Ο καλός και δίκαιος βασιλιάς των λιονταριών Μουφάσα, προορίζει τον μονάκριβο γιο του Σίμπα για διάδοχό του. Ο κακιασμένος αδελφός του, Σκαρ, όμως έχει άλλα σχέδια.
Μπορεί και να κάνω λάθος. Μπορεί να το φαντάστηκα ως απόρροια της θλίψης και της μελαγχολίας που με κατέκλυζαν από το θέαμα που έβλεπα να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μου. Θα έπαιρνα όρκο, όμως, πως στη σκηνή όπου ο μοχθηρός και άπληστος Σκαρ γκρεμοτσακίζει τον άτυχο αδελφό του Μουφάσα, ώστε να του αρπάξει το θρόνο του βασιλιά των λιονταριών, τη στιγμή που η κάμερα ζουμάρει στο χαιρέκακο πρόσωπο του, (είμαι σχεδόν σίγουρος πως) είδα καθαρά, σε αμφότερες τις κόρες των ματιών του, να σχηματίζεται στην αριστερή το σήμα του δολαρίου και στη δεξιά εκείνο του ευρώ. Κάτι παρόμοιο με ό,τι πάθαινε ο Σκρουτζ ΜακΝτακ, δηλαδή, όταν ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά στο θησαυροφυλάκιό του, αλλά στο ελαφρώς πιο άγριο εδώ. Η απληστία του θείου Σκαρ, βέβαια, είναι προϊόν μυθοπλασίας. Εξυπηρετεί την σεναριακή πλοκή ενός φιλμ κι έτσι γίνεται εύκολα αποδεκτή, καθώς στο κάτω-κάτω της γραφής… «ταινία είναι». Η απληστία του οργανισμού Disney, όμως, είναι αληθινή όσο δεν πάει, έχει εδώ και καιρό τρυπήσει το ταβάνι της επαίσχυντης φιλαργυρίας και αυτό ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτό, ούτε καταπίνεται εύκολα. Έχει πάψει να «είναι ταινία» αυτή η κατάσταση. Οι τύποι είναι ταληροφονιάδες κλάσεως και δεν χάνουν ευκαιρία να το διαλαλούν ανερυθρίαστα και ανησυχητικά τακτικά, πλέον.
Εάν για όλα τα (πολλά πια) live action remake του ιστορικού animated library του οργανισμού, μπορούμε να δεχτούμε πως υπήρχε έστω και ένας λόγος για να ξαναγυριστούν, καθώς μερίδα κοινού επιθυμούσε να ξαναδεί τα αγαπημένα παραμύθια με τα οποία μεγάλωσε, ερμηνευμένα από σύγχρονους αστέρες του Χόλιγουντ και όχι ζωγραφισμένα στο χαρτί, για τούτη τη νέα προσθήκη στην εν λόγω τακτική της Disney, ουδεμία δικαιολογία υπάρχει. Το ανθρώπινο στοιχείο εκλείπει από τον «Βασιλιά των Λιονταριών», κάτι που σημαίνει πως «λαμπερό καστ» εκ των πραγμάτων… γιοκ. Από την άλλη, εκπαιδευμένα λιοντάρια και άλλα δεκάδες άγρια θηρία, έτοιμα να ακολουθούν σκηνοθετικές εντολές, είναι μάλλον δύσκολο να βρεθούν. Όχι πως εάν μόστραραν εξημερωμένες τίγρεις και λέοντες θα πετύχαιναν κάποιο θαύμα, αφού από το 1966 κιόλας, το πτωχό πλην τίμιο «Γεννημένη Ελεύθερη» (με την υπέροχη μουσική του Τζον Μπάρι να κερδίζει βραβείο Όσκαρ τότε) έκανε ακριβώς αυτό. Οπότε… ποιο είναι το «live action» τούτου; Το εξελιγμένο CGI, μάλλον, το οποίο είναι σε κάθε περίπτωση εξαιρετικό και ανώτερο ακόμη και από το περίπου ανάλογο «Βιβλίο της Ζούγκλας» (2106), το οποίο παρεμπιπτόντως παραμένει σταθερά το καλύτερο ντισνεϊκό remake αυτής της λογικής (και που όπως πάει το πράγμα, θα διατηρήσει τον τίτλο αυτό… για πάντα). Εκτός πια κι αν όλος αυτός ο χαμός έγινε για να πει η Μπιγιονσέ ένα καινούργιο τραγούδι σαν συμπλήρωμα στις αυθεντικές συνθέσεις του Έλτον Τζον, οι οποίες έχουν «πειραχτεί», βεβαίως βεβαίως, ώστε ν’ αποκτήσουν ένα πιο «αυθεντικό», αφρικανικό folklore ύφος (λέγε με και… Γουακάντα).
Σε ό,τι αφορά την ταινία αυτή καθαυτή, η διαφορά της νέας εκδοχής από την παλιά του 1994 είναι (από σεναριακής άποψης) ανύπαρκτη. Ο προοριζόμενος για μελλοντικός βασιλιάς πρίγκιπας Σίμπα, γίνεται μάρτυρας του - δήθεν από ατύχημα - θανάτου του πατέρα του Μουφάσα. Ο δολοπλόκος θείος του, Σκαρ, τον αναγκάζει για το υποτιθέμενο καλό του να φύγει μακριά, αφού του ρίχνει την ευθύνη για τον χαμό του βασιλιά, με τον ίδιο να παίρνει τη θέση του, διαφεντεύοντας πλέον όλη την σαβάνα, όπως διακαώς ήθελε. Ευρισκόμενος πια σε αυτοεξορία, ο Σίμπα υιοθετεί έναν ανέμελο τρόπο ζωής δίχως να έχει έγνοια καμιά, μέχρι που η καλή του φίλη Νάλα τον βρίσκει μετά από καιρό και τον πείθει να επιστρέψει πίσω στο σπίτι και να διεκδικήσει αυτό που δικαιωματικά του ανήκει. Τον θρόνο του «Βασιλιά των Λιονταριών», προφανώς.
Τώρα, πως κατάφερε ο Τζον Φαβρό, με το ίδιο ακριβώς σενάριο, χωρίς καμία απολύτως extra υποπλοκή (όπως συνέβαινε λόγου χάρη στην προπέρσινη «Πεντάμορφη και το Τέρας»), να επιμηκύνει τη διάρκεια του original φιλμ κατά μισή περίπου ώρα, είναι θαύμα από τα σπάνια. Πέραν του μουσικοχορευτικού νούμερου με τη φωνή της Μπιγιονσέ (αφού την είχαμε στο καστ, ας την βάλουμε να πει κι ένα άσμα, κρίμα είναι μόνο να μιλάει…), ο Φαβρό έχει ξεχειλώσει κάποιες από τις σκηνές με άσχετα γεμίσματα που απεικονίζουν την «όμορφη ζωή της άγριας φύσης», κάνοντας το εγχείρημά του να θυμίζει επικίνδυνα ντοκιμαντέρ του National Geographic. Παίρνει, φυσικά, πειστικές ερμηνείες από τις φωνές του νέου καστ, αυτό όμως είναι το απολύτως σύνηθες σε τέτοιες παραγωγές. Το ίδιο καλές (ή και καλύτερες) ήταν και οι αποδόσεις του παλιού καστ (από το οποίο ο Τζέιμς Ερλ Τζόουνς είναι ο μόνος που επανακάμπτει στον ρόλο του), με τον Σεθ Ρόγκεν να κάνει μάλλον την καλύτερη εντύπωση συγκριτικά, χάρη και στη χαρακτηριστική χροιά της φωνής του, στον αβανταδόρικο ρόλο του έξω καρδιά φακόχοιρου Πούμπα.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως το original «Lion King» έστεκε ως το αψεγάδιαστο αριστούργημα. Ήταν κατά τη γνώμη μου το λιγότερο καλό από τα έως τότε φιλμ της ντισνεϊκής «αναγέννησης» (ακολούθησαν ασφαλώς και κάποια κατά πολύ χειρότερα αυτού), καθώς τόσο «Η Μικρή Γοργόνα» (1989), όσο «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» (1991) και φυσικά ο κορυφαίος «Αλαντίν» (1992), που είχαν προηγηθεί, ήταν όλα τους σαφώς πιο ψυχαγωγικά. Η ανεπανάληπτη επιτυχία που γνώρισε (βαδίζοντας εν πολλοίς με σιγουριά στο χαλί που τα προηγούμενα είχαν στρώσει), όμως, έθεσε δια παντός τον «Βασιλιά των Λιονταριών» σε τροχιά μύθου. Μια ολόκληρη γενιά σημαδεύτηκε από το (εξεζητημένο ως παιδικό θέαμα, εδώ που τα λέμε) μείγμα σαιξπηρικής ιστορίας εκδίκησης, αρχαίας τραγωδίας και... ομιλούντος ζωικού βασιλείου, έκανε κτήμα της τις βραβευμένες συνθέσεις του Έλτον Τζον και του στιχουργού Τιμ Ράις, με το κομμάτι «Hakuna Matata» (ειδικά) να αποκτά σχεδόν χαρακτήρα pop συνθήματος. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος ώστε το γοητευτικό παλαιάς κοπής animation να μπει στο «τριπάκι» της νοσταλγίας καθ’ αυτόν τον τρόπο, σέρνοντας όλους εκείνους που το αγάπησαν είκοσι πέντε χρόνια πριν, πίσω στους κινηματογράφους, ώστε να ξαναδούν (μαζί με τα παιδιά τους μερικοί εξ αυτών, πια) την ίδια ιστορία, αλλά σε μια πιο hi-tech εκδοχή της. Ή μάλλον υπήρχε. Ας μην επαναλάβουμε τις επισημάνσεις της πρώτης παραγράφου, όμως...
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Τη δόξα πολλοί εμίσησαν, το χρήμα ουδείς, με πρώτο και καλύτερο τον «Βασιλιά των Λιονταριών». Τι βασιλιάς θα ήταν, άλλωστε, εάν έδειχνε απέχθεια στο άκοπο κέρδος; Ο θρυλικός οργανισμός Disney πιάνει πάτο, διαπράττοντας εκ νέου ύβρη στο ίδιο του το παρελθόν, μάλιστα. Ύβρις - Άτις - Νέμεσις - Τίσις, είναι από αρχαιοτάτων χρόνων και παντού στον κόσμο η υποτιθέμενη πορεία των γεγονότων. Δυστυχώς… πλην Χόλιγουντ, κατά τα φαινόμενα, καθώς είναι βέβαιο πως και αυτή η ντισνεϊκή παραγωγή θα ξεσκιστεί να κόβει εισιτήρια, ό,τι και να λέμε εμείς εδώ.
Του Νίκου Παλάτου, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Χυμα, ειλικρινες, ωραιο review. Μακαρι να διαβαζαμε παρομοια reviews και στo gaming. Ταληροφονιαδες η Disney; Οι ΕΑ, Activision, Bethesda να δεις. Ποιος Jon Favreau; Τον Tod Howard τον ξερεις; Εχει πολυ πλακα που οι κριτικοι κινηματογραφου "δινουν" εμμεσως τους συναδελφους τους στο gaming. Εχουν θαψει ενα remake του Lion King (το οποιο ειναι και καλο remake) ενω oι δικοι μας πετανε χαρταετο εδω και χρονια με το πανηγυρι που εχει στηθει με τα remasters. Αλλο ενα remaster του Skyrim; Νταξ μωρε, δεν εγινε και τιποτα, επιλογες να εχουμε. Εχει και λιγο καλυτερο φωτισμο, τα αξιζει τα 60 ευρω. Δεν ξερεις φιλε reviewer τι εστι κατα συρροη ταληροκτονος. Σε λαθος industry εισαι.