Την εποχή του πρώτου PlayStation, κατά τη διάρκεια της οποίας παιχνίδια όπως το MediEvil έμειναν στην ιστορία για τις πρωτιές τους, μια ολόκληρη γενιά gamers ταυτίστηκε με εικόνες, μουσική, εμπειρίες, με πράγματα με τα οποία και η ίδια γενιά δυσκολεύεται να ταυτιστεί σήμερα, παρόλο που συνεχίζει και ξοδεύει ατελείωτες ώρες παιχνιδιού με μοντέρνους τίτλους. Το remake ενός παιχνιδιού από αυτά μπορεί να έρχεται περισσότερο για την ικανοποίηση της νοσταλγίας, για το déjà vu -στην καλύτερη- αυτών των αναμνήσεων, όσο δυνατό είναι αυτό να συμβεί με τα σημερινά συστήματα. Είναι όμως απαραίτητο να σκεφτόμαστε την πιθανή τους απήχηση ή, πιο σωστά, το πόσο κατανοητά μπορούν να γίνουν αυτά τα παιχνίδια σε νεότερες γενιές. Τι τα έκανε κάποτε τόσο σπουδαία; Απαραίτητο μπορεί να μην είναι, αλλά πλέον η βιομηχανία του gaming δεν είναι τόσο νεογνό όσο έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε και ένα μόλις παιχνίδι μπορεί να δείχνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές ηλικίες για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Ο Sir Dan Fortesque, η αστεία, αλλά και creepy φιγούρα που συνόδευσε στο παρελθόν τις καμπάνιες τόσο του πρώτου PlayStation, όσο και του PSP, επιστρέφει για άλλη μια φορά από το θάνατο. Ο ίδιος και ο κόσμος του παρομοιάζονται πολλές φορές με το universe του Tim Burton, σε μερικούς μάλιστα μπορεί να μοιάσει σε κωμική έκδοση μιας ανάμειξης William Shakespeare και Edgar Allan Poe. Διότι προσδίδει έναν κάποιο… ρομαντισμό το να επιστρέφει κανείς από το θάνατο, τον οποίο ο κόσμος απέδωσε στην τελευταία και ηρωική του μάχη απέναντι σε έναν περιβόητο κακό μάγο (τον κακάσχημο ZaroK) τη στιγμή που στην πραγματικότητα έχει χάσει από τα αποδυτήρια, μόνο και μόνο για να διαγράψει όντως την πορεία που εξύμνησαν και να καταλήξει στο αγύριστο (όσοι ξέρουν τη συνέχεια θα συμφωνήσουν περισσότερο). Και όλα αυτά σε έναν κόσμο γεμάτο νεκρά πλάσματα, το στρατό αυτού του μοχθηρού μάγου που προσπαθεί να βάλει ένα τέλος στην πορεία του ασταμάτητου Dan που επιθυμεί να αποκαταστήσει το αγαπημένο του Gallowmere, τον ίσως πιο όμορφο gothic και παράλληλα παραμυθένιο κόσμο που είδαμε στο πρώτο PlayStation. Στο σήμερα, λοιπόν, αυτός ο κόσμος, το Gallowmere, επιστρέφει, προφανώς, πιο όμορφο από ποτέ και πιο… ευρύχωρο όπου χρειάζεται μιας κα το draw distance επεκτάθηκε, δημιουργώντας την ανάγκη για σχεδιασμό περιοχών που στο παρελθόν δεν υπήρχαν, ώστε να υποστηρίξουν ένα φαινομενικά πιο ζωντανό και κατ’ επέκταση πιο ρεαλιστικό περιβάλλον.
Η πορεία του Dan μέσα από το Gallowmere μάς πηγαίνει βόλτα μέσα από σκοτεινούς κόσμους, ζοφερά χωριά, στοιχειωμένες πόλεις φαντάσματα, όλα μέρη από ένα απόλυτα ελκυστικό γκροτέσκο σύνολο που τραβά τον παίκτη όλο και πιο κοντά στο απόκοσμο πέπλο του. Στην πορεία ανακαλύπτουμε όπλα, πανοπλίες και αντικείμενα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ενάντια σε όλο πιο δύσκολους εχθρούς. Όταν ο παίκτης εξοπλιστεί αρκούντως, μπορεί να επιστρέψει σε κάποιο από τα προηγούμενα επίπεδα, να εξοντώσει εχθρούς που μέχρι τότε μπορούσε μόνο να αποφεύγει και να ανακαλύψει κάτι καινούριο. Σε κάθε πίστα, στόχος είναι ένα chalice, το οποίο γίνεται διαθέσιμο μονάχα όταν όλοι οι εχθροί έχουν νικηθεί. Και τα chalices είναι αυτά που χωρίζουν τον Dan από τον πραγματικό θρίαμβο, όταν έρθει φυσικά η ώρα του. Πρόκειται για αρκετά δύσκολη επιδίωξη που δεν ενδείκνυται για όσους δεν έχουν την απαραίτητη υπομονή, μιας και η παντελής έλλειψη checkpoint σε προχωρημένα σημεία των επιπέδων κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα, έως και ανυπόφορα, ουκ ολίγες φορές μάλιστα.
Το game design έχει παραμείνει πιστό στο πρωτότυπο και αυτό θα ξενίσει τους νεότερους gamers, χωρίς παρόλα αυτά να αφήσει τελείως ψύχραιμους και όσους επιστρέφουν στο παιχνίδι ύστερα από δύο ολόκληρες δεκαετίες. Πολύ συχνά πολλοί εχθροί θα δοκιμάσουν τα νεύρα του παίκτη, στέλνοντάς τον στην αρχή της πίστας αν φανεί απρόσεκτος ακόμα και για ένα δευτερόλεπτο. Ο χειρισμός, έχοντας επίσης παραμείνει πιστός στον πρωτότυπο, αδυνατεί να προσφέρει την παραμικρή αρωγή σε στιγμές που ο παίκτης βρίσκεται εγκλωβισμένος σε στενόχωρα σημεία, όταν και η κάμερα εγκαταλείπει και κολλάει στην πλάτη του Dan κι έτσι ο παίκτης δείχνει να μένει αβοήθητος κόντρα σε ορδή μανιακών εχθρών που δεν αφήνουν περιθώριο για διαφυγή ή έστω για κάποιο χτύπημα. Οι κινήσεις του Dan, είτε μιλάμε για τις στιγμές που απλά εξερευνά ένα τοπίο, είτε μιλάμε για στιγμές μέσα στη μάχη με παραπάνω από έναν αντίπαλο ή κάποιο boss, αποτελούν ένα μοντέλο δυστυχώς ξεπερασμένο που δεν ανταποκρίνεται στο σήμερα και στις απαιτήσεις ενός κόσμου που σχεδιάστηκε με τα σημερινά standards. Παραμένει τουλάχιστον χαριτωμένος στον τρόπο που τρέχει.
Το remake του MediEvil είναι σίγουρα καλοδεχούμενο. Το soundtrack του έχει ηχογραφηθεί εκ νέου από ορχήστρα και είναι εντυπωσιακό. Ο κόσμος του δείχνει αναγεννημένος και ακόμα πιο δελεαστικός. Όλα όμως τα προβλήματα του πρωτότυπου παιχνιδιού (glitches, bugs, κάμερα) έρχονται πακέτο και τα ψεγάδια αυτά, ειδικά στην εποχή μας, βγάζουν μάτι (ε, Dan;). Ακόμα και το 2019 παραμένει ένα καλό και πολύ διασκεδαστικό action adventure game με γρήγορη δράση, όμως τα ελαττώματά του ρίχνουν ένα εκνευριστικό πέπλο σκιάς στο σύνολο, κάτι που θα δημιουργήσει το άβολο αίσθημα της αμφισβήτησης ως προς το αληθινό ποιόν του σε κάποιον που το δοκιμάζει για πρώτη φορά. Παρά τα όσα σίγουρα θα έχει ακούσει.
Μπραβο για το review και τη βαθμολογια. Ειναι σημαντικο να κρινουμε αντικειμενικα ακομη και τιτλους που φερουν συναισθηματικη αξια για πολλους.