Η ιστορία του Αμερικανού φυσικού Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, περισσότερο γνωστού ως «πατέρα της ατομικής βόμβας», από τα εργαστηριακά επιστημονικά πειράματα της νιότης μέχρι τη δημιουργία του πρώτου πυρηνικού όπλου, αλλά και την καταδίωξή του από το φανατισμένα αντικομμουνιστικό πολιτικό «κύμα» του μακαρθισμού.
Η πιο προσωπική ταινία της φιλμογραφίας του Κρίστοφερ Νόλαν μέχρι σήμερα δεν θα μπορούσε να μην είναι και εκείνη που αποδεικνύει περίτρανα το πόσο μεγαλομανής είναι. Και πιο έξυπνος από ποτέ, επίσης. Απελευθερωμένος. Και αποφασισμένος (επιτέλους) να υπογράψει ένα έργο που μιλά… για τον εαυτό του!
Ο Νόλαν είναι ο Οπενχάιμερ. Στο μυαλό του σίγουρα συμβαίνει αυτό. Και τούτο το φιλμ εκφράζει τον θυμό του για το γεγονός μιας μη καθολικής αναγνώρισης της ιδιοφυίας του, της αμφισβήτησης της αξίας του και της θέσης που (ο ίδιος θεωρεί ότι δικαιούται να) κατέχει στο κινηματογραφικό πάνθεον. Οι παραλληλισμοί της πορείας των δύο ανδρών στους τομείς της Τέχνης και της Επιστήμης (αντίστοιχα), οι συγκρούσεις τους με τον κλάδο τους ή και ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο είναι σαφέστατα ορατές, καθώς η δράση του «Οπενχάιμερ» ξεδιπλώνεται σ’ ένα πλήρες τρίωρο, ίσως αχρείαστο σε διάρκεια, όμως, αριστοτεχνικά ισορροπημένο εάν ο θεατής το εντάξει στο πλαίσιο μιας αφηγηματικής κατασκευής, τμηματικά σχεδιασμένης επάνω στη λογική μιας συγκεκριμένης δομής.
Επειδή το forte του Νόλαν δεν ήταν ποτέ το σενάριο (αλλά το κάθε «gimmick» γύρω από το οποίο γεννιόταν και στελεχωνόταν ο ιστός της εκάστοτε ιστορίας του), στο «Οπενχάιμερ» παίρνει μια σειρά από αληθινά γεγονότα με τα οποία ταυτίζεται, και δίνει ένα κυριολεκτικό recital επίδειξης δυνατοτήτων βασισμένο στη διάσπαση της γραμμικότητας, λες και διαχειρίζεται μια πυρηνική σχάση. Για να τονίσει το μέγεθος του οράματός του, δε, αναμειγνύει επιστημονικά στοιχεία, πολιτική διαπλοκή και προσωπικά δεδομένα, «φορτώνει» την κινηματογραφική οθόνη (εδώ να επισημάνω ότι τούτο το έργο δύσκολα θα μπορέσει ν’ ανταμείψει τον θεατή σε οτιδήποτε μικρότερο…) με το «μεγαλύτερο επιστημονικό στοίχημα της Ιστορίας» (της 7ης Τέχνης), έχοντας τη θρασύτατη βεβαιότητα ότι αυτή τη φορά το έχει κερδίσει απέναντι… στους πάντες.
Αυτοί οι «πάντες», λοιπόν, είναι για τον Νόλαν οι «ίδιοι» μ’ εκείνους που αντιμετώπισε ο Οπενχάιμερ, ο οποίος χλευάστηκε, πολεμήθηκε, βίωσε την αποκαθήλωση και, τελικά, τιμήθηκε με ένα γραφικό «συγχωροχάρτι», σαν εκείνα που μοίραζε για τόσες δεκαετίες η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου σε αδικημένους και παραγνωρισμένους (αν και θρύλους) των βραβείων Όσκαρ. Αυτό το «lifetime achievement» της ντροπής, που δεν αρκούσε ποτέ για να ισοφαρίσει την απαξία απέναντι σε σκηνοθέτες όπως ο Όρσον Γουέλς, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ή ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ο Νόλαν θεωρώ πως έχει τοποθετήσει εαυτόν δίπλα σε αυτά τα ονόματα… προ πολλού. Κι αυτό είναι ένα καίριο σημείο παραλληλισμού με τον Οπενχάιμερ, που έζησε ένα είδος συναδελφικής έχθρας, σχεδόν ισοπεδωτικής για την ιδιοσυγκρασία του ήρωα του φιλμ.
Πέραν του «επιστημονικού» του κλάδου (και του φθόνου των Όσκαρ…), βέβαια, ο Νόλαν κρίθηκε. Από κριτικούς κινηματογράφου που ενίοτε «μεγέθυναν» τις αστοχίες του ή δεν στάθηκαν αντάξιοι της δουλειάς του, έως και χολιγουντιανά studios (εννοώντας πρωτίστως εκείνο της Warner, με το οποίο πήρε «διαζύγιο» εσχάτως και το timing τούτης της παραγωγής είναι διαβολεμένα προ-μελετημένο) ή παραγωγούς που συνεργάστηκαν μαζί του. Για τον Νόλαν, αυτός είναι ο… «μακαρθισμός» του σήμερα! Τα εμπόδια απέναντι στον δημιουργό, που τον κατατρέχουν και απειλούν να τον εξοντώσουν, λειτουργώντας με δικές τους «πολιτικές» και προτεραιότητες ή σκοπιμότητες. Το «Οπενχάιμερ» μοιάζει να έχει ρεαλιστικές αντιστοιχίες με τους «δαίμονες» που έχει συναντήσει στην καλλιτεχνική του πορεία ο Νόλαν. Υπό αυτό το πρίσμα οπτικής, μιλάμε για ευρηματικότητα που απογειώνει το σύνολο της ταινίας σε ανώτατο επίπεδο υπεροχής, συγκριτικά (και) με την υπόλοιπη φιλμογραφία του.
Σκηνοθετικά, λοιπόν, έχουμε έναν άθλο. Που (ειδικά) στην τρίτη ώρα της ταινίας εκρήγνυται μέσω της «ωρολογιακής βόμβας» που στήνουν το μοντάζ της Τζένιφερ Λέιμ και οι μουσικές συνθέσεις του Λούντβιγκ Γκούναρσον (ας ετοιμάζεται για το δεύτερο Όσκαρ του). Όσα είχα γράψει για το ρυθμικό tempo της μουσικής του Χανς Τσίμερ στη «Δουνκέρκη», εδώ… πηγαίνουν περίπατο! Η σεκάνς της κορύφωσης της ανάκρισης για την ατομική βόμβα σου πυρακτώνει τα νεύρα από ένταση! Ύστερα, έχουμε και τις ερμηνείες. Τουλάχιστον τρεις ηθοποιοί «κλειδώνουν» από τώρα τις υποψηφιότητές τους σε οσκαρικές κατηγορίες ρόλων: ο Κίλιαν Μέρφι για πρώτο ανδρικό, η Έμιλι Μπλαντ για (μάλλον) δεύτερο γυναικείο και ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ για δεύτερο ανδρικό.
Δύο μικρά πταίσματα μπορούν να εντοπιστούν στο «Οπενχάιμερ». Αρχικά, η διάρκεια. Ο Νόλαν έχει μια σταθερή αντίληψη έναντι του «size matters» και πάσχει στο μέτρο του να ζυγίζει τον όγκο του υλικού του, θεωρώντας ότι αυτό ταυτίζεται ιδανικά με το μεγαλομανές. Στο πρώτο δίωρο του φιλμ γίνεται αισθητό το πόσο πλατειάζει το έργο, αλλά στο τρίτο μέρος, απλά, το βουλώνεις! Δεύτερο και πιο ουσιώδες ζήτημα: όπως και ο εσωτερικός κόσμος του χαρακτήρα του Οπενχάιμερ παραμένει ένα «άλυτο» μυστικό της ταινίας, έτσι και ο Νόλαν κρύβεται πίσω από τον ήρωά του και δεν εξομολογείται, ούτε και επιχειρεί μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητάς του. Και οι δύο άνδρες ναρκισσεύονται εγωιστικά ως παντοτινές ευφυίες της Ιστορίας, κρατώντας τα στόματά τους κλειστά, σαν ένα σημαντικό αίνιγμα του σύμπαντος που, απλά, έτσι γεννήθηκε (κι έτσι ήταν προδιαγεγραμμένες οι πορείες τους). Γι’ αυτό και το μεγάλο «clue» του έργου βασίζεται σ’ έναν σύντομο διάλογο ανάμεσα στον Οπενχάιμερ και τον Αϊνστάιν, που μέχρι το φινάλε δεν φτάνει ποτέ στ’ αυτιά μας, αποτελώντας την ευρηματική κατακλείδα του «Οπενχάιμερ». Είναι ένας «γρίφος» για τον «man of the moment» και τα… βραβεία που εκείνος (θα) κατακτά στη συνέχεια του βίου του. Για τις συνέπειες της επιτυχίας. Είναι η στιγμή που ο Νόλαν θέλει να παρομοιάσει τον εαυτό του με έναν «μάρτυρα». Που κοιτά το μέλλον (του). Και διερωτάται. Ποιος ορίζει τη δόξα; Το «εγώ» ή οι άλλοι; Και ποιο από αυτά τα δύο μπορεί να είναι το πιο καταστροφικό ως συμπέρασμα;
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Η (κορυφαία) αξιολόγηση του φιλμ βασίζεται στο σκεπτικό της θεωρίας την οποία ανέπτυξα άνωθεν. Είμαι βέβαιος πως αν τύχαινε ποτέ να ρωτήσω τον Κρίστοφερ Νόλαν εάν ισχύει, θα την αρνιόταν. Πιθανότερα, λέγοντας ψέματα. Εγώ, από την άλλη, δεν μπορώ να πω ψέματα και να του στερήσω τον χαρακτηρισμό του δημιουργού μιας αριστουργηματικής ταινίας - κατασκευής, την οποία οφείλει να παρακολουθήσει κάθε άνθρωπος που σέβεται την Τέχνη. Και την Ιστορία. Ατυχώς, βέβαια, δεν γεννήθηκε όλος ο κόσμος με το «χάρισμα» της κριτικής επίγνωσης και της διανοητικής αντίληψης…
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Sold out η ΙΜΑΧ στη Θεσσαλονίκη για όλη την εβδομάδα... Διάβασα τώρα και την κριτική του Φραγκούλη και κάθομαι
σε αναμμένα κάρβουνα!