Γενετικά μεταλλαγμένο κοριτσάκι με τηλεκινητικές ικανότητες και… φλογερές εκρήξεις οργής, φυλάσσεται από τους γονείς του επί σειρά ετών στο «περιθώριο», ώστε να μην καταλήξει «πειραματόζωο» στα χέρια εταιρείας που στο παρελθόν είχε εκμεταλλευτεί τα δικά τους μεταφυσικά χαρίσματα και εξακολουθεί ν’ αναζητά τα ίχνη τους.
Μέσα στο στουντιακό πλαίσιο στείρας έμπνευσης του Χόλιγουντ, ακόμη κι αν δεν θεωρείται ακριβώς remake, εδώ έχουμε μια επιστροφή στο ομώνυμο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, το οποίο είχε μεταφερθεί ξανά στον κινηματογράφο (με τον ίδιο τίτλο) το 1984. «Κράχτης» τότε ήταν η μικρή πρωταγωνίστριά του, η Ντρου Μπάριμορ, που δύο χρόνια νωρίτερα συμμετείχε στο καστ μιας κάποιας εμπορικής επιτυχίας ονόματι… «Ο Εξωγήινος» (1982). Σήμερα, η αντίστοιχη πιτσιρίκα έχει ελάχιστα ρολάκια στο ενεργητικό της («Το Αυτό: Κεφάλαιο 2», «Black Widow»), οπότε στη μαρκίζα δεν έχουμε καν ονόματα (ούτε καν αυτό του Ζακ Έφρον, που υποδύεται τον πατέρα της κεντρικής ηρωίδας!). Έχουμε, όμως, το γνωστό για τούτο το genre όνομα της εταιρείας Blumhouse και, προφανώς, κι εκείνο του Κινγκ.
Ελαφρώς κατώτερη από το «Firestarter» της δεκαετίας του ’80 (το οποίο είχαμε δει απευθείας σε… VHS στην Ελλάδα), τούτη η version εκσυγχρονίζει σωστά τη δράση του έργου, διατηρώντας έναν κάπως «old-school» τόνο στην αφήγηση και το κλίμα που καθοδηγείται ουσιαστικά από τις συνθέσεις του Τζον Κάρπεντερ και την ομάδας του. Αυτή η electro αύρα ενδυναμώνει το στυλ εδώ, ακόμη περισσότερο κι από τη δουλειά που είχαν κάνει στο πρώτο φιλμ οι Tangerine Dream, και είναι αξίζει τον κόπο να σκεφτεί κανείς πως ο Κάρπεντερ παραλίγο να ήταν ο σκηνοθέτης εκείνου του «Firestarter» (αλλά αντικαταστάθηκε μετά από την εισπρακτική αποτυχία της «Απειλής»!). Αυτή η πληροφορία σε κάνει να υποψιάζεσαι πως κάποια μουσικά θέματα μπορεί να (προ)υπήρχαν από τότε, καθώς ο θρυλικός horror-άς συνήθιζε να υπογράφει και το score των ταινιών του.
Κατά τα άλλα, δεν έχουμε να κάνουμε με «αρπαχτή», όπως είθισται σε τούτο το φιλμικό είδος εσχάτως, αλλά με χαμηλών προθέσεων και προοπτικής έργο, το οποίο (μάλλον) προδίδει τη σκηνοθετική ανεπάρκεια του Κιθ Τόμας (πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του). Απειρία; Μικρό budget; Κάτι από αυτά τα δύο (ή και τα δύο μαζί…) δεν επιτρέπει στο «Firestarter» ν’ απογειωθεί και να βάλει φωτιά (και) στην οθόνη, χωρίς να παραγνωρίζονται τολμηρές στιγμές και ρίσκα ικανά να θορυβήσουν τον όχλο της «πολιτικής ορθότητας». Ειδικά η σκηνή με τη γάτα (και το γεγονός ότι για τη συγκεκριμένη πράξη ευθύνεται ένα ανήλικο παιδί) σε κάνει ν’ απορείς πως επέζησε του μοντάζ και του studio (το R rating δεν το γλίτωσαν, πάντως). Επίσης, η ατάκα - σχόλιο για το πόσο πρέπει να πιστεύουμε τα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης σήμερα, είναι ύπουλα αιχμηρή και σίγουρα προκαλεί το μειδίαμα.
Ίσως χρειαζόταν μια παραπανίσια δόση από οπτικά εφέ, καθώς η πλοκή (ακόμη κι αν δεν έχεις παρελθούσα εμπειρία από το βιβλίο ή την ταινία του ’84) δεν επιφυλάσσει ιδιαίτερες εκπλήξεις ή ανατροπές, ώστε τούτο το «Firestarter» να δείχνει (έστω) περισσότερο χορταστικό και ψυχαγωγικό στη μεγάλη οθόνη. Διότι (κυρίως) με ένα λειτουργικότατο και ατμοσφαιρικότατο soundtrack, δεν το κερδίζεις το στοίχημα…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Θρίλερ του φανταστικού με background ιστορίας που αφορά στα νοσηρά πειράματα της επιστήμης (ή και των φαρμακευτικών, γιατί όχι…) και την εκμετάλλευση του «διαφορετικού» από τα στερεότυπα της Φύσης. Οι fans του Στίβεν Κινγκ θα παρακολουθήσουν μια τίμια δουλειά περιορισμένου βεληνεκούς στην παραγωγή, εκείνοι που δεν αρέσκονται στο συγκεκριμένο είδος… ούτε που θα καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάμε εδώ πέρα! Prodigy, πάντως, δεν παίζει! Είπαμε. Τίμιο.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity