Υποχρεωμένος να περάσει τις εορταστικές μέρες των Χριστουγέννων και της αλλαγής του χρόνου στις εγκαταστάσεις ενός παραδοσιακών αρχών οικοτροφείου, ώστε να προσέχει τους σπουδαστές που έμειναν στα «αζήτητα», ο καθηγητής Ιστορίας Πολ Χάναμ καταλήγει να σπάει τα νεύρα μονάχα στον καταθλιπτικό Άνγκους και τη μαγείρισσα Μέρι, η οποία πενθεί τον χαμό του μοναχογιού της στον πόλεμο.
Δεν υπάρχει τίποτα το πρωτότυπο σε τούτη την ταινία! Και ο Αλεξάντερ Πέιν επιμένει να σου το υπενθυμίζει αυτό, από το σήμα σεβεντίλας της Universal και την κάρτα του rating του φιλμ μέχρι τα end credits. «Τα Παιδιά του Χειμώνα» είναι ένα έργο το οποίο διαδραματίζεται στα τέλη του 1970 και είναι γυρισμένο μ’ έναν τρόπο που σκοπίμως δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι μας ήρθε ακριβώς από εκείνη την περίοδο. Αν και δείχνει τόσο (απόλυτα) referential στο αμερικανικό σινεμά της συγκεκριμένης δεκαετίας (ή και δυο-τριών χρόνων παραπίσω), λοιπόν, δεν παύει να σε κερδίζει (όλο και περισσότερο) σταδιακά, όχι σαν ένα απλό homage σε φιλμογραφίες σκηνοθετών όπως ο Χαλ Άσμπι (το πιο κοντινό παράδειγμα που δικαιώνει τη «σύγκριση»), αλλά επειδή ο Πέιν σέβεται τόσο βαθιά τούτο το ανασκάλεμα στις μνήμες ενός κινηματογράφου που (τότε) άλλαξε ταυτότητα, βασισμένος στην ίδια τη ζωή. Ένα είδος σινεμά που σήμερα (πραγματικά) απουσιάζει από την κινηματογραφική παραγωγή, λες και δεν έχουμε ζωή (αν όχι τη ζωή η οποία μας αξίζει…).
Στα πρότυπα του στριμμένου καθηγητή που στολίζει με ευφάνταστα επίθετα τα ρεμάλια πλουσίων οικογενειών που έχει για μαθητές, ο Πολ Χάναμ είναι ένας μοναχικός άνθρωπος που κρύβει καλά τις δικές του πληγές για να επιβιώσει μέσα σ’ ένα σύστημα που τον πρόδωσε από νεαρή ηλικία. Κάθε Χριστούγεννα, στο οικοτροφείο όπου διδάσκει Ιστορία (τρέφοντας ιδιαίτερη αγάπη στην αρχαία Ελλάδα), ένας καθηγητής οφείλει να μένει «κρατούμενος» των εγκαταστάσεων αντί ενός αξιοπρεπούς bonus, με σκοπό να κάνει «babysitting» στους σπουδαστές που οι γονείς τους μάλλον δεν επιδιώκουν να θυμούνται πως υπάρχουν. Τελικά, ξεμένει μονάχα ο καταθλιπτικός (αν και ολίγον ταραξίας) Άνγκους, ο οποίος πλήττει θανάσιμα στη συντροφιά του Πολ και της Μέρι, της μαγείρισσας που για επαγγελματικούς λόγους ανάγκης παραμένει για να τους ταΐζει, άσχετα από την κουρελιασμένη ψυχολογική της κατάσταση, όντας πενθούσα τον μοναχογιό της, ο οποίος χάθηκε νεότατος στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο ανέμελα χαρούμενο (μα τόσο καλογραμμένο σε «υφές» χαρακτήρων και διαλόγους) και το αναπάντεχα συγκινητικό (σαν ένα άγγιγμα απαιτούμενης ανθρωπιάς), το φιλμ επιβεβαιώνει πως ο Πέιν αποτελεί μια ικανότατη δύναμη αφηγηματικού σινεμά όταν πρέπει να διαχειριστεί απλούς και αληθοφανείς ήρωες σ’ ένα καταστασιακό περιβάλλον ολότελα προσβάσιμο στην ψυχή του θεατή, δίχως να παραγνωρίζει τον παράγοντα της ψυχαγωγίας (του τελευταίου). «Τα Παιδιά του Χειμώνα» κάνουν το χιούμορ να μετατρέπεται σε μελαγχολία χάρη σ’ αυτό το ‘70s vibe, που όχι απλά νοσταλγεί ή ανακυκλώνει εκείνη την εποχή, μα μοιάζει μ’ ένα ουσιαστικό time travel σε προβληματικές του παρελθόντος στις οποίες η κοινωνία «βάλτωσε» διαχρονικά (κι αδιέξοδα).
Φυσικά, για να δουλέψει σωστά το ανθρώπινο στοιχείο του έργου, απαιτούνταν και καλοί ηθοποιοί και ένα κατάλληλο casting. Ο Πολ Τζιαμάτι έχει αυτή τη στόφα ποιότητας που σχεδόν μονάχα στον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν ταίριαζε από το σύγχρονο αμερικανικό σινεμά, εδώ και δεκαετίες. Μπορεί να σε κάνει να τον απεχθάνεσαι, να λυπάσαι που τον κοιτάς, να σε κάνει να γελάς, να θυμώνεις ή να μπήγεις τα κλάματα, σε απόσταση δευτερολέπτων! Και ίσως ήρθε η ώρα του για ένα βραβείο Όσκαρ. Που φαντάζει πιο πιθανό για την περίπτωση της Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ, της je m’en fous μα κατά βάθος τερματικά θλιμμένης μαγείρισσας του οικοτροφείου, που με το άνοιγμα ενός μικρού κουτιού στο σπίτι της εγκύου αδελφής της, δίχως ίχνος λέξης, σ’ έχει «γονατίσει» συναισθηματικά. Δίπλα τους, ο πρωτοεμφανιζόμενος Ντόμινικ Σέσα υποδύεται τον νεαρό Άνγκους με μια αφοπλιστικά αβίαστη άνεση που προσθέτει bonus πόντους στην timeless αξία του φιλμ. Την οποία θα έχει στο μέλλον, είτε προστεθεί στα χριστουγεννιάτικα classics του αμερικανικού σινεμά, είτε κάνει σκέτη παρέα στις πιο εμψυχωτικές δραμεντί που φτιάχτηκαν για να επικοινωνούν με τον άνθρωπο πρώτα κι ύστερα με την επιδίωξη ενός adult θεατή να αισθανθεί την ομορφιά του να βρίσκεσαι μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα και να μοιράζεσαι την «αύρα» του ψυχισμού ενός φιλμ με τους γύρω σου.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Πέντε τίμιες υποψηφιότητες στα φετινά Όσκαρ (αν και στο μοντάζ υπήρχαν και καλύτερα που έμειναν εκτός…). Για να καταλάβετε τη «δοσολογία» του πράγματος, βάλτε ολίγη από buddy σχέση αρσενικών ηρώων στο «Rushmore» (1998), προσθέστε τον καλό χαρακτήρα διδάγματος από «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» (1989) και δείτε «Τα Παιδιά του Χειμώνα» σερβιρισμένα μ’ έναν αέρα εποχής «Harold and Maude» (1971). Εάν δεν σας λένε τίποτα οι παραπάνω τίτλοι και δεν πρόκειται για ζήτημα… ηλικιακό, πραγματικά λυπάμαι.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity