Σκέψου την καθημερινότητά σου. Ξυπνάς. Σηκώνεσαι από το κρεβάτι. Πας στην τουαλέτα, κάνεις την ανάγκη σου, τραβάς το καζανάκι, πλένεσαι. Πας στην κουζίνα, φτιάχνεις ένα γρήγορο πρωινό με πράγματα που βρίσκεις στο ψυγείο ή σε ντουλάπια. Βάζεις ν’ ακούσεις ειδήσεις από το ραδιόφωνο ή παίζεις μουσική από όποια συσκευή προτιμάς. Μιλάς στο τηλέφωνο, κάνεις το μπάνιο σου (τραγουδώντας ή όχι), παίζεις κανένα παιχνιδάκι online, τσεκάρεις τα social, τα μηνύματά σου, ντύνεσαι, κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου, χρησιμοποιείς ένα ασανσέρ για να βγεις από το κτήριο, καλείς ένα TAXI ή οδηγείς το αμάξι σου / τη μηχανή σου και μπορείς να ξεκινήσεις πραγματικά τη μέρα σου. Στο σύμπαν της ταινίας του Τζον Κραζίνσκι, οτιδήποτε από όλα αυτά παρήγαγε τον όποιο (φυσικό του) θόρυβο θα κόστιζε… τη ζωή σου. Κυριολεκτικά!
Λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη, η οικογένεια των Άμποτ προσπαθεί να επιζήσει σε ένα περιβάλλον… απόλυτης ησυχίας και αδιευκρίνιστων αιτιών πλήρους εγκατάλειψης. Λες και μια επιδημία «θέρισε» τον πληθυσμό ή μια μεγάλη καταστροφή άφησε πίσω της ελάχιστους ανθρώπους. Τίποτα μηχανικό δεν λειτουργεί. Γιατί κάνει θόρυβο! Και ο παραμικρός θόρυβος φέρνει… «εκείνα». Άπαξ και σε βρουν «εκείνα», πριν προλάβεις να αντιδράσεις ή να κουνηθείς ακόμη, έχεις πεθάνει. Η ταινία μάς το κάνει σαφές από την πρώτη σεκάνς, με την επίσκεψη σε ένα έρημο supermarket. Ούτε καν η ομιλία δεν επιτρέπεται μεταξύ των μελών της οικογένειας! Ο λόγος αποτελεί ένα είδος θορύβου κι αυτός. Ενίοτε με τη νοηματική, άλλες φορές ψιθυριστά, οι Άμποτ είναι έτοιμοι να βγουν από το κατάστημα, έχοντας ρισκάρει ουκ ολίγες φορές να… ακουστούν. Ειδικά εξαιτίας του μικρότερου γιου της οικογένειας, ο οποίος θέλει να πάρει μαζί του έναν πύραυλο. Ένα παιχνίδι που δουλεύει με μπαταρίες και… κάνει θόρυβο. Ο πατέρας δεν αφήνει το παιδί να πάρει το παιχνίδι, όμως η μεγαλύτερη από τα αδέλφια του κάνει… το λάθος να του το επιτρέψει στα κρυφά, χωρίς να έχει φροντίσει από πριν να βγάλει τις μπαταρίες του. Καθώς περπατούν στην εξοχή, με προορισμό το καταφύγιό τους, επάνω σε ένα στρωμένο μονοπάτι που δεν επιτρέπει να ακούγεται η κίνησή τους ούτε κι από τις γυμνές τους πατούσες (!), το αγοράκι θα δοκιμάσει να παίξει με το καινούργιο του απόκτημα. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι το φινάλε της ταινίας, ακόμη κι εσύ θα το σκέφτεσαι πολύ πριν τολμήσεις να βγάλεις τσιμουδιά, να προκαλέσεις κάποιου είδους θόρυβο ή να… ουρλιάξεις μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα!
Αυτή είναι και η μεγάλη, ουσιαστική νίκη της ταινίας του Κραζίνσκι. Το να επεκτείνει τον τρόμο που βιώνουν οι χαρακτήρες πέρα από τα σύνορα της μεγάλης οθόνης με την πραγματικότητα. Το δικό σου υποσυνείδητο θα σου δίνει από νωρίς την «εντολή» να τηρείς κι εσύ την απαιτούμενη ησυχία που επιτρέπει στους Άμποτ να ζουν ακόμη, διαφορετικά θα μοιραστείς μαζί τους κάτι έντονο, επικίνδυνο και… θανάσιμα δυσάρεστο. Και για έναν ηθοποιό (γνωστή φάτσα Αμερικανού δευτεραγωνιστή) που σκηνοθετεί για δεύτερη φορά στη ζωή του, με genre αρκετά έξω από τα (ρομαντικά) «νερά» στα οποία τον έχουμε συνηθίσει, η επιτυχία της ταινίας φαντάζει πολύ μεγαλύτερη.
Για μιάμιση ώρα, στο πλευρό της Έμιλι Μπλαντ, του Κραζίνσκι και των ανήλικων συμπρωταγωνιστών τους, θα ζήσεις ένα σπάνιας έντασης σασπένς που εκμεταλλεύεται στο έπακρο το gimmick της ησυχίας, έχοντας φροντίσει (σε χρόνο ρεκόρ!) να νοιαστείς για την επιβίωση αυτής της οικογένειας λες και πρόκειται για δικούς σου ανθρώπους. Συμπάσχοντας, λοιπόν, με τους ήρωες, γίνεσαι κι εσύ ένα μέρος του καστ, που λίγο ακόμα και θα φοβόταν… ρεαλιστικά μην του ξεπεταχτεί από το διπλανό κάθισμα ένα από «εκείνα» τα πλάσματα! Πατατάκια στην αίθουσα; Ούτε να το διανοηθείς! Η αμηχανία της έναρξης του φιλμ σε μεταφέρει άμεσα στο κλίμα μιας ζωής χωρίς τις καθημερινές, ανθρώπινες ανέσεις, γεγονός που σου προκαλεί τρομακτικές σκέψεις για τα πράγματα που θα έπρεπε να ξεχάσεις πως δύνασαι να κάνεις πια. Παράλληλα, οι Άμποτ θα σου ανεβάζουν διαρκώς το level δυσκολίας μέσα από πράξεις απαραίτητες που αφορούν διατροφή, υγιεινή, μεγάλωμα παιδιών κι ένα σωρό φροντίδες που, διάβολε, μπορεί να κάνουν αρκετό θόρυβο (ενώ εσύ θα τρως τα νύχια και θα τους εκλιπαρείς να προσέχουν…).
Για τον ελάχιστο χρόνο που διαρκεί, το «Ένα Ήσυχο Μέρος» διαθέτει πολλές σκηνές ανθολογίας που πρωτοτυπούν στο σινεμά του φανταστικού και δίνουν μια καινούργια πνοή στο σινεμά φρίκης, καθώς το έργο δεν παίζει απαραίτητα με τα πλέον κλασικά στερεότυπα. Το παιχνίδι με τον θεατή είναι απολαυστικά ύπουλο σε στιγμές που μια παρτίδα Monopoly ή ένα καρφί που προεξέχει σ’ ένα ξύλινο σκαλί μπορούν να προκαλέσουν μια απρόσμενη έκρηξη έντασης, φόβου ή πόνου, όλα μαζί τόσο διαπεραστικά μέχρι το μέσα σου. Σύσσωμο το καστ της ταινίας είναι πειστικότατο στις ερμηνείες του και μεταφέρει με φυσικότητα τόσο το αίσθημα του τρόμου όσο και τις δραματικές κορυφώσεις. Αν πρέπει να ψάξουμε για το (μόνο) αδύναμο σημείο του φιλμ, αυτό είναι η απουσία μιας εντυπωσιακής κλιμάκωσης που θα απογείωνε την εμπειρία. Αυτό το κάτι παραπάνω στην εξέλιξη της ιστορίας. Υπάρχει μια έξυπνη ανατροπή, όμως η αίσθηση του ανικανοποίητου θα αιωρείται καθώς θα πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Τουλάχιστον, βγαίνοντας από τον κινηματογράφο θα μπορείς να κάνεις… όσο θόρυβο θέλεις! Ήταν μονάχα μια ταινία.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Για έναν απλό θεατή, αυτή είναι η ταινία που θα τον φτάσει στα όρια του καθίσματός του (και του να βάλει τις τσιρίδες δίχως αύριο!), πόσω μάλλον… δικαίως! Δαιμονισμένο σασπένς, ελάχιστες στιγμές ηρεμίας, τσιτωμένα νεύρα και λειτουργική, δραματική ένταση. Απρόσμενη έκπληξη το ότι έχει σκηνοθετηθεί από έναν συμπαθή και χαμηλών τόνων δευτεραγωνιστή του Χόλιγουντ. Δεν μπορώ να φανταστώ θεατή που δεν θα περάσει καλά με τούτο εδώ. Απλά, μια σύσταση: γυναίκες που βρίσκεστε στο όποιο στάδιο της εγκυμοσύνης σας, μην περάσετε ούτε απέξω!
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Θα φανώ ιερόσυλος :-p αλλα πρωτη φορα συμφωνω με την κριτηκή ηταν ωραία ταινια και πραγματικά νοιαζοσουν για τους χαρακτήρες που σε horror movies ειναι πολυ δυσκολο να ταυτιζεσαι με τον αδυναμο χαρακτήρα ...