Η πτωχή (και όχι ακριβώς τίμια) οικογένεια των Κιμ σκαρφίζεται τρόπους για να εισχωρήσει στη ζωή (και το σπιτικό) των εύπορων Παρκ. Θα ακολουθήσουν μέρες ευτυχούς συνύπαρξης, όμως ουδείς υπολογίζει την ανατροπή που θα προκαλέσει η εμφάνιση ενός… «φαντάσματος».
Υπάρχει μία συγκλονιστική στιγμή στον «Επισκέπτη» (2006), το έργο που χάρισε παγκόσμια φήμη στον Μπονγκ Τζουν-Χο, πριν εκτοξευτεί στα ύψη η (αξιόλογη) καριέρα του με τον φετινό Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών για τα «Παράσιτα». Σε εκείνο το αξιοπερίεργο κράμα (μελο)δράματος και ταινίας τρόμου, η κατάκοπη οικογένεια των Παρκ (οποία σύμπτωση) ετοιμάζει ένα πρόχειρο βραδινό και καθώς αρχίζει να τρώει τα έτοιμα noodles από τις πλαστικές συσκευασίες, έχοντας προσθέσει λίγο βραστό νερό, το νεαρότερο μέλος της, απαχθέν από το τεράστιο και ανθρωποφάγο τέρας του φιλμ, κάνει ξαφνικά την εμφάνισή του, σαν να μην έλειψε ποτέ από κοντά τους. Ο καθένας από αυτούς της προσφέρει από μία μπουκιά φαΐ, δηλώνοντας μία υπέροχη σιωπηρή στοργή στο πρόσωπό της. Η σκηνή διαρκεί λιγότερο από δύο λεπτά, δεν συνοδεύεται από μουσική και κανένας ηθοποιός δεν αρθρώνει λέξη. Από ολόκληρη τη φιλμογραφία του Μπονγκ Τζουν-Χο, μέχρι σήμερα, είναι η σκηνή που μου έχει κολλήσει στο μυαλό και αγαπώ περισσότερο. Μία τέτοια στιγμή δεν ένιωσα στα «Παράσιτα».
Αφήνοντας απέξω τα βραβεία, τούτο το φιλμ δεν αποτελεί (και) το σημαντικότερο έργο του θαυμάσιου Κορεάτη σκηνοθέτη, ο οποίος όμως ουδέποτε απογοήτευσε, απλά οι φεστιβαλικές διοργανώσεις κάποτε είθισται να «εξαργυρώνουν» τα ταλέντα που ανέδειξαν ανά τα χρόνια (ή τις δεκαετίες) με τις σχετικές «φανφάρες». Επίσης, όταν έρχεται «η ώρα σου», αυτό δεν συμβαδίζει απαραίτητα και με το καλλιτεχνικό βάρος της ταινίας που υπέγραψες εσχάτως. Για να μην παρεξηγηθώ, προφανώς και μου άρεσαν τα «Παράσιτα», όμως υπάρχουν μέσα στο φιλμ δύο καίρια σημεία με τα οποία «κλώτσησα» άσχημα και δεν θα μπορέσω να αναπτύξω την άποψή μου γι’ αυτά, διότι αποτελούν σοβαρά spoilers σε σχέση με την εξέλιξη της πλοκής του. Δυστυχώς.
Στα «Παράσιτα» υπάρχουν δύο παράλληλα σύμπαντα, με δύο τετραμελείς οικογένειες οι οποίες τοποθετούνται σε άκρως αντίθετα ταξικά «μέτωπα». Η μία εκφράζει έναν κόσμο lumpen, φτωχικό, μαθημένο στην απατεωνία, έτσι ώστε να επιζεί όπως κι όπως. Η άλλη είναι μεγαλοαστική, ζει εντός των «τειχών» της, δεν συναναστρέφεται με την… πραγματικότητα. Η οικογένεια των Κιμ θα εντοπίσει την «ουτοπική» οικία των εύπορων Παρκ και θα μελετήσει κάθε ενδεχόμενο εισβολής σε αυτήν, παριστάνοντας τον ιδανικό βοηθό / «υπηρέτη» της που θα παράσχει τα απαραίτητα για κάθε μέλος της ξεχωριστά. Ο υιός θα αναλάβει το φροντιστήριο για τα μαθήματα αγγλικής της teen κόρης των Παρκ, η αδελφή του θα αναλάβει να απελευθερώσει την καλλιτεχνική φύση του μικρού γιου που «κρύβει» κάποια ψυχολογικά τραύματα… σπιτικής προέλευσης, ο πατέρας θα πάρει τη θέση του έμπειρου chauffeur του κυρίου Παρκ. Από την «παρασιτική» ζωή της ανεργίας και του μίζερου υπογείου στο οποίο κατοικούν, οι Κιμ αρχίζουν να αποκτούν χρήματα, πραγματικά ωρομίσθια, ως «φιλοξενούμενοι» σε έναν τόπο ονειρεμένου βίου. Παίζοντας τους ρόλους τους συγχρονισμένοι στην εντέλεια, δεν προκαλούν καμία αμφισβήτηση και μπαίνουν στις καρδιές των Παρκ με τον τρόπο που οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται το κάθε «ευγενικό» κομπλιμέντο φίλων ή αγνώστων. Έτσι κι αλλιώς, οι Παρκ δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, το είπαμε αυτό.
Με το ψέμα ως το πιο… καλοσυνάτο «διαβατήριο», οι Κιμ θα προσπαθήσουν να χώσουν μέσα στο σπίτι και τη μάνα - προστάτιδά τους, «δολοπλοκώντας» ενάντια στην οικονόμο των Παρκ, μία κυρία την οποία οι τελευταίοι «κληρονόμησαν» από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη και αρχιτέκτονα της οικίας. Αυτό το συμβολικό «στήριγμα» της οικίας αποτελεί και ένα είδος «μεσάζοντα» που συνδέει… υπογείως τις δύο οικογένειες. Εάν αποκοπεί από αυτό το σχήμα ισορροπημένης συνύπαρξης, κανείς δεν είναι ικανός να προβλέψει τον αντίκτυπο αυτού του εξοστρακισμού.
Όταν τα «Παράσιτα» χαϊδεύουν τον ταξικό σαρκασμό, ο (και σεναριογράφος) Μπονγκ Τζουν-Χο λάμπει (εξαίρετο παράδειγμα η αναζήτηση wi-fi στην υπόγα των Κιμ, με τα παιδιά να βρίσκουν σήμα για τα κινητά τους πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας). Σε συνδυασμό με την ψυχολογική και υπαρξιακή υπόσταση που αποκτά ο σχεδιασμός του σπιτιού των Παρκ, το φιλμ είναι μία απόλαυση για το βλέμμα και το μυαλό, με τον θεατή να «κρυφοκοιτά» την εξέλιξη της πλοκής που σέβεται το κλασικό χιτσκοκικό μοτίβο (μέχρι ενός βαθμού), καθώς εσύ έχεις τη σιγουριά ότι ξέρεις όλα τα «μυστικά» των Κιμ, όμως δεν γνωρίζεις… θεμελιώδεις λεπτομέρειες γύρω από το background των υπόλοιπων χαρακτήρων της ταινίας.
Όταν το σενάριο αποφασίζει να σου τα φέρει όλα τούμπα, παίρνοντας τα ρίσκα ενός σχεδόν θριλερικού twist, το φιλμικό οικοδόμημα αποκτά ισχυρές ρωγμές που ενώ ο Μπονγκ Τζουν-Χο μπορούσε να καλύψει με πιο αποτελεσματικές για την αφήγηση συμβολιστικές λύσεις, προτιμά να χαθεί σε δαιδαλώδεις διαδρόμους ακραίων εκτροπών, που ανεβάζουν ακόμη πιο αδικαιολόγητα την ένταση λίγο πριν από το φινάλε, για να δώσουν τη θέση τους σε ένα… «δεύτερο φινάλε» συγκινησιακών τόνων και (για μένα) ατυχώς προβλέψιμο. Φταίει κι αυτή η ροπή που έχουν οι Κορεάτες στο μελόδραμα, τελικά. Απλά, στον «Επισκέπτη» το είχε κάνει καλύτερα, πιο τίμια, με τη σωστή οικονομία. Εκεί με στοίχειωσε. Εδώ με έβγαλε έξω με την αίσθηση ότι, απλά, παρακολούθησα μία καλή ταινία. Που παραλίγο να καταρρεύσει από λάθος δοσολογία… στα μπετά!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ίσως η πιο… European-friendly ταινία του Μπονγκ Τζουν-Χο μέχρι σήμερα, τα «Παράσιτα» είναι ένα παράδοξα χιουμοριστικό «παραμύθι» για την πάλη των τάξεων, την ευκολόπιστη φύση του ανθρώπινου είδους απέναντι στην άλλη όψη του, εκείνη του ψεύδους, της μοχθηρίας και της βίας που σε καθιστά νικητή ώστε να κρατηθείς στην επιφάνεια και ουχί στα… έγκατα της ζωής. Οι σεναριακές επιλογές του Κορεάτη δημιουργού θα διχάσουν και θα προκαλέσουν κάμποσες (ωφέλιμες) συζητήσεις για τις εναλλακτικές που θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να εξομολογηθώ ότι αισθάνθηκα πως βρισκόμαστε μάρτυρες μιας φάσης… «λανθιμικής» επίδρασης στο παγκόσμιο σινεμά (το έργο θα μπορούσε να κάνει ένα όμορφο double feature με τον «Κυνόδοντα»!). Για adult φίλους του art-house και σκεπτόμενους θεατές, προφανώς. Οι υπόλοιποι μπορεί να το βρουν και αστείο (με την κακή έννοια).
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Η ταινία σε αποζημιώνει κάθε στιγμή. Οι όποιες υπερβολές στις σεναριακές επιλογές, δένουν καλά με το πλαίσιο που έχουν οριστεί, Από τις καλύτερες ταινίες που έχει τελευταία.