Κατά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, διμοιρία Αμερικανών αλεξιπτωτιστών πέφτει στη γαλλική ενδοχώρα με αποστολή να ανατινάξει την εκκλησία όπου βρίσκεται η ασύρματη επικοινωνία των Ναζί. Οι στρατιώτες, όμως, δεν γνωρίζουν πως στα υπόγεια του άλλοτε ιερού χώρου οι γιατροί του Τρίτου Ράιχ έχουν στήσει εργαστήριο πειραμάτων με σκοπό να φτιάξουν τον στρατό που… δεν θα πεθαίνει ποτέ!
Είναι μάλλον παράξενο το πως εδώ και τόσα χρόνια κανένα μεγάλο χολιγουντιανό studio δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα Ναζί και ζόμπι, μιας και ο συνδυασμός των δύο μοιάζει να αντιπροσωπεύει ιδανικά το υπέρτατα θανάσιμο κακό. Από τη δεκαετία του ’70, όταν άρχισε να εξερευνάται το είδος («Shock Waves» του 1977, με τον Πίτερ Κούσινγκ), μέχρι τα πρόσφατα χρόνια που έχει γνωρίσει μια σχετική άνθηση με τίτλους όπως τα franchises του βρετανικού «Outpost» και του νορβηγικού «Død Snø», οι παραγωγές των ταινιών του genre κυμαίνονται λίγο ή πολύ στο cult πλαίσιο μεταμεσονύκτιων φεστιβαλικών προβολών. Λίγο η μόδα των καιρών μας με ταινίες οι οποίες αναφέρονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι η τεράστια τηλεοπτική επιτυχία του «The Walking Dead» που έβαλε για τα καλά τα ζόμπι στα σπίτια όλων μας, έφεραν τον πολυπράγμονα και καθοριστικό για τη σύγχρονη pop κουλτούρα Τζέι Τζέι Έιμπραμς να αναλαμβάνει την παραγωγή του «Overlord» (σε μια ιδέα που έχει κάποια στοιχεία από το video game «Return to Castle Wolfenstein», χωρίς πάντως να αποτελεί σε καμία περίπτωση μεταφορά του).
Το ξεκίνημα θυμίζει μια οποιαδήποτε πολεμική ταινία που αφορά την απόβαση της Νορμανδίας (η οποία ως γνωστόν έφερε την κωδική ονομασία «Operation Overlord», με κάθε ομοιότητα να σταματά εδώ). Αφού εμφανίζεται στην οθόνη ένα retro ασπρόμαυρο σήμα της Paramount, το αεροπλάνο της 101ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, που έχει επιβάτες λόχο Αμερικανών αλεξιπτωτιστών έτοιμων να πέσουν πίσω από τις γραμμές των Ναζί με την πολύ σημαντική αποστολή να καταστρέψουν τους ασύρματους επικοινωνίας τους ώστε να μπορέσει να ξεκινήσει η συμμαχική προέλαση, καταρρίπτεται από τα εχθρικά πυρά. Όσοι στρατιώτες καταφέρουν να επιβιώσουν της πτώσης, βρίσκουν καταφύγιο σε σπίτι μικρού γαλλικού χωριού όπου βρίσκεται το κτήριο του στόχου τους, και με τον χρόνο να τους πιέζει αφόρητα, αφού είναι ζωτικής σημασίας να ολοκληρώσουν το έργο τους μέχρι το χάραμα, καταστρώνουν τα σχέδιά τους. Η συναναστροφή τους, όμως, με νεαρή Γαλλίδα δεσποινίδα που τους βοηθά να κρυφτούν, αλλά και οι περιπολίες των Ναζί της περιοχής με τον επικεφαλής λοχαγό τους να επιδεικνύει ιδιαίτερα βάρβαρες και σαδιστικές τάσεις, περιπλέκει τις συνθήκες στις οποίες πρέπει να δράσουν. Όταν ένας εξ αυτών ανακαλύπτει τα εργαστήρια των ναζιστικών πειραμάτων, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μερικές πάρα πολύ μυστήριες καταστάσεις, που θα γίνουν μόνο χειρότερες για την ολιγομελή διμοιρία.
Ο σκηνοθέτης Τζούλιους Έιβερι έχει από τη μία ένα main plot που στα σοβαρά του βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» (1998) και το «Άδωξοι Μπάσταρδη» (2009), και στα λιγότερο σοβαρά πατάει σε ό,τι βάζει ο νους από ταινίες της ζόμπι (και δη της Ναζί) θεματολογίας, μέχρι τα extreme επιστημονικά πειράματα του «Re-Animator» (1985). Το gore στοιχείο, καθώς και το αίμα (που δεν αναβλύζει απαραίτητα από τις μάχες στο πολεμικό μέτωπο...), υπάρχουν σε ισχυρές δόσεις για τους φίλους του είδους, χωρίς να υφίσταται διάθεση για «στρογγύλεμα» των σχετικών σκηνών προς χάριν του συνήθως επιδιωκόμενου από τα studios PG-13 rating (για του λόγου το αληθές, το φιλμ κουβαλάει ένα ξεγυρισμένο R). Με σεκάνς ανθολογίας τη δοκιμαστική χρήση ένεσης με μυστηριώδες κόκκινο υγρό στο σώμα Αμερικανού στρατιώτη από τους φίλους και συμπολεμιστές του, προ του φόβου πως τον χάνουν για τον άλλο κόσμο μέσα από τα χέρια τους, και φυσικά τα... επακόλουθα της ριψοκίνδυνης επιλογής τους, αλλά και τον κλιμακούμενα αδιόρατο τρόμο για το τι ακριβώς βρίσκεται πίσω από τις δεκάδες πόρτες των υπογείων της εκκλησίας του μικρού γαλλικού χωριού, ο Έιβερι κατορθώνει αφενός να μην ξεφύγει επί της ουσίας από τα κυβικά ενός αυθεντικού horror Β-movie, αφετέρου να μην βάλει ποτέ στην άκρη την αφήγηση της ιστορίας του, με σκοπό να εντυπωσιάσει με έναν βομβαρδισμό splatter θεάματος και μόνον.
Υπάρχει εδώ σαφής αρχή, μέση και τέλος (με το φινάλε να κλείνει κάπως το μάτι στο αντίστοιχο των «Κυνηγών της Χαμένης Κιβωτού»), με τη διατήρηση μιας επιτυχημένης ισορροπίας ανάμεσα στο στοιχείο του τρόμου και της καθαρόαιμης πολεμικής ταινίας (η εναρκτήρια σκηνή της κατάρριψης δεν έχει και πολλά να ζηλέψει από τη «Δουνκέρκη»), χωρίς μάλιστα να ξεχνιούνται οι χαρακτήρες των στρατιωτών, οι οποίοι ξεφεύγουν από στερεότυπα (ο φοβισμένος πρωτάρης, ο πολυλογάς χιουμορίστας, ο περπατημένος στις φλόγες της μάχης) που αφορούν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σκιαγραφούνται λειτουργικά, δίχως να αποτελούν μονάχα μια απλή γαρνιτούρα στο κυρίως πιάτο των απέθαντων Ναζί. Οι δε ναζιστικές θηριωδίες απασχολούν κι εδώ, όχι όμως μέσω των εβραϊκών στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά μέσω της ωμής βίας που ασκείται στους απλούς κατοίκους του γαλλικού χωριού, οι οποίοι αποτελούν πρώτης τάξεως πειραματόζωα στα χέρια των κατακτητών, υπομένοντας φρικτά βασανιστήρια.
Σαν μικρή ένσταση σε όλα αυτά, να αναφέρουμε πως το όλο πράγμα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε τρικούβερτο γλέντι το οποίο θα μνημονεύαμε για χρόνια, εάν οι προαναφερθείσες πόρτες των εκκλησιαστικών υπογείων άνοιγαν είτε έγκαιρα, είτε... στο σύνολό τους. Ο Έιβερι δείχνει σε αυτό το κομμάτι μια μικρή συστολή (στουντιακό χέρι, άραγε;) να οδηγήσει την πλοκή σε κάτι ανάλογο του αξέχαστου party μετά κουρευτικής μηχανής του γκαζόν στο «Braindead» (1992), δεν τσιγκουνεύεται όμως σε κυνικές ατάκες μαύρου χιούμορ που ακούγονται κυρίως από το στόμα του ψυχάκια Ναζί αξιωματικού όταν ανακαλύπτει τη «χαρά» της αιώνιας ζωής, ενώ ούτε στιγμή δεν παραμυθιάζεται ότι φτιάχνει κάτι που θα πρέπει να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά. Ουδεμία σημασία, λοιπόν, έχει το γεγονός πως στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ούτε ένας μαύρος Αμερικανός να πολεμά μαζί με λευκούς συμπατριώτες του κατά την Απόβαση της Νορμανδίας (ο φυλετικός διαχωρισμός καλά κρατούσε ακόμη στις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ), ούτε η άνεση με την οποία ο ψάρακλας οπλίτης Μπόις μπαίνει και βγαίνει από το ναζιστικό φρούριο ασύρματης επικοινωνίας και... πάσης φύσεως ιατρικών πειραμάτων. Εδώ ασώματες κεφαλές δεν βάζουν γλώσσα μέσα τους και οι νεκροί δεν είναι ποτέ μετά βεβαιότητας αποδημήσαντες, καθώς εντός της εκκλησίας φαίνεται πως συντελούνται αληθινά θαύματα! Τα άλλα θα μας πειράξουν τώρα;
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Τρόμος με φόντο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια μπιμουβιά που ξεφεύγει από το επίπεδο μιας αληθινά φτηνής παραγωγής, καταδικασμένης να αφορά μόνο τους σκληροπυρηνικούς της γαλαρίας. Υπάρχει, ασφαλώς, μια camp διάθεση, τόσο όμως η στρωτή αφήγηση όσο και η στουντιακή φροντίδα, που εδώ κάνει διαφορά, δίνουν στο «Overlord» έναν αέρα ανανέωσης. Οι φίλοι του horror μπορούν να σπεύσουν. Οι φανατικοί της πολεμικής περιπέτειας δεν θα απογοητευτούν, αρκεί βέβαια να ξέρουν τι ακριβώς πάνε να δουν (αν και κατά μία άποψη, δεν υπάρχει τίποτε πιο ρεαλιστικά τρομακτικό από τον ίδιο τον πόλεμο). Όσοι δεν μπορούν να αντιληφθούν το ψυχαγωγικό του πράγματος συνολικά, μην φανταστούν ότι θα μπουν στο αντίστοιχο κλίμα με τούτο.
Του Νίκου Παλάτου, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity