη δράση και το horror στοιχείο, ενώ η νύχτα, η βροχή και οι ίδιοι οι δρόμοι της πόλης γρήγορα παίρνουν κι αυτοί τη θέση τους στη σκηνή σαν πρωταγωνιστές.
Σε αυτό το πραγματικά εντυπωσιακό σκηνικό παίρνει μέρος η δράση, σε οπτική πρώτου προσώπου, με την Tango Gameworks να μην εφευρίσκει ξανά τον τροχό, αλλά να τα καταφέρνει αρκετά καλά. Το σύστημα χειρισμού δεν είναι και το πιο βολικό που έχει υπάρξει ποτέ, αλλά μετά από κάποια εξοικείωση και ρυθμίσεις στα controls, τα πράγματα γίνονται σαφώς καλύτερα. Ο Akito βρίσκεται αντιμέτωπος με πνεύματα που παίρνουν φυσική μορφή, και για να τα πολεμήσει θα χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του ΚΚ. Με τη βοήθειά του, ο Akito μπορεί να εκτοξεύει «ενέργεια» από τα δάχτυλά του, ξεκινώντας από αυτήν του αέρα, και στην πορεία μαθαίνοντας τη φωτιά και το νερό. Αυτός είναι ένας τρόπος για να χωριστούν πρακτικά οι επιθέσεις σε τρεις κατηγορίες. Ο αέρας είναι η “default” επίθεση, με κάθε πάτημα της σκανδάλης να εκτοξεύει μία ριπή, η φωτιά περνάει μέσα από του αντιπάλους και έχει splash damage, και το νερό έχει μια ευρεία δραστική ακτίνα αλλά σε μικρή απόσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε μία από τις τρείς παραπάνω «επιθέσεις» έχει και charged εκδοχή, που επιτυγχάνεται με παρατεταμένο πάτημα της σκανδάλης.
Στην αρχή το σύστημα μάχης είναι άβολο. Η αρχικές επιθέσεις είναι πολύ αργές, δεν υπάρχει ιδιαίτερη ποικιλία στους αντιπάλους, και γενικότερα κάθε μάχη ακολουθεί το μοτίβο άμυνα-άνοιγμα-επίθεση. Τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουν σταδιακά να έρχονται τα upgrades, όπου και οι επιθέσεις αποκτούν περισσότερη δύναμη και ταχύτερο ρυθμό, ενώ επιπλέον abilities γίνονται διαθέσιμα και προσφέρουν νέες κινήσεις στο ομολογουμένως περιορισμένο ρεπερτόριο. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι έχουμε μόνο 3 διαφορετικές επιθέσεις/όπλα, με το τέταρτο να είναι το τόξο, το οποίο χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και όταν ο KK χωρίζεται από τον Akito, αν μη τι άλλο δεν προσφέρει «πόντους». Ταυτόχρονα, δεδομένης της ίδιας της φύσης του τίτλου και της μάχης, ένας μηχανισμός dodge/boost θα ήταν κάτι περισσότερο από ευπρόσδεκτος, με το γενναιόδωρο κατά τα άλλα άλμα να είναι ικανοποιητικό αλλά όχι ιδιαίτερα χρήσιμο την ώρα της μάχης.
Το ευχάριστο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένος ο τίτλος χωρίζει με όμορφο τρόπο τη δράση ανάμεσα σε μάχη και εξερεύνηση, ενώ τα side missions μπορούν να «γεμίσουν» πολύ ικανοποιητικά τα διαλείμματα από την κύρια ιστορία, αν και γενικότερα δεν είναι όλα τους το ίδιο επιτυχημένα. Όπως και να ‘χει βέβαια, σε κάθε περίπτωση παρουσιάζεται μια διαφορετική πτυχή της Ιαπωνικής κουλτούρας, κάτι που είναι αν μη τι άλλο ευπρόσδεκτο. Πέραν από την εκπλήρωση αποστολών, το xp κερδίζεται από τη συλλογή πνευμάτων που βρίσκονται διάσπαρτα στην Shibuya ή εμφανίζονται μετά από κάποια triggers, και με αυτόν τον τρόπο προωθείται ακόμα περισσότερο η εξερεύνηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα Torii Gates, τα όποια ο Akito εξαγνίζει και πρακτικά κάνει διαθέσιμο ένα κομμάτι το συνολικού χάρτη, απομακρύνοντας την θανατηφόρα ομίχλη. Παρά το γεγονός ότι ο τίτλος είναι open world, οι περισσότερες «ασθένειες» που συνοδεύουν το είδος δεν υπάρχουν, αφού η πλειοψηφία των σημείων στον χάρτη είναι stores και γενικότερα στις περισσότερες περιπτώσεις χρήσιμα μέρη και σημεία.
Σε γενικές γραμμές, στις περίπου 20 ώρες που θα πάρει ένα μέσο playthrough, το Ghostwire: Tokyo καταφέρνει να δημιουργήσει μια όμορφη εμπειρία, ξεναγώντας μας στην πόλη μέσα από ένα… διαφορετικό πρίσμα, αλλά πετυχαίνοντας τον στόχο του παρ’ όλα αυτά. Τώρα, από πλευράς ιστορίας τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα. Και αν πολλά πράγματα δεν βγάζουν νόημα ή δε δίνεται καμία εξήγηση, κι αν χαρακτήρες χρησιμοποιούνται απλά και μόνο σαν εργαλεία για την πλοκή, έρχεται για άλλη μια φορά η Shibuya να κλέψει την παράσταση και τραβήξει το ενδιαφέρον επάνω της. Το τελευταίο πόνημα της Tango Gameworks θα μπορούσε να είναι πρόταση στον οποιονδήποτε, μόνο και μόνο για να βιώσει την Shibuya μέσα από τη ματιά των δημιουργών του. Μπορεί να μην μείνει στην ιστορία σαν ένας τίτλος-σταθμός, αλλά σίγουρα αποτελεί μια υπόσχεση για το μέλλον. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα περιμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο κεφάλαιο.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity