O Ντέιβιντ Γέιτς προσπαθεί να κάνει πολλά με αυτόν τον «Θρύλο του Ταρζάν». Να μιλήσει για το πώς ορίζει κάποιον το παρελθόν, να εξερευνήσει πώς μας επηρεάζει η αίσθηση της κληρονομιάς, να εξετάσει τη βία της αποικιοκρατίας και την πολιτική και την «ηθική» τής όλης διαδικασίας, να παρουσιάσει μια «δεσποσύνη σε κίνδυνο» η οποία δεν θέλει να θεωρείται ευάλωτη σε έναν μοντέρνο κόσμο (αν και η ιστορία διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα), και να επαναπροσδιορίσει έναν από τους πρώτους «υπερ-ήρωες» που εμφανίστηκαν ποτέ στο χαρτί τοποθετώντας τον σε έναν υπερ-ηρωικό κινηματογραφικό κόσμο στη μετα-Κρίστοφερ Νόλαν εποχή («Why so serious?», Ταρζάν;). «Ο Θρύλος του Ταρζάν» είναι και origin story, και sequel, αλλά και πρωτότυπη ιστορία μαζί. Και ο Γέιτς όντως έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια να μετατρέψει την ταινία σε ένα πολυσύνθετο φιλμ που θα διασκεδάσει, θα εντυπωσιάσει αλλά και θα προβληματίσει ταυτόχρονα – σε τέτοιον βαθμό, όμως, που στο τέλος μάλλον χάνει τον απλό χαβαλέ που θα απογείωνε μια ιστορία η οποία, εξ ορισμού, δεν χρειάζεται να έχει και την καλύτερη σχέση με τον ρεαλισμό και τις βαθιές κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις για να πετύχει.
Όταν η ταινία «ξεχνιέται» και απομακρύνεται από το αυστηρό της προφίλ, προσφέρει μερικές πραγματικά εντυπωσιακές σκηνές, άξιες να συμπεριληφθούν σε ένα φιλόδοξο καλοκαιρινό blockbuster . Η υποβλητική εισαγωγή στην ομιχλώδη τοπογραφία του (ψηφιακού) Κογκό, οι ιλιγγιώδεις διαδρομές του Ταρζάν μέσα στη ζούγκλα πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, οι διάφορες συναναστροφές του με τα (επίσης ψηφιακά) ζώα της ζούγκλας αλλά και (το καλύτερο) η ίδια η τελική σκηνή μάχης με σχεδόν ολόκληρο το ζωικό βασίλειο να ορμάει καταπάνω στον ανθρώπινο πολιτισμό, μαρτυρούν μια απολαυστική ταινία δράσης, η οποία κρύβεται πίσω από πιο ενήλικους προβληματισμούς σχετικά με την Ιστορία, τις φυλετικές διακρίσεις και την ίδια την έννοια της σκλαβιάς. Το κακό, φυσικά, δεν έγκειται στο γεγονός ότι ο Γέιτς εμπλουτίζει τον ηθικό άξονα της ταινίας του με αυτούς τους προβληματισμούς. Αυτό που χρεώνεται, όμως, είναι ότι το κάνει με μια απλουστευτική αφέλεια, η οποία τον προδίδει όταν δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για την τύχη της ζωικής οικογένειας του Ταρζάν παρά για τους ίδιους τους σκλαβωμένους ανθρώπους (τους οποίους χρησιμοποιεί μόνο για να γεμίζει τα κάδρα του) ή όταν προσπαθεί να ενσωματώσει πραγματικά ιστορικά γεγονότα (όπως η γενοκτονία του Κογκό από τον βασιλιά Λεοπόλδο Β΄ του Βελγίου) στην ευρύτερη ιστορία του, αλλοιώνοντας εν τέλει άκομψα τη σχεδόν εκατοντάχρονη λογοτεχνική κληρονομιά τού Ταρζάν.
Τι λειτουργεί ανάμεσα σε όλες τις αντικρουόμενες – κατά στιγμές – προσεγγίσεις αυτής της ιστορίας; Καταρχήν, το γεγονός ότι η προέλευση του ήρωα δεν «τραβάει» την ιστορία προς τα πίσω παρά χρησιμοποιείται μόνο ως μέσο για την ανάπτυξη και την περιγραφή της προσωπικότητάς του. Επίσης, ο ίδιος ο Σκάρσγκαρντ ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα στη ζωώδη και την εκλεπτυσμένη πλευρά τού ήρωά του, χωρίς να είναι πολυλογάς, σε μία έξυπνη επιλογή για την ανάπτυξη του χαρακτήρα του (ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια και το γεγονός ότι οι κλειδώσεις των χεριών του είναι υπερμεγέθεις λόγω του τρόπου που περπατούσε μαζί με τους υπόλοιπους γορίλες μεγαλώνοντας). Γενικότερα, όλο το καστ καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αξιοπρεπές σύνολο, ακόμα κι αν ο Λίον Ρομ του Κρίστοφ Βαλτς δεν διαφέρει και πολύ από τις υπόλοιπες πρόσφατες εμφανίσεις του σε ρόλους κακών ψυχωτικών Ευρωπαίων, ακόμα κι αν ο Τζορτζ Γουόσινγκτον Γουίλιαμς του Σάμιουελ Λ. Τζάκσον αναπτύσσεται μάλλον αναχρονιστικά θυμίζοντας τη συνήθη σύγχρονη, πληθωρική κινηματογραφική persona τού ηθοποιού. Παραδόξως, οι δύο αυτοί τελευταίοι ρόλοι βασίζονται σε αληθινούς ιστορικούς χαρακτήρες, μία ομολογουμένως τολμηρή επιλογή του Γέιτς.
Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να μην εντοπίσει κανείς την αστοχία μιας ταινίας η οποία, ενώ προσπαθεί να κάνει μια δήλωση πάνω στις φυλετικές διακρίσεις, καταλήγει να βάζει τους λευκούς και ξανθούς πρωταγωνιστές της να… ηρωοποιούνται καθολικά από το σκουρόχρωμο καστ ως σωτήρες ή, ενώ βάζει την κεντρική ηρωίδα της να καυχιέται για το πόσο μη έρμαιο και δυναμική είναι, ουσιαστικά υπάρχει μόνο και μόνο για να τη σώσει ο καλός, μυώδης ήρωας και να τη σύρει μέσα στη ζούγκλα ο διαβολικός κακός της αφήγησης. Τουλάχιστον, η ταινία δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι η Τζέιν υπάρχει για το… γδύσιμο (καθώς παραμένει – σε μια σωστή επιλογή – ντυμένη καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ), όμως και πάλι η αρχική ελπιδοφόρα ιδέα παραμένει μόνο στα χαρτιά, χωρίς να επιτυγχάνει την ολοκληρωμένη μετάδοση του μηνύματος. Επιπλέον, oι παράλληλες αφηγηματικές διαδρομές μάλλον… μπλοκάρουν τη συνολική ροή του φιλμ, χωρίς να το αφήνουν να πάρει ποτέ επαρκή φόρα ως ταινία δράσης ή να εστιάσει ουσιαστικά στις περισσότερο ανθρωποκεντρικές θεωρήσεις του, κάνοντάς το να φαντάζει αποσπασματικό και, εν τέλει, ελλιπές σε κάθε μία πτυχή των φιλοδοξιών του. Αν αυτός είναι όντως «Ο Θρύλος του Ταρζάν», τότε μάλλον κάτι απωλέστηκε κατά τη μετάδοση της ιστορίας. Αξιοπρεπής, ναι. Θρύλος; Δύσκολα.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Αν δεν έχεις απαιτήσεις από το καλοκαιρινό σου blockbuster, δεν πρόκειται να απογοητευτείς από αυτόν τον «Θρύλο του Ταρζάν». Και εξωτικό couleur locale (αν και υπερβολικά ψηφιακό), και μετρημένες σκηνές δράσεις, και μια προσωπική σκοτεινή ιστορία υπάρχουν εδώ για να καλύψουν τις ορέξεις σου. Αν «κλωτσάς» όμως σε θέματα κοινωνικών ευαισθησιών, όπως τη σκιαγράφηση των ντόπιων ή τις ευκολίες στον χαρακτηρισμό μερικών προσώπων, θα βρεις πράγματα να σχολιάσεις ή και να αντιμετωπίσεις περιπαιχτικά (ειδικά στον τρόπο που ο Ταρζάν θεοποιείται από τους ντόπιους).
Του Δημήτρη Δημητρακόπουλου, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Βρείτε το freecinema.gr στο facebook
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity