Ο Τζον Γουίκ ακόμα καταζητείται από το εγκληματικό συνδικάτο της «Αγίας Τράπεζας», με την επικήρυξή του να σκαρφαλώνει κατά δεκάδες εκατομμύρια δολάρια μέρα με τη μέρα. Διεκδικώντας την ελευθερία του, θα βρεθεί αντιμέτωπος μ’ έναν καινούργιο αντίπαλο, πιο ισχυρό, στυγερό και σαδιστή από ποτέ, ο οποίος έχει τη δύναμη να παίρνει με το μέρος του μέχρι και παλιούς συμμάχους του μοναχικού εκδικητή.
Όπως έχω αποδείξει πολλάκις στο παρελθόν, μπροστά στην κινηματογραφική ψυχαγωγία και την τίμια εκτίμηση έργων από κάθε φιλμικό genre, δεν αντιμετωπίζω απολύτως κανένα… κόμπλεξ. Ούτε και «σφίγγομαι» λες και θα βγάλω διαμάντι απ’ τον κώλο μου όταν πρόκειται ν’ αξιολογήσω με «αστεράκια» τέτοιου είδους ταινίες. Ξέρετε, η εμπειρία της θέασης ενός φιλμ στο σινεμά, πέραν της προσωπικής (και κυρίως υποκειμενικής) άποψης, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό και με το πώς αντιδρά το ίδιο μας το σώμα σ’ ένα κάθισμα. Όταν κοιτάς την ώρα στο σαραντάλεπτο, ηχεί το πρώτο «καμπανάκι». Όταν αρχίζεις ν’ αλλάζεις στάση και πλευρό μετά το εξηντάλεπτο, κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Κι όταν φτάνει το τέλος και αισθάνεσαι σαν να πέρασε φορτηγό από πάνω σου… τι να σου πει και τι να σου εξηγήσει ένας κριτικός κινηματογράφου; Λοιπόν, με το «John Wick: Κεφάλαιο 4»… ούτε που κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα! Ναι. Και τα 169 λεπτά του, μέχρι και την post credits τελική σκηνή του!
Μακράν η καλύτερη ταινία τούτου του franchise, αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο joyride διασκέδασης στο σινεμά, εξωθώντας τα πάντα πέρα από τα όρια της υπερβολής και της… αληθοφάνειας, ακολουθώντας (κατά κάποιο τρόπο) το παράδειγμα των «Fast & Furious» movies, στην καλή παράδοση που δημιούργησε το πέμπτο και το έβδομο μέρος της σειράς εκείνης. Ο Γουίκ του τρίτου sequel γίνεται ένας υπερ-άνθρωπος, ένας ήρωας «μπριζωμένος» από τη δύναμη και τη θέληση της εκδίκησης, με αντοχές που ενίοτε μπορεί να προκαλούν το γέλιο (ειδικά στη σκηνή που πηδά από το μπαλκόνι ενός παρισινού διαμερίσματος και «προσγειώνεται»… άθικτος, έχοντας χτυπήσει και επάνω σ’ ένα παρκαρισμένο φορτηγάκι!), αλλά… αυτός είναι ο σκοπός του θεάματος εδώ. Ο Τσαντ Σταχέλσκι σκηνοθετεί για το κοινό που θα ζητωκραυγάσει στα σινεμά. Από ικανοποίηση και από καύλα. Μεγάλης οθόνης. Πάει το volume στο 11 (κλείσιμο ματιού) και καίει και τον ενισχυτή για πάρτη μας! Γιατί μπορεί!
Το «Κεφάλαιο 4» είναι ένα potpourri στιλιστικής παράκρουσης και αδρεναλίνης, που σου λέει κατάμουτρα ένα «χέστηκα για την όποια λογική που μπορεί να κουβαλάς ως θεατής» σαν να σου πέταξε χαστούκι, σε χώνει βαθιά μέσα στο κάθισμα της αίθουσας δίχως δεύτερη σκέψη και σου προσφέρει… χαρά. Χαίρεσαι να το βλέπεις όλο αυτό το επικής διάρκειας κατασκεύασμα, με τον επικηρυγμένο ήρωα που δεν έχει μέρος να σταθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη και περιφέρεται από location σε location, μεταφέροντας τη δράση από τη Νέα Υόρκη στο Μαρόκο κι από την Οσάκα στο Βερολίνο, με τελικό σταθμό το Παρίσι. Η αφήγηση αλλάζει ύφος σε κάθε set piece που φιλοξενεί τον Γουίκ, υιοθετώντας «δανεικά» στοιχεία από το background του, με το ασιατικό κομμάτι (για παράδειγμα) να μετατρέπεται σ’ ένα απολαυστικό homage στο είδος της crime περιπέτειας της σχολής του Τόκιο, με αστείρευτα αποθέματα οπλισμού και χορογραφίες πολεμικών τεχνών, για να φτάσουμε σ’ ένα αδιανόητο momentum πολλαπλών σεκάνς ανθολογίας στους παρισινούς δρόμους που… δεν θέλεις να σταματήσεις να παρακολουθείς!
Η μικρή «κοιλιά» που κάνει η (minimum) πλοκή στην επεξήγηση της διαδικασίας της old-school μονομαχίας στο φινάλε (με την ανατολή του ηλίου, στη Μονμάρτρη), δίνει τη θέση της σ’ έναν κανονικό στρόβιλο καταδίωξης γύρω από την Αψίδα του Θριάμβου, σεκάνς που από μόνη της μετατρέπει το «Κεφάλαιο 4» σε must-see, χωρίς να έχουν τελειωμό οι περαιτέρω σκοτωμοί και ο πλέον έξαλλος χαβαλές. Ο Σταχέλσκι έχει απόλυτο δίκιο. Δεν πάμε να δούμε ταινίες του συγκεκριμένου είδους για το σενάριό τους, τις πρωτότυπες ιστορίες τους ή το «πνεύμα» τους. Πάμε για να ξεχαστούμε και να μπούμε σε ρυθμό καταιγιστικής δράσης, που «υποκαθιστά» κάθε άλλο φιλμικό στοιχείο το οποίο εδώ… περιττεύει. Άπαξ και το ζητούμενο ξεπερνά τις προσδοκίες (του θεατή, όχι του κριτικού!), το έργο έχει κάνει σωστά τη δουλειά του και αξίζει επευφημιών. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσα να προσθέσω είναι ότι… αναμένω το στοίχημα του πέμπτου κεφαλαίου. Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πως ξεπερνιέται τούτο εδώ!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Λάλησα! Έκαναν party τα μάτια μου! Άνθρωποι που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τέτοια δουλειά, δεν αγαπούν το σινεμά. Το πραγματικό νόημα του σινεμά. Πρέπει να είναι το μοναδικό franchise στα χρονικά όπου η κάθε επόμενη συνέχεια ήταν ανώτερη από τον προκάτοχό της. Εάν σας είχε ικανοποιήσει το «Κεφάλαιο 3» (2019), τρέξτε να κλείσετε εισιτήρια… δίχως δεύτερη κουβέντα. Μη σας πως και για δεύτερη φορά (από πριν)! Εάν δεν γνωρίζετε τι εστί «John Wick», αναζητήστε τα σ’ ένα DVD club ή τσεκάρετε την πλήρη τριλογία του στο Netflix και προετοιμαστείτε για μεγαλύτερη απογείωση στο σινεμά με το τέταρτο μέρος.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity