Τρεις άνδρες (ένας 20χρονος παίκτης βιντεοπαιχνιδιού προσομοίωσης, ένας πρώην επαγγελματίας οδηγός αγώνων ταχύτητας κι ένας ιδεαλιστής «παράγοντας» του μηχανοκίνητου αθλητισμού) θα ρισκάρουν τα πάντα για να διακριθούν στο πιο ευγενές άθλημα στον κόσμο: τους αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων.
Από τα πρώτα κιόλας πλάνα γινόμαστε γνώστες δύο πραγμάτων: α) ότι προϋπήρχε της ταινίας ένα βιντεοπαιχνίδι προσομοίωσης αγώνων ταχύτητας, το οποίο, ναι, σωστά έχετε καταλάβει, λέγεται «Gran Turismo», και β) ότι η υπόθεσή της βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία. Πρόκειται για δύο πληροφορίες απολύτως απαραίτητες για τον θεατή, προκειμένου να νοηματοδοτήσει όσα θα παρακολουθήσει, όπως ακριβώς τους αρμόζει.
Το «Gran Turismo», λοιπόν, έκανε την εμφάνισή του το 1997, μετά από λεπτομερή σχεδιασμό, που διήρκεσε σχεδόν πέντε χρόνια και, σήμερα, δυόμιση δεκαετίες αργότερα, θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες σειρές βιντεοπαιχνιδιών στον κόσμο. Σειρές, διότι σε τακτά χρονικά διαστήματα η PlayStation (θυγατρική της SONY και παραγωγού εταιρείας της ταινίας) ανανέωνε το προϊόν της, εμπλουτίζοντάς το με καινούργια αυτοκίνητα. Σκοπός του παιχνιδιού είναι ο παίκτης να μπει σ’ ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο, να καθίσει στη θέση του οδηγού και να πάρει μέρος σ’ έναν αγώνα ταχύτητας. Δηλαδή, να τρέχει μ’ αυτό σε κάποια από τις γνωστές πίστες του κόσμου, διεκδικώντας μία από τις τρεις πρώτες θέσεις.
Χρόνια πριν, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, στη θέση αυτή βρισκόταν συχνά-πυκνά ο Τζαν Μαρτένμπορο, ένας νεαρός Βρετανός από το Κάρντιφ, ταπεινής καταγωγής, λάτρης των αγώνων ταχύτητας. Εξπέρ του βιντεοπαιχνιδιού, έλαβε μέρος στον διαγωνισμό που διοργάνωσε η ιαπωνική εταιρεία Nissan (κατασκευαστική των διάσημων αυτοκινήτων) και πρώτευσε! Η νίκη του αυτή τον οδήγησε στην Ακαδημία Gran Turismo, ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης παικτών του βιντεοπαιχνιδιού, στους οποίους δινόταν η δυνατότητα να κάνουν καριέρα ως «πραγματικοί» οδηγοί αγώνων ταχύτητας. Κάτι που ο Μαρτένμπορο κατάφερε μετά την κατάκτηση της τέταρτης θέσης στην πίστα του Ντουμπάι, κερδίζοντας έτσι ένα συμβόλαιο με τη Nissan, στην ομάδα της οποίας εντάχθηκε ως ο νεαρότερος (και, κατά πολλούς επαγγελματίες, ο πιο «άπειρος») οδηγός.
Στο πλευρό του είχε δύο άνδρες. Ο ένας ήταν ο Τζακ Σόλτερ, ο άλλος ο Ντάνι Μουρ. Ο δεύτερος ήταν ένας ιδεαλιστής Διευθυντής του τμήματος πωλήσεων της Nissan, που είχε συλλάβει την ιδέα να βάλει στη θέση του οδηγού ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου έναν εξπέρ του βιντεοπαιχνιδιού «Gran Turismo», και η ιδέα του αυτή είχε γίνει αποδεκτή από τη διοίκηση της εταιρείας. Ο πρώτος ήταν ένας πρώην επαγγελματίας οδηγός αγώνων, που είχε εγκαταλείψει τις πίστες μετά από ένα τραγικό δυστύχημα, τις ψυχολογικές συνέπειες του οποίου δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει.
Τα τρία αυτά πρόσωπα (ο 20άχρονος Μαρτένμπορο κυρίως, που σήμερα, στα 32 του, είναι ένας από τους πιο απρόσμενους επιτυχημένους επαγγελματίες οδηγούς του μηχανοκίνητου αθλητισμού), είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Και ο μύθος της είναι η «αληθινή ιστορία» του ξεκινήματος της καριέρας του Μαρτένμπορο. Μία ιστορία που ο Τζέισον Χολ και ο Ζακ Μπέιλιν, οι δύο σεναριογράφοι της, την πραγματεύονται με όλα εκείνα τα δραματουργικά τερτίπια που χρησιμοποιούσαν οι δραματικές τηλεταινίες του παρελθόντος - εκείνες που λάνσαραν στην αρχή και στη συνέχεια επέβαλαν την ειδική κατηγορία των βασισμένων σε αληθινή ιστορία TV movies.
Στην εν λόγω ιστορία έχουμε ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Αρχικά το όνειρο του Μουρ, η ιδέα του οποίου τυγχάνει της αποδοχής των στελεχών της εταιρείας του την τελευταία στιγμή. Και, στη συνέχεια, το όνειρο του Μαρτένμπορο, που οδηγείται σιγά-σιγά στην πραγμάτωση, πάντα την… τελευταία στιγμή. Κυριολεκτικά! Στο παρά ένα αποφεύγει τη σύλληψη από την Αστυνομία, στο τσακ προλαβαίνει τη συμμετοχή στον βιντεο-αγώνα επιλογής των παικτών, με διαφορά δευτερολέπτου αναδεικνύεται νικητής και αποφοιτά πρώτος από το πρόγραμμα εκπαίδευσης, λίγο πριν χαθεί οριστικά η ελπίδα καταφέρνει ν’ αποκτήσει την απαραίτητη άδεια συμμετοχής στους αγώνες αυτοκινήτων, κ.ο.κ. Που σημαίνει ότι ο θεατής κάθεται συνεχώς σε «αναμμένα κάρβουνα», παρόλο που ήδη γνωρίζει ότι όλα θα έχουν αίσιο και ευτυχές τέλος. Αυτό σημαίνει «αληθινή ιστορία», που στην περίπτωσή μας είναι μία ιστορία επιτυχίας, διαιώνισης του αρχετυπικού μύθου ότι όλοι μπορεί να αναδειχθούν επαγγελματικά στην κοινωνία μας, αρκεί να τους δοθεί η ευκαιρία ν’ αποδείξουν τι αξίζουν πραγματικά.
Έχουμε, όμως, και μία ιστορία συμφιλίωσης. Αρχικά στο πλαίσιο της οικογένειας - μιας διαφυλετικής οικογένειας (σεναριακά, το στοιχείο αυτό είναι σαν να μην υφίσταται), η κεφαλή της οποίας είναι ένας μαύρος εργάτης. Ο Μαρτένμπορο δεν έχει την αποδοχή των ανθρώπων του στενού του περιβάλλοντος. Ειδικά ο πατέρας του δεν πιστεύει καθόλου στο όραμά του και θεωρεί ότι ο γιος του χάνει άσκοπα την ώρα του με το παιχνίδι. Η στάση του αυτή θ’ αλλάξει αρκετά αργότερα. Θα ζητήσει, μάλιστα, και συγγνώμη από τον γιο του. Η δεύτερη συμφιλίωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της κοινωνικής εκείνης υπο-ομάδας, την οποία αποτελούν οι επαγγελματίες οδηγοί αγώνων ταχύτητας και οι συνεργάτες τους. Η υποδοχή του Μαρτένμπορο και η στάση τους απέναντί του είναι είτε φιλικά περιπαιχτική (το «νεούδι»), είτε απροκάλυπτα εχθρική. Θα μεταστραφεί προς το τέλος, όταν εκείνος θα έχει πια ενσωματωθεί στην «οικογένειά» τους ως αναμφισβήτητος νικητής. Δηλαδή, ως ένας απ’ αυτούς.
Για όσους ενδιαφέρονται, υπάρχει και η ιστορία αγάπης, αλλά ο ρόλος της είναι δευτερεύον. Πρωτεύον παντού και πάντοτε, ανά πάσα στιγμή, είναι ο αγώνας. Η ξέφρενη, με ιλιγγιώδη ταχύτητα κούρσα, πάνω σε μια διόλου φιλική πίστα, με ενδεχόμενες αντίξοες καιρικές συνθήκες, που απέχουν πολύ από την ασφάλεια του παίκτη ενός βιντεοπαιχνιδιού, και συχνά μπορούν να γίνουν εξαιρετικά επικίνδυνες. Στοιχεία που εκμεταλλεύεται σωστά η σκηνοθεσία.
Ο κινηματογράφος του Χόλιγουντ (και όχι μόνο) ανέκαθεν αγαπούσε τα γρήγορα αυτοκίνητα. Αρκεί να παγιδευτεί κανείς σ’ ένα μποτιλιάρισμα για να καταλάβει το γιατί. Ο οδηγός ενός γρήγορου αυτοκινήτου δεν… μπλοκάρεται. Θα βρει πάντα τρόπο να περάσει, ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο, κατεβαίνοντας σκαλοπάτια, μπαίνοντας σε τούνελ, ακόμα και παρασέρνοντας στο διάβα του τα άλλα αυτοκίνητα. Εδώ, όμως, δεν συντρέχει κανείς λόγος για τέτοια κόλπα. Τα αυτοκίνητά πιάνουν τα τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα, τρέχουν συχνά ξυστά το ένα δίπλα στο άλλο, κινδυνεύουν να «αγγιχτούν» κατά τα προσπεράσματα και να βρεθούν εκτός πίστας (στην καλύτερη περίπτωση), ψηλότερα απ’ αυτήν, αναστραμμένα, πριν αρχίσουν να στριφογυρίζουν και εκραγούν ή συντριβούν πάνω σε κάποιον από τους θεατές - φανατικούς λάτρεις των αγώνων (στη χειρότερη).
Πώς σκηνοθετείς κάτι τέτοιο; Πώς δείχνεις στον θεατή «με τι πραγματικά μοιάζει ένας αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων»; Για τους γηραιότερους, η ταινία αναφοράς είναι το «Γκραν Πρι» (1966). Ο Τζον Φρανκενχάιμερ την είχε γυρίσει σε φιλμ των 70 mm, τεμάχιζε τη σινεραμική οθόνη κι έκανε ευρεία χρήση των εναέριων λήψεων. Οι σκηνές των αγώνων μεταδίδουν στον θεατή τον «ίλιγγο» της οδήγησης, κορυφώνουν την αγωνία του, τον «καρφώνουν» στο κάθισμά του. Για τους νεότερους, το αντίστοιχό της θα είναι πλέον αυτή η ταινία. Η δουλειά του Νιλ Μπλόμκαμπ είναι… το κάτι άλλο! Είναι απαράμιλλη.
Μια ταινία που αντλεί την έμπνευσή της από (για να μην πω «στηρίζεται» σε) ένα βιντεοπαιχνίδι προσομοίωσης αγώνων ταχύτητας, δηλαδή σε κάτι που δίνει στον παίκτη του την αίσθηση ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και βιώνει την ορμή και την ένταση του οδηγού του και της συμμετοχής του στον αγώνα, πρέπει να προκαλεί στον θεατή της τα ίδια συναισθήματα. Και το «Gran Turismo» το κάνει. Όλα τα αυτοκίνητα είναι πραγματικά αγωνιστικά αυτοκίνητα (με τα μοντέλα της Nissan να κυριαρχούν), όλες οι σκηνές αγώνων είναι γυρισμένες σε φυσικούς χώρους (τις αγωνιστικές πίστες της Σλοβακίας, της Αυστρίας, του Ντουμπάι… με αποκορύφωμα το διάσημο Λε Μαν της Γαλλίας) και οι προβλεπόμενες λήψεις συνδυάζονται με απίθανα πλάνα από drones, σε «πτήσεις» τέτοιες ώστε να δίνουν την εντύπωση υποκειμενικών πλάνων. Και παρόλο που τα αυτοκίνητα τρέχουν πάνω σε μία πίστα, δηλαδή σ’ έναν εκ των πραγμάτων περιορισμένο χώρο, ο θεατής δεν καταλαβαίνει ότι κάνουν κύκλους. Το σημαντικότερο; Στιγμή δεν βαριέσαι.
Το «Gran Turismo» είναι μία δραματική ταινία - μία βιογραφία, αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς. Ωστόσο, χάρη στις απίθανες λήψεις της, το ιδεώδες μοντάζ της και τον ασυνήθιστα γρήγορο ρυθμό που μέσω αυτού προσδίδεται στις σκηνές των αγώνων, η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο. Βγαίνεις από την αίθουσα και έχεις την αίσθηση ότι είδες μία περιπέτεια. Κάτι σαν τους «Μαχητές των Δρόμων», αλλά χωρίς τις δικές τους απιθανότητες.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Αν είσαι φανατικός των αγώνων ταχύτητας, σίγουρα ναι. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, θα γνωρίζεις ήδη την ιστορία του Τζαν Μαρτένμπορο. Αν έχεις παίξει έστω και μια φορά το «Gran Turismo», και πάλι η απάντηση είναι ναι. Αν δεν σε ενδιαφέρουν οι αγώνες ταχύτητας και δεν γνωρίζεις το παιχνίδι, και πάλι, θα αισθανθείς τα ρίγη και τις ανατριχίλες του οδηγού ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου.
Του Δημήτρη Κολιοδήμου, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity