Στα 1969, τμήμα εφευρήματος του Αρχιμήδη γίνεται το μήλον της έριδος μεταξύ του Ιντιάνα Τζόουνς κι ενός φυγαδευμένου Ναζί. Όποιος βρει πρώτος το υπόλοιπο μισό, θα μπορεί… να ορίσει τον χρόνο και την Ιστορία!
Έχοντας δει (και λατρέψει) τους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού» (1981) στην εφηβική μου ηλικία (κινηματογράφος ΝΑΝΑ στη Βουλιαγμένης, διότι εμείς οι «παλαιοί» που σεβόμαστε το σινεμά, θυμόμαστε και που είχαμε παρακολουθήσει την κάθε ταινία για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη), τολμώ να πω ότι κανένα sequel δεν πλησίασε ποτέ το original. Βάζοντας τις ταινίες σε μια αξιολογική σειρά, η τρίτη του 1989, με το εξαιρετικό εύρημα του μπαμπά Σον Κόνερι, ήταν η μόνη που μπορεί και στέκεται ακόμη, με τη δεύτερη του 1984 (σχεδόν) να πλησιάζει έναν κάποιο μέσο όρο, αλλά τις δύο τελευταίες να πιάνουν πάτο. Γιατί, λοιπόν, να καταπιαστεί ο Τζορτζ Λούκας ξανά με τούτο το… αρκετά γερασμένο franchise, μετά την ισχυρή ήττα του 2008; Η απάντηση θεωρώ πως συντονίζεται ουσιαστικά με την αλλαγή ιδιοκτησίας και την «υιοθεσία» του Ιντιάνα Τζόουνς από το studio της Disney. Ένα πέμπτο φιλμ λανσάρει καλύτερα (και) την παρθενική εμφάνιση όλου του «πακέτου» του Ίντι στο… Disney+, χωρίς να ξεχνάμε τα επιπλέον κέρδη από οτιδήποτε σχετικό μπορεί να πουληθεί στα ομώνυμα theme parks της εταιρείας ανά τον κόσμο...
Η εισαγωγική (και αρκετά μεγάλη σε διάρκεια) σεκάνς του «Δίσκου του Πεπρωμένου» αποτελεί ένα είδος σοκαριστικής εμπειρίας, της οποίας η αποδοχή εξαρτάται από τον τρόπο που αντιλαμβάνεστε (υποκειμενικά πάντοτε) την ηθική των εικόνων. Η δράση τοποθετείται στην περίοδο της αποχώρησης των τρεπόμενων σε φυγή γερμανικών στρατευμάτων από διάφορες περιοχές της Ευρώπης, λίγο πριν την επίσημη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τους Ναζί να φορτώνουν αμύθητες περιουσίες σε τρένα, με προορισμό (κυρίως) το Βερολίνο (το «Τρένο» του Τζον Φρανκενχάιμερ από το 1964 είναι μία υπέροχη ταινία με αυτό το θέμα). Ανάμεσα στα φορτία συμπεριλαμβάνονται και αρχαιολογικοί θησαυροί, άρα η εμφάνιση του Ίντι δεν εκπλήσσει κανέναν. Η εμφάνιση του… σημερινού Χάρισον Φορντ πίσω στο 1944, όμως;
Μπορεί η τεχνολογία να εξελίσσεται με καλπάζοντα ρυθμό, ακόμη και από το 2019 μέχρι σήμερα, με το εφέ του «de-aging» των πρωταγωνιστών του σκορσεζικού «Ιρλανδού» να μοιάζει ήδη με… κακή φάρσα, αυτό όμως δεν δύναται να προσφέρει το δικαίωμα της «άφεσης αμαρτιών» στο ξεφτιλίκι που υφίσταται ο λαοφιλής ήρωας (και ο star, ταυτόχρονα), παρουσιάζοντας έναν Ίντι / Φορντ που περισσότερο μοιάζει με CGI καρικατούρα παρά με άνθρωπο! Να το πω και διαφορετικά; Στο «Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει» (2015), δεχθήκαμε την επιστροφή του Χαν Σόλο επειδή συμβάδιζε με το πέρασμα του χρόνου και αυτό ακριβώς ήταν που προκαλούσε μια ειλικρινή συγκίνηση στους θεατές οι οποίοι είχαν ζήσει την original τριλογία από… «γεννησιμιού» τους στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τότε είχα αρνηθεί να βάλω «αστεράκια» στο φιλμ, διότι αισθανόμουν πως δεν ήταν δυνατόν να αξιολογήσω τις… παιδικές μου αναμνήσεις, όντας ένας ενήλικας που έβαζε τα κλάματα μπροστά στη μεγάλη οθόνη εξαιτίας ακριβώς αυτού του φορτίου του χρόνου. Στον «Δίσκο του Πεπρωμένου», όμως, το θέαμα της ψηφιακής «αντι-γήρανσης» του Ίντι προκαλεί μονάχα ψυχρότητα και αμηχανία. Κανένα συναίσθημα.
Ακριβώς όπως και ο Ίντι θυμίζει (#diplhs) «ρέπλικα» του εαυτού του στην εισαγωγική σεκάνς, έτσι και ολόκληρη η ταινία μοιάζει με ένα ξεψυχισμένο και σαν από αγγαρεία φτιαγμένο «homage», ένα copy / paste από πράγματα που έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν των «Ιντιάνα Τζόουνς» movies και από άλλα έργα αυτής της τυπολογίας, τα οποία επαναλαμβάνονται δίχως ρυθμό και χορταστική ανάπτυξη πλοκής, με το φιλμ να φέρει τέσσερις υπογραφές σεναριογράφων! Γιατί; Ανάμεσα σε πραγματικά συνηθισμένες και εντελώς προβλέψιμες σκηνές δράσης, υπάρχουν μονάχα οι «συνδετικοί κρίκοι» του κάθε επόμενου… location, όπως μας έχει διδάξει το genre των περιπετειών με «κυνήγι θησαυρού», στο οποίο το ένα clue οδηγεί στο επόμενο, ξεχνώντας ότι κάπου εκεί, ανάμεσα, οφείλεται να υπάρχει ιστορία και δυο-τρεις χαρακτήρες. Το πρώτο εδώ είναι για γέλια, ενώ πέραν του Ίντι… κανένα άλλο πρόσωπο δεν ξεφεύγει της «χάρτινης» προέλευσής του, ειδικά στην περίπτωση της πρωτοεμφανιζόμενης στο franchise παρτενέρ του, Χελένα (κόρη παλιού συνεργάτη του), με την Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ να κυκλοφορεί βαριεστημένα και απολύτως αναξιοποίητη, πετώντας σκαμπρόζικα χαμογελάκια - σήμα κατατεθέν της από την τηλεοπτική σειρά του «Fleabag» (που δικαίως την ανέδειξε). Εάν οι παραγωγοί ορέγονται ένα spin-off με δαύτη, καλά θα κάνουν να στρώσουν κώλο και να γράψουν κάτι πραγματικά καινούργιο, ευφάνταστο και ευφυές, αντί αυτής της φορμουλαϊκής μπούρδας!
Σε μια τυπικά στείρα από έμπνευση σκηνή καταδίωξης στο Μαρόκο (αν θυμάμαι καλά, διότι τα «files» του φιλμ περνούν ήδη από τη διαδικασία του delete…), όπου αν πέταγες μέσα και κάνα δεινόσαυρο θα νόμιζες ότι παρακολουθείς το περσινό «Jurassic World: Κυριαρχία» (!), ομολογώ πως άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου και ν’ αλλάζω πλευρό και στάση στο κάθισμα. Υπάρχει κάτι χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί σε υπερπαραγωγή ψυχαγωγικού περιεχομένου; Ανακάμπτει κάπου με την αναζήτηση του τάφου του Αρχιμήδη το φιλμ (εδώ υπάρχει κι ένα «αναχρονιστικό» αστείο που θα δώσει το «punchline» του αρκετά αργότερα, προκαλώντας πετυχημένα το γέλιο), όμως, η εισβολή στο… ελληνικό στοιχείο, αν και ξεκινά ευχάριστα, καταντά ολίγον τσίρκο. Παρά την προσωπική μου κρίση, πάντως, ενδέχεται να εκτιμηθεί από μερίδα φανατικών… «πατριωτών» (ένα target group που ή θα φέρει πολλά εισιτήρια στα ντόπια ταμεία ή θα αποδοκιμάσει, σε περίπτωση που υπάρχει μυαλό για ν’ αντιληφθεί τη φαρσικότητα του πράγματος)!
Εν πολλοίς, ο «Δίσκος του Πεπρωμένου» περιέχει λιγοστές στιγμές έκλαμψης, όμως, στο πλαίσιο του franchise δεν καταφέρνει να προσδώσει την απαιτούμενη… memorabilia αγάπη και υλικό το οποίο θα «θρέψει» μνήμες, ακόμη κι όταν η Κάρεν Άλεν κάνει μια ύστατη προσπάθεια να εκβιάσει το συναίσθημα με την παρουσία της. Μονάχα «εκσυγχρονίζει» τις γνωστές «ταμπέλες» της εποχής μας, σπρώχνοντας (με το ζόρι) μια θηλυκή παρτενέρ (που όμως δεν είναι romantic lead διότι… σεξισμός, άσε που τη θέλουμε και αρκετά νεαρότερη, μπας κι αρέσει στο κοινό και φτουρήσει το spin-off), μια μαύρη πρακτόρισσα, μέχρι και «χαριτωμενιές» pop κουλτούρας στην ηχητική μπάντα (από Beatles μέχρι Ντέιβιντ Μπόουι). Για να έχουν να λένε κάτι και στα social. Για κινηματογράφο, πάλι, το έργο δεν «λέει» και ούτε πρόκειται να πει ποτέ κάτι. Ο Ιντιάνα Τζόουνς είναι μια παρωδία του εαυτού του, ψηφιακά πλαστή ή ρεαλιστικά γεροντική (σε βαθμό οριστικής απόσυρσης), δίχως ισορροπία, με τα trademarks του (το καπέλο και το μαστίγιο) να φιγουράρουν αδιάκοπα, ως κυρίως υπενθύμιση του τι παρακολουθείς και ποιος είναι ο ήρωας που πρωταγωνιστεί…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Άσκοπα μεγάλη διάρκεια (ειδικά στα θερινά σινεμά θα δημιουργήσει αυτονόητα προβλήματα…), πατρόν πλοκής και δράσης που δεν τιμά το όνομα του ήρωα, κάποιες σκόρπιες στιγμές διασκέδασης, αλλά όχι κάτι αξιομνημόνευτο. Όσοι (οι περισσότεροι, δηλαδή) είχαν απογοητευτεί με τη συνέχεια του 2008, θα νιώσουν κι εδώ παρόμοια συναισθήματα. Κρίμα για τον Χάρισον Φορντ, να «τσαλακώνει» (με την κακή έννοια) με τέτοιο τρόπο έναν κινηματογραφικό μύθο που αποχαιρετά οριστικά. Προϊόν ταμειακής εκμετάλλευσης, περιορισμένου χρόνου ζωής.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Τοσο χαλια ρε παιδια; Ουτε ενα θετικο η ταινια; Τοσο ξεφτιλες αυτοι που την εφτιαξαν δηλαδη; Να μην παμε καν;
Τρία στα πέντε του έδωσε. Έχει δώσει και χειρότερες βαθμολογίες σε καλύτερες ταινίες.
Στα 10 είναι η βαθμολογία.