Η κόρη του Σκοτ Λανγκ κατασκευάζει μία μηχανή εντοπισμού ανθρώπων τους οποίους απορρόφησε το κβαντοσύμπαν, όμως, με το που την ενεργοποιεί, σύσσωμη η οικογένεια του Ant-Man παγιδεύεται μέσα σ’ αυτό! Πως θα μπορέσουν να επιστρέψουν στον γήινο κόσμο τους;
Στην timeline του MCU και των φιλμ με τους… superstar υπερ-ήρωές του (καταλάβαμε ότι αφήνω εκτός τις απερίγραπτες «Venom» movies, εντάξει;) υπάρχουν ελάχιστες πολύ καλές ταινίες, αρκετές μετριότητες, πολλά #fail και… ο πάτος, στον οποίο μέχρι πρόσφατα θεωρούσα ότι ανήκει (επάξια) το «Captain Marvel» (2019). Το δεύτερο sequel των «Ant-Man» movies, «Ant-Man and the Wasp: Κβαντομανία», έρχεται σήμερα να μου πει… «Όχι, ρε φίλε, μπορούμε και χειρότερα»!
Το «cool» εισαγωγικό της αφήγησης του Σκοτ Λανγκ για το πώς συνεχίζει τη ζωή του μετά από… ένας Θεός ξέρει ποια προηγούμενη ταινία στην οποία εμφανιζόταν ο Ant-Man (και όχι απαραίτητα το «Ο Ant-Man και η Σφήκα» του 2018, το οποίο έχω ξεχάσει ολοκληρωτικά), αγωνίζεται να δώσει μία χιουμοριστική νότα που σου παγώνει τα χείλη, όσο (τυπικά) άνετος κι αν δείχνει ο Πολ Ραντ. Επειδή η καθημερινότητα στο Σαν Φρανσίσκο δεν επιφυλάσσει καμία έκπληξη (πέραν της ακτιβιστικής δράσης της μεγαλωμένης πια κόρης του, Κάσι), η πλοκή μεταφέρει άμεσα τους χαρακτήρες της οικογένειας των Λανγκ στο κβαντοσύμπαν της… ασυναρτησίας, στο οποίο οι προηγούμενες περιπέτειες της Τζάνετ Βαν Ντάιν (Μισέλ Φάιφερ) είχαν αφήσει πίσω εχθρούς και συμμάχους, που στη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ξανά θα χρειαστεί ν’ αποφύγει ή ν’ αναζητήσει.
Κάπως ξεδιάντροπα, το σουρεαλιστικό σύμπαν του animated «Παράξενος Κόσμος» (2022) μοιάζει εδώ να παίρνει «ρεαλιστική» CGI μορφή στο εικαστικό του μέρος, ενώ «εκλάμψεις» από διαχρονικές εικόνες που μπορεί να ανασύρει η μνήμη από το franchise των «Star Wars» κυκλοφορούν άναρχα, δίνοντας την εντύπωση μιας έμπνευσης στείρας και επαναπαυμένης στα… «δάνεια». Από το τελευταίο μοιάζει να έρχεται και ο Κράιλαρ του Μπιλ Μάρεϊ, μαζί με ολόκληρη την κουστωδία αλλόκοτων πλασμάτων που τον συνοδεύουν στη σεκάνς της συνάντησης στο bar. Από δίπλα, η εξέλιξη της ιστορίας πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην ομηρεία μερίδας της οικογένειας από το «αντάρτικο» της Τζεντόρα (Κέιτι Μ. Ο’Μπράιαν) και την αναμέτρηση με τον κακό της υπόθεσης, τον σατανικό Κανγκ (Τζόναθαν Μέιτζορς), ο οποίος θέλει να κατακτήσει (όπως σε κάθε ταινία τούτου του genre) τον κόσμο, το σύμπαν και το… whatever, εδώ που τα λέμε.
Από δράση δεν χαμπαριάζει στο μεγαλύτερο μέρος της η «Κβαντομανία», θεωρώντας ότι η παράλληλη παρακολούθηση των υποπλοκών της αρκεί (με τίποτα, όμως!) για να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή. Για ν’ αντέξει κανείς αυτή τη φιλμική ταλαιπωρία πρέπει να έχει ηλικία κάτω των δώδεκα (το πολύ) ετών ή να του έχει καεί ο εγκέφαλος από το σύνολο των φάσεων του κινηματογραφικού MCU. Εννοείται πως ο Πέιτον Ριντ χρησιμοποιεί ως βάση της αφήγησής του τα serial films της δεκαετίας του ’30, μοντέλο που αναπαρήγαγε και ο Τζορτζ Λούκας (ειδικά στην πρώτη - με χρονολογική σειρά διανομής - τριλογία του «Star Wars») και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ (στις περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς) στο παρελθόν. Εδώ, φυσικά, το εγχείρημα ναυαγεί, διότι ο σεναριακός σκελετός αποτελείται από… την Άρτα και τα Γιάννενα (δεν θέλω να το αναπτύξω αυτό, όχι διότι δεν θα μπορέσω ν’ αποφύγω τα #spoilers, αλλά επειδή… κάθε είδος Επιστήμης θα σήκωνε τα χέρια ψηλά)!
Από ένα σημείο κι έπειτα τα δρώμενα χάνουν από κάθε άποψης (συνοχής και φαντασίας, πρωτίστως), μέχρι να οδηγηθούμε στην τελική (και στερεοτυπική) αναμέτρηση, με τα προβλέψιμα αποτελέσματα (περίμενα τα μυρμήγκια, κοιτάζοντας το ρολόι με απόγνωση…). Επιζεί (στο ελάχιστο) η σεκάνς όπου ο Ant-Man αποκτά αμέτρητους «κλώνους» της… αναποφασιστικότητάς του, εύρημα το οποίο σπαταλιέται άδοξα, ενώ η επανεμφάνιση του Ντάρεν Κρος (Κόρεϊ Στολ) από το πρώτο φιλμ αποτελεί αποθέωση του γκροτέσκου και της «παραξενιάς», κάτι σαν τον… Humpty Dumpty της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», αλλά με όψη που θα ταίριαζε περισσότερο στο σινεμά του Τέρι Γκίλιαμ!
Με ζόρι κάθισα στην αίθουσα για να παρακολουθήσω και τις δύο after credits «κρυμμένες» σκηνές, καθώς σκεφτόμουν πόσο εξευτελιστικό πρέπει να είναι πια το επάγγελμα του ηθοποιού στο Χόλιγουντ. Πραγματικά, λυπήθηκα το καστ που, εκ των πραγμάτων, θα έβγαλε σχεδόν όλα τα γυρίσματα σε green screen, προσπαθώντας να φανταστεί πόσο… για τα μπάζα θα είναι το κβαντοσύμπαν που θα τους «κατσικωθεί» στο post-production.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Στην Αμερική το rating του είναι PG-13, αλλά το έργο είναι μόνο για παιδάκια. Και τις συνηθισμένες μάζες των οπαδών του είδους και της Marvel, που θα πάνε να το δουν στο σινεμά… ο κόσμος (ή το κβαντοσύμπαν) να χαλάσει! Παίζει και σε 3D «αρπαχτή» (βγάζει τα ανάλογα συμπεράσματά του κι αυτό). Μετανιώνω που έχω κανιβαλίσει τις πιο kitsch ταινίες του Thor ή των Guardians of the Galaxy. Εκεί, τουλάχιστον, έπεφτε και λίγο γέλιο (για τους λάθος λόγους).
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Αν και αρχικά το περίμενα με κάποιο ενδιαφέρον, έχω σχεδόν πειστεί ότι πρόκειται για μεγάλη μπαρούφα... Είναι θέμα χρόνου να τους γυρίσει μπούμερανγκ αυτός ο υπερκορεσμός μέτριου υλικού, 3 ταινίες το χρόνο + 4 ή 5 σειρές!! Δύσκολο πλέον να ανοιχτούν σε νέο κοινό (έχει χαθεί η μπάλα με το ποιος είναι ποιος και του έχει συμβεί τι...) και πολύ εύκολο να χάνουν fans που δεν μπορούν να μείνουν για πάντα 12 χρονών... Αγκομαχώντας θα φτάσουν στο Secret Wars.
Καλά δεν πρόκειται να σχολιάσω την πικρία του reviewer και το τι περίμενε να δει. Ειδικά συγκρίνοντας με άλλα review ταινιών. Θα πω μόνο ένα πράγμα για όσους νομίζουν ότι η τανία είναι μπαρούφα και ότι θα πάει άπατη. Υπάρχει χειρότερο δείγμα στην κατηγορία της. Ντοκιμαντέρ Avatar. Τρεις ώρες μετά δεν θυμάσαι τι συνέβη. Τα λόγια είναι περιττά.