Σύμμαχος στην προσπάθειά μας αποτελεί ο σχεδιασμός των επιπέδων, που αφήνει ξεκάθαρα στο χέρι του παίκτη τη σειρά μα και τον τρόπο με τον οποίο θέλει να ολοκληρώσει τα objectives. Μπορεί η αθόρυβη προσέγγιση να αποτελεί τον κύριο στόχο του πρωταγωνιστή, τίποτα όμως δεν μας εμποδίζει να αρπάξουμε το αυτόματο και να θερίζουμε κόσμο μέχρι να φτάσουμε στον εκάστοτε στόχο. Σίγουρα όχι ιδανικό, ενώ λειτουργεί και κατά του ίδιου του παιχνιδιού, απογυμνώνοντας μηχανισμούς και AI των αντιπάλων και αποδεικνύεται -κατάφορα- ότι δεν έχει σχεδιαστεί με τέτοιου είδους προσέγγιση στο μυαλό. Οι Γερμανοί στρατιώτες προσπαθούν να μας εξοντώσουν πυροβολώντας άστοχα, ακόμα και στον υψηλότερο βαθμό δυσκολίας, ενώ κάνουν ότι καλύπτονται πίσω από εμπόδια που επ’ ουδενί δεν τοποθετήθηκαν στο χάρτη για αυτόν το σκοπό, όπως π.χ. βραχάκια στην παραλία. Κινούνται αλλοπρόσαλλα χωρίς κάποιο προφανές σχέδιο, με τη μόνη τους ισχύ να βρίσκεται στον αριθμό τους. Εξυπακούεται βέβαια πως και το οπλοστάσιο του Fairburne είναι περιορισμένο και δεν ευνοεί τέτοια προσέγγιση αφού βλέπουμε τις σφαίρες να τελειώνουν γρήγορα, χωρίς να μένει χρόνος για να τις αναπληρώσουμε. Στην αντίθετη περίπτωση όμως, αυτή του stealth, είναι που το Sniper Elite 4 λειτουργεί -σχεδόν- ιδανικά. Στεκόμαστε λίγο να παρατηρήσουμε το περιβάλλον και διαπιστώνουμε πως όταν θέλουμε να μείνουμε αόρατοι, μπορούμε να καλυφθούμε σχεδόν παντού. Θάμνοι, μισογκρεμισμένα κτίρια, λοφίσκοι που είναι ικανοί να παρέχουν την απαιτούμενη κάλυψη είναι εκεί για να τους αξιοποιήσουμε. Η προβλέψιμη AI δεν ενοχλεί τόσο εδώ, αφού οι νόρμες που ακολουθούν οι φρουροί που βρίσκονται σε περιπολία για παράδειγμα είναι εκ των πραγμάτων περισσότερο προβλεπόμενες, ενώ οι Γερμανοί στρατιώτες είναι πολύ καλύτεροι στον εντοπισμό μας, παρά στο...σημάδι. Όταν κάποιος εχθρός μάς εντοπίσει, όχι μόνο ανοίγει πυρ προς το μέρος μας αλλά καλεί και τους κοντινούς του συμμάχους για βοήθεια. Λίγο αργότερα έρχεται και η στιγμή της ανασύνταξης, όταν μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα ξεφύγουμε και κρυφτούμε κάπου αλλού, οπότε και είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε το περιβάλλον και να χρησιμοποιήσουμε διαφορετική προσέγγιση. Το περιβάλλον όμως βοηθά και στο να καλύψουμε τον ήχο από τις βολές μας, αφού μιλώντας εν τέλει για περιοχές στις οποίες διεξάγεται πόλεμος, είναι λογικό στο βάθος να ακούγονται εκρήξεις και πυροβολισμοί που μπορούν να καλύψουν ακόμα και τον εκκωφαντικό ήχο των δικών μας πυροβολισμών.
H kill-cam, σήμα κατατεθέν της σειράς, επιστρέφει βιαιότερη από ποτέ, με απολαυστικά πλάνα τη στιγμή που εξοντώνουμε τους αντιπάλους μας. Δεν περιορίζεται στις βολές με sniper rifle, οπόυρ βλέπουμε τη σφαίρα να ξεκινά από τη κάννη του όπλου και να καταλήγει στο στόχο, αλλά επεκτείνεται και στους σκοτωμούς με χειροβομβίδες, ή στις δολοφονίες από κοντά με το πάντα πιστό μαχαίρι του Fairburne. Μέσω αυτής και των x-rays που χρησιμοποιεί, βλέπουμε θραύσματα από τις εκρήξεις που προκαλέσαμε να εισέρχονται στο κορμί των αντιπάλων στρατιωτών, σπάζοντας κόκαλα ή τρυπώντας ζωτικά όργανα του ανθρώπινου οργανισμού. Το Sniper Elite 4 προσφέρει αρκετά όπλα για να τροποποιήσουμε το loadout του Fairburne, τα οποία μας γίνονται διαθέσιμα με in-game currency που αποκτάμε όσο ανεβαίνουμε ranks. Το κακό είναι ότι τα πιο ενδιαφέροντα εξ αυτών δύσκολα ξεκλειδώνονται με ένα playthrough, ενώ προσφέρονται ως DLC με αντάλλαγμα, τι άλλο, πραγματικά λεφτά.
Το ανταγωνιστικό multiplayer υπάρχει χωρίς να ενοχλεί, χωρίς να προσφέρει κάτι το ξεχωριστό ή αξιομνημόνευτο. Ξεχωρίσαμε όμως τα co-op modes, όπως το Survival, το οποίο θυμίζει έντονα horde mode που έχουμε δει και εκτιμήσει αλλού, αλλά και το Overwatch mode, στο οποίο ο ένας παίκτης δρα ως κατάσκοπος μαρκάροντας στόχους για τον ελεύθερο σκοπευτή. Και φυσικά η δυνατότητα να παίξουμε ολόκληρο το campaign με ακόμα έναν παίκτη είναι καλοδεχούμενη.
Η Rebellion Development παραδίδει τελικά ένα άρτιο σύνολο, με ψεγάδια που όμως συγχωρούνται, όπως η σε σημεία τραγική AI και το αργό progression στο οπλοστάσιο του Fairburne. Ξεπερνώντας αυτά, ο τίτλος προσφέρει μια πολύ καλή εμπειρία stealth, ανοικτούς χάρτες με έξυπνο σχεδιασμό, πολλαπλά objectives προς ολοκλήρωση και ένα campaign που εμείς σίγουρα θα επισκεπτόμαστε εκ νέου για αρκετό καιρό. Ακόμα και αν βαρεθούμε να ξεκλειδώνουμε διάσπαρτα χρηματοκιβώτια, σίγουρα δεν θα βαρεθούμε να εξοντώνουμε Ναζί και φυσικά να καμαρώνουμε τις βολές μας μέσω της υπέρτατα βίαιης μα απολαυστικής kill-cam.
Εκπληκτική ατμόσφαιρα γιατι εχει πολλές επιρροές απο MGS !
Ετσι ήθελε ο Kojima το MGS5 με προταγωνιστη την The Boss και The End στο WW2 αλλα μετα άλλαξαν τα σχέδια και το πήγε στο σκοτεινό παρελθόν του Big Boss το 1984.