Ζώντας πλέον ανεξέλεγκτα κοντά στον άνθρωπο, σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι δεινόσαυροι έχουν μπροστά τους ένα αβέβαιο μέλλον επιβίωσης, εξαρτημένοι από τα ύπουλα σχέδια μιας τεράστιας φαρμακευτικής εταιρείας (η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στις κλωνοποιήσεις και τα γενετικά πειράματα…) και του μεγιστάνα ιδιοκτήτη της.
Το πρώτο «Jurassic Park» (1993) του Στίβεν Σπίλμπεργκ ήταν ο ορισμός του groundbreaking σινεμά από άποψης τεχνολογικού επιτεύγματος και, φυσικά, μια γιγαντιαίων διαστάσεων εμπορική επιτυχία (με εισπράξεις που ξεπερνούσαν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια). Η (αναπόφευκτη) μετατροπή του σε franchise δεν πλησίασε ποτέ το πρώτο φιλμ ποιοτικά, μέχρι την «αναβίωσή» του με το «Jurassic World», το 2015. Ο Κόλιν Τρέβοροου είχε καταφέρει να δώσει νέα πνοή και… layers «δεύτερης ανάγνωσης» στο έργο, διατηρώντας τον ψυχαγωγικό του χαρακτήρα σε υψηλά επίπεδα! Ακολούθησε η αστοχία ενός sequel το 2018, για να καταλήξουμε στην «Κυριαρχία» του σήμερα, το κλείσιμο της δεύτερης τριλογίας των δεινοσαύρων που «γέννησε» η πένα του Μάικλ Κράιτον και γίνεται με τρόπο πανηγυρικό, μοιάζοντας μ’ ένα γενναιόδωρο reunion - αποχαιρετισμό από όλους τους χαρακτήρες των προηγούμενων ταινιών οι οποίοι… δεν είχαν γίνει τροφή γι’ αυτά τα προϊστορικά πλάσματα!
Από το πρώτο ημίωρο του φιλμ, ο Τρέβοροου μας κάνει σαφές ότι πρόκειται ν’ απλώσει τη δράση της «Κυριαρχίας» σε πολλά μέτωπα υποπλοκών, υποσχόμενος κάτι αρκετά χορταστικό σε θέαμα (βλέπε και τη διάρκεια, άλλωστε), ρισκάροντας ταυτόχρονα το δύσκολο εγχείρημα του να κουμαντάρει το… ασυμμάζευτο (ενδεχομένως) του σεναρίου. Ο Όουεν (Πρατ) και η Κλερ (Χάουαρντ) παραμένουν ζευγάρι, κρατώντας (κρυφά) υπό την προστασία τους την «εξαφανισμένη» Μέισι, η οποία καταζητείται από τυχοδιώκτες «κεφαλοκυνηγούς» για μεγάλο χρηματικό ποσό, δίπλα σε μια μακρά λίστα ειδών δεινοσαύρων που καταλήγουν στον ίδιο «πελάτη». Ο θεατής αισθάνεται εξαρχής μια συμπάθεια για την πλειοψηφία αυτών των καταδικασμένων (λογικά) πλασμάτων, με μία από τις πρώτες σεκάνς, στο χιονισμένο τοπίο της Σιέρρα Νεβάδα, να συγκινεί πραγματικά. Το ξάφνιασμα της πρωτοτυπίας έρχεται με την εισβολή σμήνους μεταλλαγμένων (από DNA δεινοσαύρου!) ακρίδων σε φάρμα στο Τέξας, υπόθεση που διερευνά η Έλι (Ντερν), (επαν)εμφάνιση η οποία ξυπνά ευχάριστες μνήμες από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Θεωρώντας πως το πρόβλημα που έχει προκύψει παραείναι σοβαρό, εκείνη αναζητά τον Άλαν (Νιλ) για να συνεργαστούν εκ νέου, με την ατμόσφαιρα να φορτίζεται από ένα ανικανοποίητο και ανολοκλήρωτο παλιό ρομάντζο, το οποίο (καλώς ή κακώς) οφείλει να καταλήξει κάπου.
Με βοήθεια μέχρι κι από τη CIA, σχεδόν το σύνολο του βασικού καστ θα συμπληρώσει τα κομμάτια αυτού του τεράστιου puzzle στις εγκαταστάσεις της εταιρείας του Λιούις (Σκοτ), του ζάμπλουτου CEO με τις ύποπτες προθέσεις γύρω από τις εργαστηριακές μελέτες που πραγματοποιούνται εκεί. Γύρω από τους εργασιακούς χώρους και τα άπειρα υπόγεια (που κρύβουν πολλά…), το φυσικό περιβάλλον φιλοξενεί κάθε λογής δεινοσαύρους, σε ιδανικές και ελεγχόμενες συνθήκες διαβίωσης. Τι μπορεί να πάει στραβά, ε;
Η «Κυριαρχία» κάνει μια αναπάντεχη… «joyride» γυριστή με μια μεγάλη και περιπετειώδη σεκάνς καταδίωξης σε σοκάκια και παράνομα παζάρια δεινοσαύρων στη Μάλτα, για να υποδεχτούμε τη δεύτερη ώρα του φιλμ και καταστάσεις πιο ανατρεπτικές και απειλητικά βίαιες, στις οποίες τα «κλεισίματα του ματιού» γύρω από παρελθούσες, θρυλικές στιγμές του «Jurassic» franchise προσθέτουν ρίγη ικανοποίησης (ναι, υπάρχει κι ένα αναποδογυρισμένο τζιπάκι, για να βαρέσετε παλαμάκια!). Πάνω-κάτω, τα περισσότερα στοιχεία εντυπωσιασμού της «Κυριαρχίας» είναι γνώριμα, επαναλαμβανόμενα ή βελτιωμένα «updated», όμως, ακόμη κι έτσι το έργο δεν χάνει πόντους στον τομέα της απόλυτης popcorn ψυχαγωγίας. Παίζει εκ του ασφαλούς, αλλά παραδίδει κάτι σίγουρα μεγάλο σε μέγεθος, για να τιμήσει σωστά τη φήμη του τίτλου που κουβαλάει στις πλάτες του.
Το πολιτικό background της σημειολογίας σε σχέση με τις δράσεις των φαρμακευτικών εταιρειών και τις ολέθριες για την ισορροπία των κοινωνιών του δυτικού πολιτισμού φαντασιώσεις των βλάσφημων απέναντι στη Φύση πολυεκατομμυριούχων CEO τους, «μπολιάζει» ένα layer σοβαρότητας στο σκεπτικό πίσω από το σενάριο και είναι καλοδεχούμενο να μένει κάτι στο βάθος μέρος του μυαλού για συζήτηση, όσο «ρηχή» και να θέλει ν’ αντιμετωπίζει κανείς μια τέτοια χολιγουντιανή παραγωγή. Προσωπικά, ήλπιζα σε κάτι πιο επικό κι αξιομνημόνευτο για την «κόντρα» κορύφωσης, που μάλλον χωλαίνει (ειδικά συγκρίνοντάς την με τα όσα έχουν προηγηθεί - και είναι πολλά!) και δεν αντιστοιχεί στις προσδοκίες που είχα. Υπάρχει, όμως, ένα καλοσυνάτο «δεύτερο φινάλε» που μιλά για τη δυνατότητα συνύπαρξης του ανθρώπου με κάθε ζωντανό, σχεδόν μεταφορικά και ουχί απαραίτητα συνδεδεμένο με τους δεινοσαύρους, το οποίο προσθέτει κάμποσες εναλλακτικές προτάσεις «ανάγνωσης» για τη ζωή σε τούτο τον πλανήτη, θυμίζοντας στους θεατές πως πέρα από τη μαγεία των οπτικών εφέ ή τη δύναμη της μεγάλης οθόνης και της «φυγής» που προσφέρει το σινεμά, η συγκίνηση είναι αυτό που οφείλουμε να διασώσουμε για να μην… εκλείψουμε κι εμείς!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Για τους γνώστες και fans του franchise, ποιοτικά βρίσκεται πιο κοντά στο «Jurassic World». Σε σύγκριση μ’ αυτό, κάπου χάνει, αλλού κερδίζει, μα έχει τα κότσια να διεκδικεί τον τίτλο του καλύτερου φιλμ μετά το original «Jurassic Park»! Έργο φτιαγμένο με γενναίες δόσεις δράσης και σασπένς για το μαζικό κοινό που «γεννά» την pop κουλτούρα, ενώνει όμορφα το παρελθόν της σειράς με το σήμερα και αποτελεί ένα από τα πιο λαμπερά παραδείγματα χολιγουντιανής ψυχαγωγίας για το φετινό καλοκαίρι. Το χρειαζόμαστε αυτό το σινεμά, ειδικά σε εποχές… πιέσεων από παντού. Εάν προτιμάτε χρυσούς… φοίνικες, λιοντάρια κι αρκούδες, τούτο εδώ το φιλμ δεν είναι ένα από τα μεγάλα γεγονότα (#diplhs) του φετινού καλοκαιριού, μην το ζορίζουμε, ο καθείς με τα γούστα του (και τα βίτσια του…).
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity