Από τα πρώτα βήματα της κινηματογραφικής του καριέρας, ο Μπαζ Λούρμαν μας έκανε να καταλάβουμε δύο στοιχεία που (θα) χαρακτήριζαν τις προθέσεις του: α) την αγάπη του για την pop και β) την ταύτισή του μ’ ένα «είδος» jukebox σινεμά, το οποίο είχε το θράσος να εφεύρει και να υπηρετήσει. Από το «Romeo + Juliet» (1996) μέχρι τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» (2013), μονάχα μια φορά βγήκε εκτός αυτής της πορείας (με το θλιβερό «Australia» του 2008, ένα μεγαλεπήβολο μελόδραμα στο οποίο έμοιαζε να έχει πατήσει το mute!). Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κανείς με τις επιλογές του ή τις αισθητικές του προτάσεις, ο Λούρμαν κατάφερε να δημιουργήσει ένα σήμα κατατεθέν σκηνοθεσίας, οπτικά… φωνακλάδικο, «αδερφίστικο», εκρηκτικά extravagant, ένα carousel εικόνων και ήχων που όταν λειτουργεί προκαλεί αληθινή παραζάλη. Αυτή η τελευταία λέξη είναι η πλέον κατάλληλη που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να περιγράψει το «Elvis».
Τι το… μαγικό συμβαίνει σε τούτο το φιλμ; Τα προαναφερθέντα α) και β) γίνονται ένα. Και η δυναμική τους προκαλεί κάτι σχεδόν πρωτόγνωρο, κυρίως (και αυτό είναι το πιο αναπάντεχο) στην ηχητική μπάντα και σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τον ήχο (του «Elvis»). Ειλικρινά, δεν ξέρω πως λέγεται αυτό που έχει κάνει εδώ ο Λούρμαν! Δεν είναι απλά ηχοληψία, δεν είναι ένα σκέτο sound editing ή mixing, δεν είναι το soundtrack που «ντύνει» την ταινία. Είναι ένα «δαιδαλώδες» mash-up που… σκηνοθετεί ολόκληρη την ταινία, που παίρνει το μοντάζ από το χέρι και το… χορεύει κανονικά! Και μέσα σ’ όλη αυτή την εμπειρία, που ξεπερνά τα λόγια και τις περιγραφές, ο θεατής ξεχνάει τι βλέπει και που βρίσκεται! Γιατί είναι εκεί. Στην αλήθεια (ή το ψέμα) της ζωής του Έλβις Πρίσλεϊ. Στην αλήθεια (ή το ψέμα) της κινηματογραφικής Τέχνης.
Το ξεκίνημα είναι διστακτικό και υπάρχει και μια υποψία ανησυχίας για το αν ο Λούρμαν τα έχει καταφέρει. Η σεκάνς της γνωριμίας του ανήλικου Έλβις με τα blues αρχίζει να ηλεκτρίζει το φιλμ, μέχρι τη στιγμή που θ’ ανέβει στο stage ενός επαρχιακού live, θ’ αρχίσει να λικνίζεται σαν να βρίσκεται σε κατάσταση διέγερσης και οι πρώτες στριγγλιές των γυναικών θα μοιάζουν με οργασμική κορύφωση που «συντονίζεται» με το τι συμβαίνει στον καβάλο του. Απανωτά cuts πλάνων και split screens προετοιμάζουν το έδαφος για μετέπειτα «εκτροχιασμό», καθώς ο Λούρμαν χτίζει το περιβάλλον μιας ξέφρενης πορείας προς τη δόξα, που ενώ θέλει ν’ απεικονίσει με όση αστερόσκονη μπορεί να σου ρίξει στα μάτια, ταυτόχρονα απέχει από την προσωπικότητα του ήρωά του, από την όποια εμβάθυνση ή και «αποκαθήλωσή» του. Πως θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, άλλωστε; Ο Έλβις ήταν και παρέμεινε ένα παντοτινό μυστήριο. Ένα «artificial» ίνδαλμα ερμηνευτή με «θεόσταλτο» χάρισμα, που έγινε πιόνι στα χέρια κερδοσκόπων, όπως ο δυνάστης manager του, ο «Συνταγματάρχης» Τομ Πάρκερ (ο Τομ Χανκς χαμένος κάτω ένα εντελώς γκροτέσκο μακιγιάζ).
Κάνει μια μικρή «κοιλιά» το φιλμ, κυρίως εξαιτίας της σεναριακής αμηχανίας του και της αμφιλεγόμενης επιλογής να υιοθετηθεί ως αφηγητής ο χαρακτήρας του Τομ Πάρκερ, όμως, από τη στιγμή που ο Έλβις ξεκινά τα γυρίσματα του περίφημου τηλεοπτικού show για το NBC, στα τέλη του 1968 και κατόπιν επτάχρονης απουσίας από ζωντανές εμφανίσεις, το «Elvis» μετατρέπεται σε μία σουρεαλιστική «μηχανή του χρόνου» που σε ταξιδεύει στο τότε, χωρίς να σου αφήνει περιθώρια να ξεχωρίσεις αν βλέπεις τον ίδιο τον Πρίσλεϊ ή τον Όστιν Μπάτλερ! Ο οποίος μπορεί να μην του μοιάζει απόλυτα ή να «μεταμορφώνεται» (και) σωματικά στο πέρασμα του χρόνου της καριέρας του μυθικού star, αλλά… ποιος χέστηκε; Ο Λούρμαν σε παίρνει και σε σηκώνει! Στη σκηνή (και στο άκουσμα) του «In the Ghetto» μου ήρθε κανονικό ρίγος. Κι όταν ο Μπάτλερ / Πρίσλεϊ (έχει χαθεί η έννοια της ταυτότητας, πια!) ανεβαίνει στη σκηνή του ξενοδοχείου International στο Λας Βέγκας, δεν υπολογίζεις αν κάτι πήγε στραβά ή όχι στο «Elvis». Το ζεις. «Την ακούς» την ταινία!
Ο Λούρμαν κλείνει την ταινία με όση συγκίνηση δεν χωρούσε στο υπόλοιπο φιλμ και παρά τις διαφωνίες μου για το «βάρος» που έχει δώσει στον ύπουλο manager του Πρίσλεϊ, μόλις στα end credits καταλαβαίνεις πως θέλεις να περάσουν λίγα λεπτά του χρόνου για να έρθεις στα συγκαλά σου! Άκουσα κάτι «κριτικές» γκρίνιες και παράπονα, ότι το έργο αποσιώπησε πολιτικές νύξεις (συνέλθετε, δεν ήρθατε σε ταινία του Όλιβερ Στόουν!) ή ότι στερείται σοβαρότητας ως φιλμική βιογραφία και είναι «επιδερμικό» κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Αγάπες μου, βγάλτε τις σκεπτόμενες «ωτασπίδες» σας κι ακούστε τι λέει (και) το τραγούδι: «Well, it's one for the money, two for the show». Κι εδώ η φάση είναι showtime. Και όλα τα λεφτά!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Πρωτοφανές και κυρίως πρωτάκουστο αυτό που κάνει εδώ ο Μπαζ Λούρμαν, το «Elvis» είναι μία επική Οδύσσεια - mash-up τραγουδιών, μελωδιών, ήχων και εικόνων, ένα περιτύλιγμα καριέρας όπου το χάρισμα παντρεύτηκε με το timing σε συμπαντική «έκρηξη» κι όλα μαζί έφτιαξαν έναν κανονικό θρύλο. Πρέπει να προσθέσω ότι το παρακολούθησα σε Dolby ATMOS στην αίθουσα Sphera των Village και αυτό σίγουρα έπαιξε βασικό ρόλο για τον ενθουσιασμό μου απέναντι στη δουλειά που έχει κάνει ο Λούρμαν. Μπορεί κανείς να φανταστεί την υπερβολή στην εικονοποιία και μόνο εξαιτίας του ονόματος του σκηνοθέτη, όμως, διάβολε, τι μαγικά (και μάγκικα) πράγματα έχουν παίξει στην ηχητική μπάντα τούτου του έργου; Που (μάλλον) θα ήταν (ακόμη) καλύτερο χωρίς τον Τομ Χανκς…
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Σπανια διαφωνω με τον Φραγκουλη αλλα η ταινια ειναι κακη. Δυομιση κουραστικες ωρες με εναν τυπο που δεν μοιαζει με τον Ελβις.