Μετά από αυτήν την πληροφοριακή παράκαμψη, είναι ώρα να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα. Το DriveClub VR είναι κατά βάση το ίδιο με το πρωτότυπο. Οι τοποθεσίες είναι ίδιες και οι διαδρομές οι γνωστές, με εξαίρεση την προσθήκη ορισμένων σε αστικό περιβάλλον που έφτασαν και στο πρωτότυπο χωρίς χρέωση. Άρα, σε επίπεδο περιεχομένου, οι μόνες διαφορές που παραμένουν είναι το mode που επιτρέπει τις απλές βόλτες στις διαθέσιμες τοποθεσίες, τη δυνατότητα να παρατηρήσει ο παίκτης κάθε αυτοκίνητο από διάφορες γωνίες, εκτός και εντός αυτού, και, τελικά, την επιλογή να μπει κάποιος στη θέση του συνοδηγού σε οποιοδήποτε replay. Παρά την ομοιότητα, τίποτα δεν μεταφέρεται από το πρωτότυπο παιχνίδι. Ούτε τα clubs, ούτε τα αυτοκίνητα που έχει ξεκλειδώσει ο καθένας, τίποτα απολύτως.
Οι μηχανισμοί παραμένουν ως είχαν, δηλαδή στην απείρως βελτιωμένη τους μορφή σε σχέση με την πρώτη εντύπωση από το λανσάρισμα του αρχικού τίτλου, άρα σε μια καλή ισορροπία μεταξύ arcade και simulation.
Όλα ξεκινούν από το μηδέν, γεγονός που, αυτονόητα, δεν θα απασχολήσει εκείνους που δεν άγγιξαν ποτέ τον αρχικό τίτλο, θα γεννήσει μερικές δυσάρεστες σκέψεις για τους υπολοίπους όμως. Όλα λοιπόν κρίνονται στο VR. Αναμενόμενα ο τεχνικός τομέας είναι πολύ πιο φτωχός εδώ, αφού πρέπει να είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή ο περίγυρος και η κάμερα ελεύθερη όσο και η κίνηση της κεφαλής. Το pop in κάνει αισθητή την παρουσίαση του, το περιβάλλον είναι σημαντικά απλοποιημένο, δεν υπάρχουν δυναμικές καιρικές συνθήκες και ο φωτισμός είναι παράξενα μουντός ασχέτως της ώρας της ημέρας στην οποία λαμβάνει χώρα ο αγώνας ή απλά η βόλτα. Μπορούμε να παίξουμε με την κάμερα έξω από το αυτοκίνητο, αλλά, για VR πρόκειται, το λογικό είναι να κάνουμε ένα μπάσιμο στο αυτοκίνητο.Στη θέση του οδηγού αρχίζουν και εξηγούνται διάφορα. Είναι μοναδική η αίσθηση που μένει από την απλή σκέψη ότι μπορούμε να προσαρμόσουμε το ύψος του καθίσματος για να έχουν την ορατότητα που προτιμούμε. Οι ματιές στους καθρέπτες δίνουν άλλη αίσθηση του χώρου και αντίληψη κάθε κατάστασης. Ενώ οι ματιές στο εσωτερικό κάθε αυτοκινήτου αποκαλύπτουν πιστότητα από τη μία, κι άλλους περιορισμούς από την άλλη. Τα textures, σε συνδυασμό με την ανάλυση του PS VR, καταλήγουν σε ένα κάποιο θόλωμα. Αυτό το υπομένει βέβαια κανείς, το θεωρεί απαραίτητη θυσία ίσως. Ή μήπως όχι; Το αποτέλεσμα είναι τέτοιο που οι ενδείξεις στο ταμπλό είναι κάθε άλλο παρά ευανάγνωστες. Στο κέντρο του ταμπλό υπάρχει μια μεγαλούτσικη οθόνη με μερικά στοιχεία που διαβάζονται λίγο πιο εύκολα. Μονίμως όμως η “συνεννόηση” με οπτικά ερεθίσματα από το εσωτερικό του αυτοκινήτου αφήνει την εντύπωση ότι δεν φτάνει στο επίπεδο που πρέπει, σίγουρα όχι εκείνο που θα επέτρεπε την απόλυτη προσήλωση στην οδήγηση. Όλα αυτά για να επιτευχθούν τα 60fps. Τα οποία άλλοτε είναι αρκετά, άλλοτε όχι. Όσο κοιτά κανείς ευθεία, τα πράγματα βαίνουν καλώς. Με το που σκεφτεί να κοιτάξει πλάγια όμως, που δεν είναι και παράξενο στο κάτω-κάτω της γραφής, αυξάνονται οι πιθανότητες για ναυτία. Και το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται στην οδήγηση είναι μια τέτοια περιπέτεια.
Οι μηχανισμοί παραμένουν ως είχαν, δηλαδή στην απείρως βελτιωμένη τους μορφή σε σχέση με την πρώτη εντύπωση από το λανσάρισμα του αρχικού τίτλου, άρα σε μια καλή ισορροπία μεταξύ arcade και simulation. Οπότε, σε βασικό επίπεδο, το ίδιο το racing, με χειριστήριο ή με τιμονιέρα, δεν είναι πρόβλημα.
Το VR όμως καταλήγει να είναι. Και άμεσα και έμμεσα. Διότι ο τεχνικός τομέας θυσιάζεται για απόδοση που…ζαλίζει, πραγματικά νέο περιεχόμενο δεν υφίσταται, συμβατότητα με saves, online modes και leaderboards του πρωτοτύπου δεν παρέχεται σε κανένα επίπεδο, ούτε όμως επιτυγχάνεται αποτέλεσμα που να μας αναγκάζει να σκεφτούμε ότι το DriveClub VR είναι, με κάποιον τρόπο, ένα καλύτερο DriveClub. Απλά…είναι.
Απο τα παιχνιδια που δινουν νοημα στο VR γινεσαι ενα με το αμαξι και παρακολουθεις τους αντιπαλους απο τους καθρεφτες μετα απο λιγη ωρα ξεχνας οτι εισαι σε παιχνιδι και ειναι σα να οδηγεις κανονικο αμαξι
ειναι παντως υπευθηνο μερικες φορες για ζαλαδα και ναυτια λογω της οδηγησης και της ταχυτητας