Όταν πρωτογνώρισε ο κόσμος την ιδέα του Nioh, ήταν πίσω στο μακρινό 2005 και τα τότε πλάνα αφορούσαν σε κυκλοφορία του για το PlayStation 3. Με ένα μικρό χρονικό άλμα -άλλωστε, ο χρόνος είναι σχετικός- περίπου 12 ετών, το Nioh κυκλοφόρησε στο PlayStation 4 τον Φεβρουάριο του 2017. Το δημιούργημα της Team Ninja απήλαυσε θερμή αποδοχή από το κοινό για το βάθος μηχανισμών, τη χρονική περίοδο κατά την οποία εκτυλίσσεται αλλά και την αισθητική του. Ήταν μια έξοχη προσπάθεια στο είδος, πλέον, των “Soulslike” και ένα εξίσου άξιο παιχνίδι σαμουράι, κάτι που ώθησε την Team Ninja στην κυκλοφορία ενός prequel μόλις τρία χρόνια αργότερα κι έτσι τον Φεβρουάριο του 2020 λάβαμε το Nioh 2. Παρομοίως, η δεύτερη προσπάθεια της Team Ninja στέφθηκε με επιτυχία και προτάθηκε για αρκετά βραβεία, μεταξύ άλλων για «Action Game της χρονιάς». Το πνεύμα του Ninja Gaiden αρνείται να αφήσει πίσω του την ιαπωνική εταιρεία κι αυτό αποτυπώθηκε στο νεότερο παιχνίδι, που βελτιώθηκε αισθητά ως προς τους μηχανισμούς και έδωσε πολλούς λόγους στους… «μαζοχιστές» να επιστρέψουν για άλλες πέντε ντουζίνες ωρών παιχνιδιού.
Φιλοξενείται ήδη κριτική για έκαστο παιχνίδι (Nioh, Nioh 2) και, για όσους θέλουν μια πλήρη γνώμη για αυτά τότε προτείνεται η ανάγνωση των αντίστοιχων κειμένων τους. Ο λόγος είναι πως το παρόν κείμενο θα ασχοληθεί περισσότερο με το The Nioh Collection ως πακέτο και πώς καταφέρνει να σταθεί στο «φρεσκότατο» PlayStation 5, ενώ ούτως ή άλλως η συλλογή δεν προσφέρει νέο υλικό κι απλώς συγκεντρώνει τα πάντα σε μια συσκευασία. Για αρχή, ας επικεντρωθούμε στο νεότερο παιχνίδι, το Nioh 2. Η “Complete Edition” που περιλαμβάνεται προσφέρει πρόσβαση στο βασικό παιχνίδι όπως και σε όλα τα πακέτα επιπλέον περιεχομένου που κυκλοφόρησαν για αυτό, τα σημαντικότερα εκ των οποίων είναι τα story DLC: The Tengu’s Disciple, Darkness in the Capital και The First Samurai. Η βασική πλοκή του παιχνιδιού έχει να κάνει με τον/την πρωταγωνιστή/-τρια που δημιουργεί ο παίκτης, που τυγχάνει να είναι ένα υβρίδιο ανθρώπου και yokai ή αλλιώς δαίμονα. Η ειρωνεία είναι πως, στη βάση του, το Nioh σαν σειρά παρουσιάζει τους δαίμονες ως εχθρούς κι έτσι δημιουργούνται αντικρουόμενα συναισθήματα όσον αφορά τον πρωταγωνιστή. Όχι και πολλά βέβαια, καθώς παρότι επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα σχεδόν κάθε πτυχή της πλοκής, είναι βουβός και περισσότερο θεατής στην ίδια του την ιστορία παρά πρωταγωνιστής.
Αυτά ξεχνιούνται εύκολα και γρήγορα, καθώς το σύστημα μάχης του παιχνιδιού είναι το βασικό του «ατού» και δεν το κρύβει. Με πληθώρα όπλων, τεχνικών και επιπλέον μηχανισμών, όπως μαγεία και δυνατότητα μετάλλαξης σε yokai, είναι ένα από τα βαθύτερα και πιο ελεύθερα σύνολα μηχανισμών παιχνιδιού ρόλου που μπορεί να βρει κανείς σήμερα σε ένα παιχνίδι δράσης – είτε το βλέπουμε καθαρά από άποψης πλήθους επιλογών είτε από το πόσο βαθιά φτάνουν οι ρίζες της κάθε επιλογής. Αποφεύγοντας έναν ανοιχτό κόσμο κάθε μορφής, το Nioh 2 έχει ξεκάθαρη δομή αποστολών -βασικών για την ιστορία και μη- τις οποίες ο παίκτης μπορεί να παίξει και να ξαναπαίξει για να μαζέψει χρήματα, εμπειρία ή εξοπλισμό και να βελτιώσει τον χαρακτήρα του. Με την προσθήκη των τριών πακέτων DLC, η ιστορία επεκτείνεται κατά πολλές ώρες και για κάποιον που πειραματίζεται διαρκώς με τις δυνατότητες του χαρακτήρα του δεν αποκλείεται να ασχοληθεί τριψήφιο αριθμό ωρών με όσα προσφέρει το παιχνίδι. Το άλλο μισό του πακέτου είναι το Nioh Remastered, μια βελτιωμένη έκδοση του πρώτου παιχνιδιού η οποία επίσης περιλαμβάνει τα πακέτα επιπλέον περιεχομένου που κυκλοφόρησαν για εκείνο, μαζί με τα τρία story DLC –Dragon of the North, Defiant Honor και Bloodshed’s End. Ως η αρχή της σειράς, δε διαφέρει πολύ στον βασικό του κορμό από το Nioh 2 – χαρακτηριστικά παραδείγματα η δομή των αποστολών, οι βασικοί μηχανισμοί και η παρόμοια χρονική περίοδος. Ωστόσο, το σενάριο είναι πιο συγκεντρωμένο και παρότι δεν κερδίζει Όσκαρ, έχει κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που όσοι αγαπούν την πραγματική ιστορία θα εκτιμήσουν. Στο επίκεντρο των γεγονότων είναι ο (Ιρλανδός, για κάποιο λόγο) William, βασισμένος στον θαλασσοπόρο William Adams που -στην πραγματικότητα- ήταν ο πρώτος Άγγλος έφτασε στην Ιαπωνία το έτος 1600. Έπειτα, έμεινε στη χώρα και συνέχισε τη ζωή του προτού γίνει ο πρώτος σαμουράι δίχως ιαπωνική καταγωγή.
Με τη σύντομη περιγραφή κάθε τίτλου να έχει φύγει από τη μέση, ας δούμε πώς αποδίδει το καθένα, γιατί ναι, υπάρχουν διαφορές στην απόδοση. Το Nioh διέθετε Performance Mode στο PlayStation 4 Pro, κάτι που του επέτρεπε να χαμηλώσει την ποιότητα εικόνας και εν συνεχεία να διπλασιάσει τον ρυθμό των καρέ, φτάνοντας δηλαδή στα 60fps. Όποιος έχει ασχοληθεί με το παιχνίδι στην εν λόγω κονσόλα, σίγουρα κατάλαβε πολύ εύκολα τη διαφορά μεταξύ Movie Mode (ποιότητα εικόνας, 30fps) και Performance Mode (απόδοση, 60fps) και πόσο σημαντικό είναι να έχει αμεσότητα και ομαλότητα στις κινήσεις του. Δεν είναι αργό παιχνίδι το Nioh, σε καμία των περιπτώσεων, καθώς ακόμη κι αν ο παίκτης επιλέξει να χειρίζεται ένα αργό όμως ισχυρό όπλο δε σημαίνει ότι οι αντίπαλοί του θα κάνουν το ίδιο ή ότι δεν απαιτούνται κινήσεις αποφυγής κλπ. Με το Nioh Remastered, τα 60fps γίνονται πλέον το στάνταρ σε δύο από τις τρεις επιλογές γραφικών/απόδοσης που προσφέρονται: 4K Mode, PS5 Standard Mode και 120Hz Mode. Το 4K Mode προσφέρει ανάλυση 4K με σταθερά 60fps, ουσιαστικά συνδυάζοντας τα Movie Mode και Performance Mode του PS4 Pro. Μετά, το PS5 Standard Mode παρέχει δυναμική ανάλυση έως και 4K με σταθερά 60fps, όμως αυξάνει την ποιότητα των γραφικών – σκιές και draw distance, ενώ η ανώτερη ανάλυση βοηθάει τις λεπτομέρειες στα μοντέλα χαρακτήρων και τον κόσμο γενικότερα. Τέλος, το 120Hz Mode χαμηλώνει την ανάλυση και την ποιότητα των γραφικών (αδιευκρίνιστο το πόσο, όμως παίζοντας το Nioh μέσω backwards compatibility σε PS5, δείχνει ανώτερη από του Performance Mode στο PS4 Pro) και εστιάζει στα καρέ ανά δευτερόλεπτο, με 120fps που συνεπάγεται ακόμη και τέσσερις φορές επάνω για όσους έπαιζαν σε απλή κονσόλα PS4 ή σε Movie Mode.
Το PlayStation 5 δεν υποστηρίζει (ακόμη) Variable Refresh Rate, που σημαίνει ότι οι απότομες πτώσεις καρέ μπορούν να γίνουν αισθητές. Τα πολύ καλά νέα είναι πως σε οποιοδήποτε mode από τα παραπάνω, δεν φάνηκε να υπάρχει κάποια πτώση – είτε 60 είτε 120, τα καρέ φαίνονται πολύ σταθερά. Οποιοσδήποτε μπορεί να το αξιοποιήσει, τότε προτείνεται να παίξει σε 120Hz Mode, καθαρά διότι είναι σκέτη απόλαυση η πόσο ομαλή είναι η δράση και είναι εμφανές το πόσο επωφελούνται τέτοιου είδους παιχνίδια από υψηλό ρυθμό ανανέωσης. Η όποια «θυσία» σε ανάλυση και ποιότητα γραφικών έρχεται δεύτερη. Φυσικά, τα 60fps είναι εξίσου καλή επιλογή και το PS5 Standard Mode μάλλον θα είναι το προτιμότερο, λόγω της συνολικής ποιότητας γραφικών. Ούτως ή άλλως, δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη πτώση στην ανάλυση ενώ τα βελτιωμένα γραφικά γίνονται αντιληπτά ευκολότερα σε περισσότερες περιπτώσεις.
Στην πλευρά του Nioh 2, υπάρχουν οι ίδιες επιλογές ρυθμίσεων γραφικών με τις ίδιες ιδιαιτερότητες, όμως καθότι ανώτερο ποιοτικά συγκριτικά με τον προκάτοχό του, υπάρχουν κάποια θέματα που δεν κρύβονται εύκολα. Καταρχάς, η έλλειψη υποστήριξης VRR φαίνεται ίσως κι από την πρώτη μάχη σε 120Hz Mode, με τα σκαμπανεβάσματα στον ρυθμό των καρέ να γίνονται τουλάχιστον ενοχλητικά αν όχι προβληματικά, μιας και ένας τόσος δα λάθος υπολογισμός μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο. Ακόμη χειρότερα, ούτε τα modes των 60fps είναι χωρίς παρόμοια προβλήματα, αλλά τουλάχιστον η κατάσταση εκεί είναι πολύ σταθερότερη. Οπότε δημιουργείται η εξής απορία: πώς κατάφερε η Team Ninja να δημιουργήσει βελτιωμένα ports για μια πολλαπλάσια ισχυρότερη κονσόλα (συγκριτικά με τα PS4/PS4 Pro), δύο παιχνιδιών που δεν ήταν και εκ των πιο προηγμένων στον τομέα των γραφικών, και να αντιμετωπίζονται θέματα ακόμη και στα 60fps; Ίσως η λύση είναι 1-2 updates μακριά, ίσως ακόμη το πολυπόθητο update που θα φέρει το Variable Refresh Rate στα PlayStation 5 να μην απέχει πολύ, όμως δεν θα έπρεπε η συλλογή να κυκλοφορήσει έτσι εξ αρχής. Το PS5 Standard Mode παραμένει η προτιμότερη επιλογή, όμως είναι αμαρτία να υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης του 120Hz Mode και το παιχνίδι να μην μπορεί να ανταποκριθεί για οποιοδήποτε λόγο.
Επιπλέον, μια παράξενη σχεδιαστική επιλογή επαναλαμβάνεται, όμως φαίνεται πως αποτελεί περισσότερο απόρροια του πώς λειτουργεί το σύστημα της Sony παρά μια συνειδητή επιλογή από τους δημιουργούς του Nioh. Κάποιος παίκτης που έχει ξεκινήσει οποιοδήποτε από τα δύο παιχνίδια σε κονσόλα PS4 μπορεί να μεταφέρει το save file του στο PS5 και να συνεχίσει στην αντίστοιχη remastered έκδοση. Βέβαια, το cloud του PlayStation Plus δεν συμπεριλαμβάνεται στην εξίσωση ούτε και η δυνατότητα ανάγνωσης του save file από τον σκληρό δίσκο. Ο μόνος τρόπος να γίνει η μεταφορά του αρχείου είναι μέσω της αντίστοιχης έκδοσης για PS4, μέσα από μια ειδική επιλογή “upload” στο κεντρικό μενού, οπότε ύστερα μέσω της επιλογής “download” στο PS5 να κατέβει και να ενσωματωθεί το save file. Αν, για παράδειγμα, κάποιος είχε σε φυσική μορφή το Nioh για PS4 και το πούλησε, τότε πρακτικά δεν μπορεί να αξιοποιήσει το save file του ακόμη κι αν το είχε ανεβάσει στο cloud του PS+. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για το Marvel’s Spider-Man Remastered, οπότε μάλλον έχει να κάνει περισσότερο με το backwards compatibility σαν λειτουργία κι όχι με τον εκάστοτε τίτλο. Κάτοχοι του Nioh 2 στο PS4 μπορούν να αναβαθμίσουν δωρεάν στην αντίστοιχη έκδοση, και όποια DLC έχουν αγοραστεί θα τους ακολουθήσουν επίσης στη νέα κονσόλα. Για το Nioh, δεν υπάρχει δωρεάν αναβάθμιση και ο μόνος τρόπος να το αποκτήσει κανείς είναι μέσω της συλλογής είτε ξεχωριστά σε ψηφιακή μορφή – όπως επίσης μπορεί οποιοσδήποτε να αποκτήσει και το Nioh 2 Remastered μόνο του σε ψηφιακή μορφή. Οι συλλέκτες και όσοι δεν προτιμούν ψηφιακές εκδόσεις παιχνιδιών έχουν έναν επιπλέον λόγο να χαρούν, καθώς τα πάντα περιλαμβάνονται σε δύο δίσκους Blu-ray και δεν χρειάζεται οποιοδήποτε download πέραν των όποιων updates.
Εν κατακλείδι, σε ποιον απευθύνεται το The Nioh Collection; Σίγουρα, σε όσους δεν έχουν παίξει κανένα παιχνίδι ή έχουν ασχοληθεί με ένα από τα δύο. Είναι μια φανταστική, υπέρ-πλήρης συλλογή που περιλαμβάνει όχι μόνο δύο από τα πιο ενδιαφέροντα παιχνίδια δράσης των τελευταίων ετών, αλλά και κάθε επιπλέον κομμάτι περιεχομένου που κυκλοφόρησε για αυτά. Ουσιαστικά, θα απασχολήσει τον μέσο παίκτη για περίπου 70-80 ώρες (ως πακέτο) και για όποιον βυθιστεί στην μαγευτική Ιαπωνία του 16ου-17ου αιώνα, ακόμη και τις διπλάσιες. Για όποιον έχει στην κατοχή του και τα δύο παιχνίδια, μπορεί κάλλιστα να προσπεράσει τη συλλογή και να τα παίξει μέσω backwards compatibility, ειδικά αν δεν διαθέτει τηλεόραση με ρυθμό ανανέωσης 120Hz – εκτός κι αν θέλει να κατακτήσει από το μηδέν δύο μεγάλες λίστες με Trophies ή αν δεν είχε ποτέ αποκτήσει τα DLC. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα πολύ συμφέρον πακέτο όμως με αναιμικές βελτιώσεις για τη νέα κονσόλα.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity