Έχει ειπωθεί σε προηγούμενα review της σειράς και θα ξαναειπωθεί: Τα Call of Duty παραμένουν η μοναδική σειρά με ετήσιες κυκλοφορίες που διατηρεί ένα αξιοπρόσεχτο επίπεδο ποιότητας. Οι τίτλοι της σειράς δεν κάθονται να τετραγωνίσουν κανέναν κύκλο φυσικά, ούτε επιχειρούν και ποτέ ριζικές αλλαγές όπως τα AC παραδείγματος χάριν, αλλά δεν τους λείπει ούτε το χαρακτηριστικό ραφινάρισμα, ούτε όμως και η διακριτική απόχρωση ενός αχνού πειραματισμού. Στα ίδια επίπεδα βρίσκεται και το φετινό Black Ops, πατώντας στα χνάρια της “υπό-σειράς” με τα περισσότερα ρίσκα στο franchise. Δεν μπορεί να ξεχαστεί η ποικιλία του πρώτου campaign του Black Ops, ούτε τα side missions του Black Ops 2, αλλά βέβαια ούτε και η υψηλού, χολιγουντιανού, βεληνεκούς προσέγγιση του World at War (προγόνου των Black Ops) που ήταν και ο τίτλος που έφερε και τα Zombies στη σειρά.
Με το Call of Duty: Black Ops Cold War, η Treyarch, κρατάει άθικτη τη διαδικασία “απόσταξης” που την κάνει να ξεχωρίζει τόσα χρόνια ακόμα κι αν αυτή η διαδικασία χαρακτηρίζεται από μία αδυναμία σύνδεσης των επί μέρους τμημάτων και έναν εξαιρετικά επεισοδιακό χρόνο ανάπτυξης. Ενώ, λοιπόν, το campaign διατηρεί μια πρωτόγνωρη ποικιλία για τα επίπεδα ενός Call of Duty, έχοντας πχ ένα stealth level στα πρότυπα ενός Hitman, ένα άλλο φεστιβάλ back-tracking που θυμίζει Stanley Parable, αλλά προσφέροντας και δύο προαιρετικές side missions οι οποίες ξεκλειδώνονται μονάχα αν ο παίκτης συγκεντρώσει και αναλύσει στοιχεία (αντί των παραδοσιακά αδιάφορων collectibles), όλα αυτά στο τέλος, μένουν ασύνδετα και χωρίς μια συνεπή αίσθηση κλιμάκωσης. Αυτό ίσως οφείλεται φυσικά και -όπως προαναφέρθηκε- στο γεγονός πως έχει προηγηθεί ένα χάος στην ανάπτυξη του τίτλου, με την Treyarch να παίρνει -τελευταία στιγμή- το πηδάλιο από την Sledgehammer στο multiplayer, αλλά να αφήνει το campaign στην ταλαντούχα Raven. Και φυσικά, μέσα σε όλα, συνυπολογίζεται και ο μεγαλύτερος “παίκτης” της φετινής αγοράς, που δεν είναι άλλος από τον SARS-CoV-2. Είναι εντυπωσιακό βέβαια, το τελικό επίπεδο του τίτλου, τηρουμένων αυτών των αναλογιών.
Μία παύση όμως: Ακόμα κι αν ληφθούν όλα τα παραπάνω υπόψιν, σε αυτό το σημείο, καλό θα ήταν να αναρωτηθεί κανείς αν αρκεί απλά να πετάξουμε τους New Order, το μετατραυματικό σοκ του Βιετνάμ, εικόνες των Ρήγκαν και Γκορμπατσώφ και έναν χαρακτήρα που μοιάζει ξεδιάντροπα στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και να περιμένουμε όλα αυτά να “κουμπώσουν” ιδανικά από μόνα τους σαν να έχουμε να κάνουμε με ένα βίντεο κλιπ ενός ποπ τραγουδιού που πατάει στη νοσταλγία του 80’. Κατά τα φαινόμενα, αυτή ήταν η κυνική συνταγή του Cold War. Ας μην παρεξηγηθούμε, αυτό το trippy, ψυχροπολεμικά παράλογο ιδίωμα, που χαρακτηρίζει τη σειρά Black Ops βρίσκεται και στο Cold War αναλλοίωτο. Η διαφορά είναι πως κάποτε, η gravitas των Ed Harris και Gary Oldman είχε την ικανότητα να δράσει ως “κόλλα” ανάμεσα σε αυτήν την έκφραση και την κινηματογραφική υπόσταση του τίτλου. Στο Cold War όμως, απουσιάζουν με εκκωφαντικό τρόπο αντίστοιχα assets, και η απόπειρα της παραγωγής που θέλει να είναι κινηματογραφική απλά για να συμπληρώσει ένα ακόμα κουτάκι, στο τέλος, καταλήγει να ζημιώνει την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί το Cold War. Και αν δεν τη ζημιώνει, σίγουρα την καθιστά αδιάφορη στο τελικό ζύγι. Και μιλάμε για ένα campaign που διαρκεί αρκετά λιγότερο από τον μέσο όρο στον οποίον στοχεύει συνήθως το franchise. Στις περίπου 4-5 ώρες του campaign, τα προβλήματα στη σύνδεση της πλοκής, όσο να ‘ναι χτυπάνε λίγο πιο έντονα. Ειδικά δε, αν λάβουμε υπόψη, την άγαρμπη απόπειρα που κάνει η Treyarch να συνδέσει το σύμπαν του Black Ops με αυτό του Modern Warfare.
Ξεκινώντας το παιχνίδι, ο παίκτης θα κληθεί να δει τον λογοκριμένο “φάκελό” του στην Yπηρεσία. “Αποχαρακτηρίζοντας” τα τμήματά του, ουσιαστικά θα δομήσει τον ήρωά του, και τα perks που θα έχει κατά τη διάρκεια του campaign. Perks τα οποία δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα, παρά μόνο στα υψηλά επίπεδα δυσκολίας. Ακόμα κι έτσι όμως, η επιλογή του background έχει έναν αντίκτυπο στην εξέλιξη της υπόθεσης και αυτό μπορεί να ειπωθεί -σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό- και για τα side missions του τίτλου και για τις επιλογές του παίκτη σε όλη την πορεία του campaign. Εδώ οφείλει να δοθεί μια αναγνώριση στην Treyarch διότι ο παίκτης με τις επιλογές του, μπορεί να ξεφύγει εντελώς από την πεπατημένη της “φιλο-προπαγανδιστικής" σειράς και να καταλήξει σε τέλη που ποτέ δεν θα περίμενε κάποιος σε τίτλο Call of Duty. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει και το γεγονός πως αυτές οι επιλογές θα έχουν και κάποιον αντίκτυπο στο επόμενο Black Ops. Κατά τα άλλα, το campaign του Cold War, διατηρεί τα τεχνικά κεκτημένα του ονόματός του, την αίσθηση των όπλων, τη λεπτομέρεια στον σχεδιασμό (ο τίτλος δοκιμάστηκε σε PS4 Pro και PS5 με την περασμένη γενιά να υστερεί οπτικά ακόμα και σε σχέση με το Modern Warfare 2019), αλλά φέρνει και μερικά νέα δώρα για εκείνους που θα έχουν την τύχη να το απολαύσουν με το νέο DualSense, στο οποίο ο τύπος του εκάστοτε όπλου έχει και την ανάλογη αίσθηση στις σκανδάλες του χειριστηρίου (πχ ο πιο βαρύς οπλισμός έχει και μεγαλύτερη αντίσταση στη σκανδάλη της στόχευσης και φυσικά, για πρώτη φορά στα χρονικά του gaming, ο παίκτης μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει η έννοια “σκάλα” όταν μιλάμε για τη σκανδάλη ενός όπλου). Μία προσθήκη που στο campaign προσθέτει αρκετούς βαθμούς στο immersion, στο multiplayer ωστόσο, όπου οι χρόνοι αντίδρασης οφείλουν να είναι μικρότεροι και να απαιτούν λιγότερη κόπωση, ο περισσότερος κόσμος πιθανότατα θα την απενεργοποιήσει.
Και αισίως φτάνουμε στο “πετράδι του στέμματος” της σειράς, που δεν είναι άλλο από το multiplayer. Εδώ η Treyarch, “πείραξε” αρκετά τις ισορροπίες με πρώτη και πιο βασική αλλαγή εκείνη της αισθητής αύξησης του δείκτη “time-to-kill”. Οι μονομαχίες στο Cold War, διαρκούν αρκετά περισσότερο από αυτό που είχε συνηθίσει ο μέσος παίκτης ενός CoD και αυτό σημαίνει πως υπάρχει μια αρκετά έντονη αλλαγή στον ρυθμό που συναντά κανείς στους server, και δυστυχώς -όλως παραδόξως- κι άλλη αύξηση του camping, η οποία ενισχύεται προφανώς και από τον σχεδιασμό των αρκετά μεγάλων χαρτών του τίτλου. Η δεύτερη αλλαγή, που ενδεχομένως να διορθωθεί σύντομα, αφορά τις ισορροπίες των όπλων, με τα sniper και τα smg (MP5) να επικρατούν με μεγάλη διαφορά στους servers. Όλες αυτές οι αλλαγές ωστόσο, στα πλαίσια της “επιστροφής στις ρίζες” του franchise, είναι ζητήματα συνήθειας για τον μέσο παίκτη. Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη του περιεχομένου στο multiplayer (το Cold War λανσάρεται με μόλις 8 χάρτες) αλλά και στο γεγονός πως το design των χαρτών, ακολουθεί μια τετριμμένη, συμμετρική πεπατημένη, με ένα -ξεκάθαρο- σημείο ελέγχου του κάθε χάρτη, όπου και εντοπίζεται ή εκβιάζεται το σύνολο της δράσης, που δεν θυμίζει ιδιαίτερα την οξυδερκή αντίληψη της Treyarch.
Στα ίδια επίπεδα -δυστυχώς- κινείται και το Zombies, με τον έναν και μοναδικό χάρτη “Die Maschine” (δάνειο στην πλειονότητά του από τον πρωταρχικό χάρτη του World at War “Nacht Der Untoten”) να έχει τα παραδοσιακά ζητήματα που αντιμετωπίζει κανείς στα γεννοφάσκια του mode σε κάθε κυκλοφορία, με τη δυσκολία να αυξάνεται εκθετικά μετά από έναν συγκεκριμένο αριθμό κυμάτων. Ακόμα κι έτσι, έχουν γίνει κάποιες βελτιώσεις στο “quality of life” του mode, όπως οι ενδείξεις της “ζωής” των ζόμπι αλλά και το γεγονός πως σκοτώνοντάς τα, αφήνουν πίσω τους προμήθειες και υλικά που βοηθούν στην αναβάθμιση του εξοπλισμού του παίκτη, κάνοντας το κάθε ματς, λίγο πιο ανεκτό για τους νεοεισερχόμενους. Το βασικότερο πρόβλημα του Zombies ωστόσο, δεν είναι άλλο, από τη στασιμότητα του. Για τους βετεράνους, δεν υπάρχει κάτι νέο ή ενδιαφέρον από τη στιγμή που θα καταφέρουν να φέρουν εις πέρας το mode πέντε ή δέκα φορές. Για τους νέους από την άλλη, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι πιο ελκυστικό από έναν γρήγορο γύρο στο Warzone.
Το Cold War δεν είναι ένας κακός τίτλος. Είναι ένα δεινό πακέτο παροχών, που δύσκολα θα βρει κανείς σε άλλη κυκλοφορία της φετινής χρονιάς. Προσφέρει πολλά και σε εγνωσμένη ποιότητα. Το πρόβλημά ωστόσο, είναι πως ο μοναδικός -σοβαρός- ανταγωνισμός του, είναι το πόνημα της ομόσταυλης Infinity Ward που είναι ήδη καλύτερο σε κάθε τομέα. Και για κάθε άσσο που φέρνει στο τραπέζι το Cold War, το παιχνίδι το ίδιο, μάλλον, έχει αλλάξει.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity