Τρία πράγματα συμβαίνουν στο τρίτο “The Hobbit”: η πύρινη επέλαση του Smaug στην Lake-town, η μάχη μικρής κλίμακας (σε αριθμό εμπλεκομένων μικρή, γιατί στην ουσία εμπλέκεται το 80% όλης της ισχύος της Μέσης Γης σε αυτή την αναμέτρηση) στο Dol Guldur και η ίδια η μάχη των Πέντε Στρατών. Χρονικά, όπως είναι και φυσιολογικό άλλωστε, η τελευταία καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος, όμως οι δύο πρώτες ενότητες δημιουργούν την επιθυμία μεγαλύτερης έκτασης λόγω της αρτιότητας της υλοποίησής τους. Υπό κανονικές συνθήκες δε θα αναφέραμε κάτι τέτοιο για ένα ήδη «ξεχειλωμένο» project, που από δύο ταινίες επεκτάθηκε σε τρεις, όμως θα διαπιστώσετε ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν έχει γίνει σωστή διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες σκηνές και πρόσωπα. Πριν προλάβετε πάντως να ανησυχήσετε για οτιδήποτε σχετικό, αυτό που θα δείτε από τα πρώτα κιόλας καρέ της επίθεσης του Smaug μέχρι την επίδειξη δύναμης της Galadriel και την ίδια τη μεγάλη μάχη, είναι ότι ο Jackson συνεχίζει να εξελίσσει τις σκηνοθετικές του τεχνικές, προσφέροντας σκηνές δράσης που συνδυάζουν τον εντυπωσιασμό του υπερφυσικού στοιχείου με τις περίτεχνα χορογραφημένες, αλλά ταυτόχρονα ξεκάθαρα μονταρισμένες σκηνές μάχης. Τα CGI εφέ είναι πιο φυσικά από πριν, η χρήση 3D ρυθμισμένη με πρακτικά κριτήρια και όχι με γνώμονα τον φθηνό εντυπωσιασμό και το framing των σκηνών σχεδόν πάντα μελετημένο και καλαίσθητο. Περιλαμβάνονται κάποιες σκηνές ανθολογίας, όπως η διαπραγμάτευση του Bard και του Thorin μέσω ενός μικρού ανοίγματος στην πύλη του Erebor και γενικά το αποτέλεσμα από κινηματογραφικής άποψης είναι ιδιαίτερα προσεγμένο.
Το πιο σημαντικό είναι ότι και πάλι η ταινία υποστηρίζεται από πειστικές ερμηνείες, οι οποίες μάλιστα προλαβαίνουν να αναδειχθούν παρά τη φρενήρη δράση και παρά το γεγονός ότι πρόκειται για την πιο σύντομη ταινία και των δύο τριλογιών του Peter Jackson. Στην πρώτη ταινία είχαμε πολλούς διαλόγους, στη δεύτερη είχαμε πολλή δράση και τώρα στην τρίτη έχουμε ίσως την καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στα δύο, αφού το pacing επιτρέπει την ομαλή διαδοχή από τη μία σκηνή στην άλλη, χωρίς κάποια από αυτές να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από όσο πρέπει σε διάρκεια. Ο Richard Armitage αποδίδει ιδανικά την κάθοδό του στην τρέλα και την επαναφορά του από αυτή, συμμετέχοντας σε εξαιρετικούς διαλόγους με τον Bilbo, τους άλλους νάνους, τον Bard και τον Gandalf (… με όλους στην ουσία), ενώ ο Martin Freeman είναι πάλι άψογος στο ρόλο του αδύναμου σωματικά, αλλά ευρηματικού, πρακτικού και γενναίου χαρακτήρα, αποτυπώνοντας παράλληλα την εμπειρία και την αυτοπεποίθηση που έχει αποκομίσει ο Bilbo μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες. Ο Luke Evans, ως Bard, είναι και αυτός εξαιρετικός ως φυσικός ηγέτης που επιδιώκει την ειρήνη και ο Lee Pace, ως Thranduil, είναι από τους λίγους που αποδίδει πομπωδώς τις γραμμές του, δικαιολογώντας όμως την larger-than-life προσέγγιση τόσο λόγω της ιδιότητάς του ως βασιλιάς των ξωτικών, όσο και με το επιβλητικό παρουσιαστικό του. Η λίστα συμπληρώνεται από τον συνήθη γαλαξία αστέρων που είχε εμφανιστεί και στην τριλογία Lord of the Rings και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο τριλογίες, με τους Christopher Lee, Hugo Weaving και Cate Blanchett να καλούνται επιτέλους να δώσουν ένα δείγμα των απροσμέτρητων μαχητικών ικανοτήτων των χαρακτήρων που υποδύονται.
Αυτό που θα παρατηρήσετε είναι ότι ενώ δεν προκύπτει πρόβλημα με την διάρκεια των σκηνών, κάποιες από αυτές επαναλαμβάνονται. Στην περίπτωση των πολυάριθμων διαλόγων του Thorin όσο είναι υπό την επιρροή του “dragon-sickness” αυτό δεν είναι πρόβλημα, λόγω της ποιότητάς τους και του σκοπού που εξυπηρετούν, την όσο το δυνατόν δηλαδή καλύτερη αποτύπωση της προσωρινής αλλαγής στην ψυχοσύνθεση του βασιλιά των νάνων, όμως οι πολλαπλές σκηνές αποτυχημένου comic-relief με πρωταγωνιστή τον Alfrid (Ryan Gage) ενοχλούν. Οι εμφανίσεις της Tauriel και του Kili είναι καλύτερα ενταγμένες στη ροή της δράσης, όμως το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι οι σκηνές αυτές χαλάνε την ταινία, αλλά ότι έχουν πάρει τη θέση πολύ σημαντικότερων. Ο Beorn, ο πιο ισχυρός και πιο αποφασιστικός για την έκβαση της μάχης χαρακτήρας, που όλοι οι αναγνώστες του βιβλίου περίμεναν για χρόνια να δουν με πόσο μεγαλειώδη τρόπο θα κονιορτοποιεί τις εχθρικές μάζες, εμφανίζεται σε ένα καρέ. Πρόκειται για κλασική περίπτωση σκηνών που θα αναλυθούν περισσότερο στην extended έκδοση για DVD και Blu-ray, όμως ο υποβιβασμός μιας τόσο σημαντικής σκηνής σε «έξτρα υλικό» και η αντικατάστασή της με τις γκάφες του Alfrid είναι ανεπίτρεπτη.
Γενικά, το τέλος της μάχης, σε αντίθεση με την αρχή και τη μέση της, αντιμετωπίζεται επιφανειακά, λειτουργώντας ως υπόβαθρο στις -εξαιρετικά χορογραφημένες- μονομαχίες ανάμεσα σε Thorin-Azog, Legolas-Bolg και άλλων, υποδεικνύοντας έμφαση στους χαρακτήρες από τη μία, αλλά και «πετσόκομμα» του theatrical release από την άλλη. Αυτό δε σημαίνει ότι η Μάχη των Πέντε Στρατών, ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης της ταινίας, απογοητεύει από άποψης διάρκειας ή απόδοσης, αν και δείχνει να διαθέτει μικρότερη κλίμακα σε σχέση με τις μάχες του Lord of the Rings. Γενικά ο τρόπος διεξαγωγής της μάχης έχει αλλαχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό σε σχέση με το βιβλίο, όχι ως προς το πνεύμα, αλλά ως προς το «γράμμα» της, κάτι φυσιολογικό αφού το βιβλίο δεν την ανέλυε σε μεγάλη έκταση. Πάντως εδώ οι αλλαγές έχουν συνεισφέρει ως επί τω πλείστον θετικά στην κινηματογραφική αποτύπωσή της, αν εξαιρέσουμε ατυχείς εμπνεύσεις όπως το… kill streak του Bilbo με όπλο μερικές μικρές πέτρες. Την παράσταση κλέβουν οι νάνοι του Dain, τα ξωτικά του Thranduil και η συνεργασία μεταξύ τους, ενώ είναι η πρώτη φορά στην τριλογία που βλέπουμε ολοκληρωμένο τάγμα νάνων να μάχεται σε “real-time” και όχι σε κάποια σκηνή flashback.
Όπως προαναφέρθηκε, η τροποποίηση του περιεχομένου του βιβλίου είναι εκτεταμένη και αισθητή σχεδόν σε κάθε σκηνή πλέον, όμως δεν έχει αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό το συνολικό πνεύμα του λογοτεχνικού έργου. Οι συγκρίσεις με την τριλογία Lord of the Rings είναι αναπόφευκτες, αλλά και άδικες, όχι μόνο λόγω έκτασης των αρχικών έργων, αλλά και λόγω μεγάλης διαφοράς στο ύφος τους. Ως προάγγελος, χρονολογικά, του «Άρχοντα», το τελευταίο “The Hobbit” αναλαμβάνει να συνδέσει τα γεγονότα των δύο τριλογιών με πολλαπλούς τρόπους, πετυχαίνοντας σε γενικές γραμμές τον στόχο του χωρίς να προσπαθεί παραπάνω από όσο πρέπει και δημιουργώντας στο θεατή τη διάθεση για rewatch της παλιάς «τριλογίας» αμέσως μετά την έξοδο από την αίθουσα.
Μην αμφιβάλετε ούτε δευτερόλεπτο για το αν αξίζει τον κόπο να δείτε το The Battle of The Five Armies. Ακόμη κι αν διαφωνείτε, όπως εμείς, με κάποιες από τις επιλογές των συντελεστών, το γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για ένα κινηματογραφικό έπος που τιμάει το πνεύμα του λογοτεχνικού υλικού στο οποίο βασίζεται. Απλά είναι εμφανές ότι η Blu-ray Extended Edition θα το τιμάει περισσότερο.
Διαβάστε ακόμη το review του Freecinema για την ταινία εδώ (Ιωάννα Παπαγεωργίου, 6/10)
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity