Για να προστατεύσει την αδελφή του, ο Σανγκ-Τσι πρέπει να ταξιδέψει από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι το Μακάο, φοβούμενος ότι πίσω από το κακό που τους καταδιώκει κρύβεται… ο πατέρας τους και η αδίστακτη εγκληματική οργάνωση των Δέκα Δαχτυλιδιών.
Αφού δοκιμάστηκαν τα πάντα, από την αγνή (και σχεδόν) παλαιομοδίτικη περιπέτεια φαντασίας με superheroes μέχρι το πιο «χιουμοριστικό» καρναβάλι του meta-αυτοσαρκασμού (ή του «τρολαρίσματος», αν προτιμάτε), το MCU «πειραματίζεται» πλέον με επιλογές που χαρακτηρίζονται από τα στερεότυπα του diversity της εποχής μέχρι τον τρόπο με τον οποίο θα καλυφθούν οι ανάγκες «ταύτισης» του κάθε target group μαζών ανά τον κόσμο. Είδαμε και γυναίκες να ηγούνται Marvel-ικών φιλμ («Captain Marvel» και «Black Widow»), είδαμε και μαύρους («Black Panther»), γιατί όχι και Ασιάτες, λοιπόν; Πρόκειται και για ταμειακά τεράστια αγορά. Δεν μας «χάλασε»…
Το σχέδιο της δημιουργίας μιας κινηματογραφικής ταινίας (ή τηλεοπτικής σειράς) με ήρωα τον Σανγκ-Τσι ξεκίνησε σαν ιδέα από τον Σταν Λι στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με την επιδίωξη να πρωταγωνιστήσει ο Μπράντον Λι, καθώς ο πατέρας του, Μπρους, υπήρξε το «μοντέλο» για να σχεδιαστεί ο ήρωας του comic. Το project δεν υλοποιήθηκε ποτέ, όμως, άρχισε να δουλεύεται ξανά γύρω στο 2001, ώσπου να φτάσει σ’ ένα κάποιο στάδιο παραγωγής το 2019. Είναι η πρώτη φορά που τα Marvel Studios συστήνουν έναν Ασιάτη superhero, με επίσης Ασιάτη σκηνοθέτη. Το hype της προσμονής της ταινίας ήταν μεγάλο και όλοι ήλπιζαν να δουν ένα (τουλάχιστον) πολιτισμικά διαφορετικό έργο. Η αλήθεια είναι πως η εισαγωγή του «Θρύλου των Δέκα Δαχτυλιδιών» εκπλήσσει ευχάριστα, καθώς ο Ντέστιν Ντάνιελ Κρέτον αφηγείται την προϊστορία του μυθικού χαρακτήρα Ξου Γουενγού, κάτοχου των ομώνυμων δαχτυλιδιών που του έχουν χαρίσει την αθανασία και απεριόριστες (υπερ)δυνάμεις, κατακτώντας οτιδήποτε του μπει στο μυαλό. Στα 1996, θα βαλθεί να βρει το «μαγικό» χωριό του Τα Λο, το οποίο βρίσκεται καλά κρυμμένο μέσα σ’ ένα… κινούμενο δάσος. Φύλακάς του, η Γινγκ Λι, θα πολεμήσει μαζί του για να προστατεύσει τον τόπο της και θα τον κάνει να καταλάβει πως πρόκειται για αντίπαλο που δεν νικάται. Στις πολεμικές τέχνες. Όχι στην καρδιά…
Το αποτέλεσμα της ένωσής τους είναι ο Σανγκ-Τσι, τον οποίο συναντάμε στο Σαν Φρανσίσκο του σύγχρονου παρόντος. Όταν μία συμμορία του επιτεθεί σε λεωφορείο για να του κλέψει το μενταγιόν που του χάρισε η μητέρα του, ο «Σον» (για τους Αμερικανούς) θα φανερώσει για πρώτη φορά δημόσια τις απίστευτες ικανότητές του στην πάλη, κάνοντας την παλιότερη φίλη του, Κέιτι, να απορεί για την πραγματική του ταυτότητα. Έχοντας χάσει το μενταγιόν, ο Σανγκ-Τσι τα μαζεύει βιαστικά και πετάει μέχρι το Μακάο, ώστε να προειδοποιήσει την (έκπληξη!) αδελφή του ότι θα είναι ο επόμενος στόχος των αδίστακτων κακών.
Και κάπου εκεί, σιγά-σιγά, το όλο εγχείρημα αρχίζει να παίρνει τη standard φόρμα μιας Marvel-ικής περιπέτειας φαντασίας που, όμως, βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση σε σχέση με το τι πρέπει να παραδώσει και σε ποιο κοινό, τελικά. Οι απόπειρες να μοιάσει με ένα γνήσια ασιατικών καταβολών υπερθέαμα (με πρώτο highlight την πανέμορφη σεκάνς χορογραφημένης πάλης του πατέρα και της μάνας του Σανγκ-Τσι στο δάσος), συναντάνε την «αμερικανιά» καταστροφικής δράσης (η πολύ θεαματική αλλά κραυγαλέα στην ψηφιακούρα των οπτικών της εφέ σκηνή του λεωφορείου) που λες και βγήκε από «Spider–Man» movie, για να προστεθεί (διαρκώς περισσότερο σταδιακά) μια διάθεση αστεϊσμού (το casting της Ακουαφίνα εκεί παραπέμπει βασικά) που συγκρούεται αψυχολόγητα με κάποιες προσπάθειες του σεναρίου να προσεγγίσει ψυχαναλυτικά το τραυματικό παρελθόν της παιδικής ηλικίας των δύο αδελφιών. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, σκάνε εμβόλιμα και διάφορες άλλες φιγούρες από προηγούμενες φιλμικές παραγωγές της Marvel, για να «ελαφρύνουν» την πλοκή και ν’ αποχαιρετίσουμε κάθε ίχνος «διαφορετικότητας», που εν τέλει διατηρείται μονάχα στην εθνικότητα των ηρώων…
Μοιραία, σαν να βγήκε από καρμπόν άλλων ταινιών του MCU, η ιστορία μας οδηγεί σε μία κλιμάκωση κυριολεκτικό τσίρκο, με σεκάνς μαχών που από κάποιο σημείο κι ύστερα μοιάζουν με έργο… κινουμένων σχεδίων, κάνοντας το «Θρύλο των Δέκα Δαχτυλιδιών» να κατρακυλά στα τάρταρα της κακογουστιάς και του αχταρμά ιδεών ή εικόνων προσφιλών κυρίως στο ασιατικό κοινό (βλέπε μυθολογικά τέρατα και πελώριους δράκοντες!). Αν και το πραγματικά τερατώδες εδώ είναι οι «κοιλιές» του ρυθμού της αφήγησης, που όποτε κάνει στροφή προς το σεναριακά σοβαρό, βλέπεις τη νύστα να σε «αγκαλιάζει» με θαλπωρή. Κρίμα το πασίγνωστο (και πιο ώριμο, πλέον) καστ που πλαισιώνει τον πραγματικά χαρισματικό Σίμου Λιού, ο οποίος και «γράφει» καλά στο φακό και σε κάνει να νοιάζεσαι για την κατάληξη της ιστορίας του Σανγκ-Τσι στο φιλμ. Εννοείται ότι το φινάλε υπόσχεται επιστροφή στο σύντομο μέλλον, οι δύο «after credits» σκηνές είναι το απόλυτο χάσιμο χρόνου και… κανένας Λατίνος superhero υπάρχει στα Marvel comics, παιδιά; Να καλύψουμε κι αυτό το κενό, τώρα που γυρίζει…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Άνιση περιπέτεια φαντασίας στα πρότυπα των υπερ-ηρωικών ταινιών των τελευταίων ετών, χαμένη ευκαιρία για να δούμε κάτι πολιτισμικά διαφορετικό, με σεβασμό απέναντι σε διάφορα είδη ψυχαγωγίας του ασιατικού σινεμά. Η «ούγια» του Χόλιγουντ και της Marvel κάπου κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στο έργο, που συν τοις άλλοις πλατειάζει και εξαντλεί ασκόπως. Οι νεαρότερες ηλικίες θα το δουν με πιο θετικό μάτι. Οι φανατικοί του genre γνωρίζουν ότι θα τους αρέσει («ταινιάρα, στανταράκι 8 στα 10 στη χειρότερη, ο reviewer είναι άσχετος και δεν νοιώθει»)… πριν καν το παρακολουθήσουν στο σινεμά, δεν έχει νόημα να διαφωνείς με δαύτους.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Πράγματι απογοητευτική προσπάθεια και τελικά αδιάφορη ταινία. Ο μόνος λόγος να τη δει κανείς είναι η "Μαρβελική Συνέχεια" και μάλλον αύτη είναι και η σανίδα σωτηρίας, εισπρακτικά, για τις κάτω του μετρίου ταινίες του MCU από δω και πέρα. Ως πότε όμως;