Είχε να ανέβει ένα βουνό ο σκηνοθέτης Ρούπερτ Σάντερς, αναλαμβάνοντας την live action μεταφορά του «Ghost in the Shell» (1995). Το ομώνυμο ιαπωνικό anime δεν είναι απλά ένα από τα καλύτερα και πιο επιδραστικά που έχουν γυριστεί ποτέ, αλλά με τα χρόνια έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, με χιλιάδες φανατικούς οπαδούς (σε όλο τον κόσμο και όχι μόνο στην πατρίδα του). Ως εκ τούτου, πιθανές σοβαρές διαφοροποιήσεις από το υλικό της «πηγής», θα μπορούσαν εύκολα να στείλουν όλους τους συντελεστές στο πυρ το εξώτερον από τους προδομένους fans. Από την άλλη, όμως, μιλάμε για μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή με σαφείς εμπορικές βλέψεις (ακόμη και για franchise…), που οφείλει να απευθύνεται στο μεγάλο κοινό. Οπότε ο Σάντερς καταλήγει να προσπαθεί να αντιγράψει το οπτικό κομμάτι του anime (σε σημείο, μάλιστα, κάποιες στιγμές να «καρφώνεται» πάρα πολύ), χωρίς όμως αυτό να αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας του, καθώς αυτό κύρια έγκειται στο υπεραπλουστευμένο σενάριό της. Καλώς ή κακώς, πολλά εισιτήρια με κάτι «πολυεπίπεδο» από πλευράς υπόθεσης, δύσκολα πια έρχoνται…
Η καινούργια αυτή εκδοχή δείχνει να αγνοεί εντελώς την πολυπλοκότητα του original. Όλες οι πτυχές της ιστορίας, που στην ιαπωνική version αφήνονταν στον θεατή να τις φανταστεί όπως αυτός θέλει, εδώ έχουν αντικατασταθεί από ένα άκρως επεξηγηματικό και μονοδιάστατο κείμενο. Οι φιλοσοφικές προεκτάσεις, που έχουν να κάνουν με τις ηθικές συνέπειες της τεχνολογικής βελτίωσης του ανθρώπινου σώματος και νου, εκλείπουν χάρην μιας «μοντέρνας», απλουστευμένης προσέγγισης του καλού εναντίον του κακού. Η έννοια του ανθρώπινου κέλυφους, μέσα στο οποίο κατοικεί το «φάντασμά» του, το μυαλό του και οι σκέψεις του, η εσωτερική αναζήτηση του αγνώστου, καθώς ακόμα και τα πιθανά συναισθήματα που αυτό μπορεί να αναπτύξει, όπως τα είδαμε ας πούμε στην πρόσφατη «Άφιξη» του Ντενί Βιλνέβ (από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά, βεβαίως), εδώ περνάνε και… σχεδόν δεν ακουμπάνε. Δεν υπάρχει κάποια στιγμή που να νοιώθει κάποιος πως η ιστορία που παρακολουθεί απογειώνεται ή μιλάει στην καρδιά. Η Ταγματάρχης και το μυστήριο που καλύπτει το παρελθόν της είναι τόσο προβλέψιμα από την αρχή, με το αυτό να συμβαίνει και σχετικά με τους σκοπούς του υποτιθέμενου κακού της υπόθεσης, του cyborg Κούζε.
Η οπτική πλευρά της ταινίας προσφέρει μια σχετική ανακούφιση από τις σεναριακές αστοχίες. Υιοθετεί μια α λα «Blade Runner» κινηματογράφηση, της μελαγχολικής, πνιγμένης στα neon φώτα, φουτουριστικής Νιου Πορτ Σίτι, στην οποία εδρεύει η ειδική μονάδα Section 9. Το άλμα της κεντρικής ηρωίδας στο κενό, στην αρχή του φιλμ, η σεκάνς με τις γκέισες ή η πάλη στο νερό, είναι σκηνές που έχουν ξεσηκωθεί σχεδόν αυτούσιες από τις διάφορες φόρμες του σύμπαντος του anime (και του comic) «Ghost in the Shell», λειτουργώντας όμως μάλλον απολαυστικά για τα μάτια του θεατή. Τα δάνεια που η ταινία του 1995 είχε απλόχερα προσφέρει στο «Matrix» του 1999, εδώ επιστρέφονται, μιας και οι εμβόλιμες σεκάνς δράσης βασίζονται σαφώς σε αυτό. Το 3D για νιοστή φορά αποδεικνύεται εντελώς ανούσιο, αδυνατώντας να προσφέρει οτιδήποτε παραπάνω στο βλέμμα (τολμώ να πω, μάλιστα, πως εδώ υπάρχουν φορές που λειτουργεί και εις βάρος του φιλμ). Το κάστινγκ της Σκάρλετ Τζοχάνσον, το οποίο ξεσήκωσε συζητήσεις περί whitewashing, ουδόλως ενοχλεί. Αυτό που είναι πραγματικά ενοχλητικό είναι το υπόλοιπο καστ στην πλειοψηφία του, καθώς ουδείς μπορεί να υπηρετήσει κάποιον ολοκληρωμένο χαρακτήρα, ένεκα βεβαίως και του σεναρίου. Ο δε Τακέσι Κιτάνο, ως αρχηγός Αραμάκι, ο οποίος υπάρχει εδώ για την εμπορικά απαραίτητη, αυθεντική ιαπωνική νότα, μάλλον ειρωνικά χαμόγελα σκορπά όταν απευθύνεται σταθερά σε όλους στη μητρική του γλώσσα, λαμβάνοντας πάντοτε τις απαντήσεις σε… άπταιστη αγγλική.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Συνδυασμός «φιλοσοφημένης» επιστημονικής φαντασίας και εμπορικής περιπέτειας που δεν θα απογοητεύσει και τόσο τους φανατικούς του αυθεντικού anime, ούτε βέβαια αυτούς που δεν έχουν ιδέα τι μέρους του λόγου ήταν εκείνο. Δεν θα συναρπάσει κιόλας, καθώς ό,τι κερδίζει στο στιλ το χάνει κατά πολύ σε ουσία, κάνοντας το να μοιάζει σε γενικές γραμμές με φτωχό συγγενή των sci- fi ταινιών πάνω στις οποίες πατάει. Για άλλη μια φορά, το ταπεινό σχέδιο στο χαρτί υπερέχει έναντι των λαμπερών, πολυέξοδων παραγωγών.
Του Νίκου Παλάτου, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Βρείτε το freecinema.gr στο facebook
Αφού το under the skin πήρε στα 10 λογικό ειναι !
Καλό ήταν,το είδα χτες.