Οι χήρες μιας συμμορίας ληστών αναγκάζονται να ακολουθήσουν τα χνάρια των συζύγων τους για να επιβιώσουν από τις θανάσιμες απειλές ενός δικτύου εγκληματικότητας, το οποίο καταλήγει στους δύο ισχυρότερους αντιπάλους των επερχόμενων εκλογών για το Δημοτικό Συμβούλιο του Σικάγου.
Σ’ αυτή τη ζωή ποτέ δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε συντρόφους που μας προδώσανε. Φίλους που μας «πούλησαν». Γονείς με επώνυμο βαρύ κι ασήκωτο, που πρέπει να το «επαληθεύσουμε» και να το συντηρήσουμε σαν αξία. Μια κοινωνία στην οποία πάντοτε θα χρωστάμε κι από κάτι. Τους πολιτικούς που ψηφίζουμε και κυβερνούν για το καλό… κάποιων άλλων. Και το «μαγαζάκι» ενός «Θεού» που, με την… ανώτερη σειρά του, μας κοστολογεί πάνω από το προσκεφάλι μας. Όχι. Δεν γίνεται να μείνουμε μόνοι μας. Όσο αναπνέουμε.
Οι ηρωίδες της καινούργιας ταινίας του Στιβ ΜακΚουίν δεν ήταν μόνες. Είχαν συζύγους. Τους βλέπουμε να πεθαίνουν στην αρχή του φιλμ, όταν η τελευταία τους ληστεία βγαίνει εντελώς εκτός σχεδίου και το βανάκι που χρησιμοποιούν για να αποδράσουν ανατινάζεται στον αέρα, κάτω από τα καταιγιστικά πυρά των αστυνομικών. Παράλληλα, ο ΜακΚουίν μας έκανε μια πρώτη σύσταση του οικογενειακού βίου του κάθε μέλους της συμμορίας, για να περάσουμε στις αντίστοιχες τελετές κηδειών, ενώ ήδη μας έχει κάνει και μια «παρένθεση» υποπλοκής, με δύο σκληρούς αντίπαλους των επερχόμενων εκλογών για το Δημοτικό Συμβούλιο του Σικάγου. Ο ένας είναι ο λευκός «διάδοχος» της μίζας που κατοικεί έξω από τις φτωχογειτονιές της πόλης, ο άλλος «το παιδί του λαού», ο μαύρος που αν και δεν είναι τόσο «καθαρός», (επίσης) επιδιώκει να εξαργυρώσει επιτέλους την πέραση που έχει στους δικούς του ανθρώπους.
Προφανέστατα, ο ΜακΚουίν ανοίγει πολλά μέτωπα στην αφήγησή του, αν και βασισμένος πάνω σε σενάριο σειράς (έξι επεισοδίων) της βρετανικής τηλεόρασης, η οποία έκανε πρεμιέρα (με μεγάλη επιτυχία) το 1983. Υπεύθυνη γι’ αυτήν, η Λίντα Λα Πλαντ, συγγραφέας και σεναριογράφος «λαϊκών» αστυνομικών ιστοριών, της οποίας ένα κάποιο «upgrade» επιχειρούν να κάνουν εδώ με τη διασκευή τους ο ΜακΚουίν μαζί με την (ωχ!) Τζίλιαν Φλιν (του «Κοριτσιού που Εξαφανίστηκε»). Το αποτέλεσμα εξελίσσεται σε επικό φιάσκο, καθώς η διάτρητη (από σφαίρες) βάση της πλοκής μπάζει και… εξαφανίζει χαρακτήρες με το έτσι θέλω, βρίθει τραγελαφικής ευκολίας στο καταστασιακό της και ολοκληρώνει σε κλίμα σαπουνόπερας με θηλυπρεπή / girl power απόδοση του σκορσεζικού crime σύμπαντος!
Στις «Χήρες», το μόνο πράγμα που αντέχει (μέχρι ενός σημείου) είναι η σχέση μεταξύ των γυναικών που συναντιούνται για να συστήσουν (λόγω ανωτέρας βίας) μια νέα, δική τους συμμορία και να εκδικηθούν τους άνδρες που τις έφεραν σε αυτή τη θέση (όχι εκ προθέσεως, από πλευράς των συζύγων, όμως αυτά έχει η εγκληματικότητα…). Αν και δεν ψυχογραφούνται πλήρως (μονάχα η Άλις της Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι βγάζει νόημα), στήνουν έναν ενδιαφέροντα σκελετό ιστορίας, που άπαξ και μπλέκει με το πολιτικό παρασκήνιο και τον κατώτερο μικρόκοσμο παρανομίας του Σικάγου (σε συνδυασμό αυτά, παρακαλώ!), μετατρέπει τα μέχρι πρότινος αδικαιολόγητα κενά του σεναρίου σε κανονικό αστείο. Το δράμα (#diplhs) κορυφώνεται με το σχέδιο της ληστείας που σκοπεύουν να φέρουν εις πέρας οι χήρες, το οποίο εμπεριέχει «ανατροπή» τόσο προκάτ που μου επέτρεψε να μαντέψω «ξαφνική» εμφάνιση χαρακτήρα επί της οθόνης με ακρίβεια προσέγγισης ελάχιστων δευτερολέπτων (μάλλον έχω εντρυφήσει δυναμικά στο… κωμικό timing)!
Το ποτήρι ξεχειλίζει με τη σεκάνς του flashback αστυνομικής βίας κατά μαύρου, αν και κάπου προς το τέλος οι χήρες του έργου μόνο την ικανότητα να… πετάξουν σαν superheroes δεν επιδεικνύουν, κάνοντάς σε να σαστίζεις με τη δημιουργική πορεία του σκηνοθέτη ΜακΚουίν, τον οποίο μάθαμε στο σινεμά με το «Hunger» (2008) και έκτοτε παρακολουθήσαμε να παίρνει την κατιούσα, με μια φιλμογραφία η οποία επένδυσε πρωτίστως στο «shock value». Αλλοπρόσαλλη, μισαλλόδοξη και δίχως χαρακτήρα. Ακριβώς όσο ρηχές και επιφανειακές είναι στην πραγματικότητα τούτες εδώ οι «Χήρες»…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Mainstream «ευκολάκι» γενικής κατανάλωσης με εγκληματικό background και φτηνιάρικες βάσεις που μπορούν να προσφέρουν ψυχαγωγία, το φιλμ του Στιβ ΜακΚουίν θέλει να πει και να σχολιάσει πολύ περισσότερα από όσα αντέχει να αφηγηθεί το σενάριό του. Το εγχείρημα καταρρέει σε βαθμό αστειότητας μέχρι το φινάλε, αλλά οι (διαχρονικά) μαθημένοι σε απλοϊκές αστυνομικές σειράς της TV δεν θα ταλαιπωρηθούν ιδιαιτέρως, αφού τώρα με το Netflix έχουν συνηθίσει να παρακολουθούν τέτοια προϊόντα… με τις ώρες, σερί. Όσο για τις φήμες περί «οσκαρικού» τίτλου, κρίμα το marketing. Αν, πάλι, φτάσει μέχρι εκεί, στο marketing θα το οφείλει και μόνο…
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity