Με τα παιχνίδια τρόμου για VR headsets να κυκλοφορούν με ρυθμούς πολυβόλου, είναι εύκολο να χαθεί κανείς στον κυκεώνα τίτλων αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης. Βασικός παράγοντας γι’ αυτό το φαινόμενο είναι η ίδια η φύση του VR, αφού φέρει τις καταλληλότερες προϋποθέσεις για τη δημιουργία του combo τρόμου και ατμόσφαιρας και μάλιστα με σχετικά εύκολο και γρήγορο τρόπο. Το πρώτο horror VR game της Split Light Studio αποτελεί ένα ακόμα τέτοιο εγχείρημα, που έρχεται στα headsets μας από μια ιδιαίτερα μικρή ομάδα και με εμφανώς περιορισμένο budget. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα indie κυκλοφορία στην οποία παίζουμε ως ένας αστυνομικός που καλείται σε φρενοκομείο, ύστερα από το χάος που δημιούργησαν αφηνιασμένοι τρόφιμοι. Στο κτίριο βρίσκεται και η αδερφή του πρωταγωνιστή, οπότε έχουμε να κάνουμε με μια αποστολή διάσωσης που στη συνέχεια μετατρέπεται σε προσπάθεια επιβίωσης.
Το κομμάτι της ατμόσφαιρας από το combo που προαναφέραμε είναι και το χαρακτηριστικό που μας κερδίζει από την πρώτη, μέχρι και την τελευταία στιγμή του Afterlife VR. Το νοσοκομείο στο οποίο θα περάσουμε γύρω στη μιάμιση ώρα ονομάζεται Black Rose και αποτελεί το βασικό στοιχείο που θα θυμόμαστε από την εμπειρία μας με το συγκεκριμένο παιχνίδι. Το κτίριο αποτελείται από πολλά δωμάτια και από ακόμα περισσότερους διαδρόμους που μας κρατούν σε μια μόνιμη υπερένταση, καθώς προσπαθούμε να αποφύγουμε τις φρικαλεότητες που φιλοξενούν. Βασικός σκοπός μας είναι να βρούμε το κλειδί ή τον κωδικό που θα μας ξεκλειδώσει τον δρόμο για το επόμενο βήμα της πορείας μας εντός του νοσοκομείου, κάτι που απαιτεί ψάξιμο και, αναπόφευκτα, την εξερεύνηση ενός άκρως μη φιλικού περιβάλλοντος. Σε αυτό βοηθά και το voice over του πρωταγωνιστή, αν και καταλήγει να κουράζει με την υπερβολική επανάληψη φράσεων τύπου “πρέπει να ψάξω για εκείνο το κουτί”. To voice acting είναι γενικότερα σε μια πολύ κακή κατάσταση, όμως ευτυχώς περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα.
Οι τρόφιμοι του Black Rose, είτε είναι ζωντανοί, είτε είναι νεκροί, καταφέρνουν να μας τρομάξουν μόνο χάρη στο sound design και αποκλειστικά με jumpscares, αποτυγχάνοντας να επωφεληθούν της μοναδικής ατμόσφαιρας που χτίζεται από το νοσοκομείο. Σε αυτό ευθύνεται εν μέρει το character design, αφού τόσο αυτό, όσο και τα animations των NPCs θυμίζουν εποχές 2005, ενώ από τη μεριά της σκηνοθεσίας, πλην μερικών εξαιρέσεων δεν υπάρχει προσπάθεια αναζήτησης διαφορετικών στυλ τρόμου. Γεγονός απίστευτα ατυχές, κυρίως επειδή το αίσθημα του φόβου προκύπτει αβίαστα ενόσω εξερευνούμε τους διάφορους χώρους του νοσοκομείου και στη συνέχεια εξαφανίζεται μονομιάς λόγω κάποιου φθηνού jumpscare. Πέραν τούτου, υπάρχουν σκηνικά που εξυπηρετούν στο να προκαλέσουν σοκ στον παίκτη, όμως δεν το καταφέρνουν σχεδόν ποτέ.
Στη διάθεσή μας έχουμε έναν φακό που λειτουργεί με μπαταρίες (εννοείται) και σύριγγες με φάρμακο που επαναφέρουν κομμάτι της υγείας μας. Προμήθειες, δηλαδή μπαταρίες για τον φακό και περισσότερο φάρμακο, βρίσκουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, δίχως να χρειαστεί να αγχωθούμε. Από κάποια στιγμή και ύστερα έχουμε στη διάθεσή μας όπλο, με το οποίο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους τρόφιμους. Παρόλο που το shooting είναι αρκετά καλοδουλεμένο και λειτουργεί με τέλεια συνεργασία με τα χειριστήρια Sense, δε χρησιμοποιείται αρκετά, ενώ το πρόβλημα με το character design και τα animations που προαναφέραμε γίνεται ακόμα εντονότερο κατά τη διάρκειά του. Κάθε φορά που στοχεύουμε και πυροβολούμε κάποιον τρόφιμο, αισθανόμαστε σαν να βρισκόμαστε μέσα σε ένα παιχνίδι που ανήκει τρεις γενιές πίσω. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν τραγελαφικό και κάνει προφανές το γεγονός ότι το παιχνίδι θα ήταν αρκετά καλύτερο χωρίς την προσθήκη όπλων. Πράγμα που ισχύει για ακόμα ένα χαρακτηριστικό του gameplay: ο χαρακτήρας μας αποκτά τη δύναμη της τηλεκίνησης για μια μόνο φορά, καθ’ όλη τη διάρκεια του τίτλου. Πρόκειται όμως για ένα χαρακτηριστικό που περνά αδιάφορο και έτσι δημιουργείται το debate για το αν θα έπρεπε να του δοθεί περισσότερος χρόνος ή να του αφαιρεθεί κι ο ελάχιστος που έχει.
Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, το Afterlife VR διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα. Αν κάποιος επιχειρήσει δεύτερο playthrough, λογικά θα χρειαστεί λιγότερο από μια ώρα. Ακόμα κι έτσι, ο χρόνος είναι ικανοποιητικός με δεδομένο το περιεχόμενο που προσφέρεται. Πρόκειται για μια ιστορία που δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο και που ολοκληρώνεται με τον πλέον αναμενόμενο τρόπο (συν ένα από τα χειρότερα jumpscares που έχουμε δει σε videogame), μαζί με gameplay που σίγουρα δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο (αν και πειραματίζεται, αποτυγχάνοντας πλήρως). Τα γραφικά του είναι ξεπερασμένα εδώ και χρόνια, κάτι που είναι κρίμα για τίτλο που κυκλοφορεί στο PS VR2. Τουλάχιστον ο τεχνικός του τομέας λειτουργεί ικανοποιητικά και τα χειριστήρια Sense ανταποκρίνονται σχεδόν αψεγάδιαστα (όταν παίζουμε όρθιοι).
Οι λάτρεις των horror games είναι πιθανό να εκτιμήσουν την ατμόσφαιρα του Afterlife VR. Από εκεί και πέρα, το παιχνίδι είναι μια αξιόλογη προσθήκη για τους συλλέκτες indie κυκλοφοριών με χαμηλές προσδοκίες. Οι υπόλοιποι θα δοκιμάσουν τα νεύρα τους απέναντι σε μια σειρά από jumpscares. Αν το character design και τα animations ήταν καλύτερα, ίσως βελτιωνόταν η κατάσταση γενικά. Όπως είναι τώρα, μάλλον δεν περνά τη βάση.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity