Μια νεαρή Κινέζα θα πάει κόντρα στις παραδόσεις της εποχής και θα καταταγεί στο στρατό ως άνδρας, προκειμένου να πάρει τη θέση του ηλικιωμένου πατέρα της, σώζοντάς τον έτσι από την βέβαιη μοίρα ενός αναπόφευκτου θανάτου.
Ολοένα και περισσότερες ταινίες της Disney μοιάζουν ν’ ακολουθούν πια τον δρόμο της live action προσαρμογής, με την επική «Μουλάν» ν’ αποτελεί την πιο πρόσφατη προσθήκη στη σειρά (αφήνω επίτηδες εκτός τον τραγικό, full CGI «Βασιλιά των Λιονταριών» του 2019, που πλασαρίστηκε ως live action… κλαυσίγελως). Βασισμένη (στο μεγαλύτερο μέρος της) στο εμπορικά δημοφιλές animation του 1998, η νέα «Μουλάν» μπορεί να παραμένει πιστή στις αξίες της «καθαρής», α λα Disney οικογενειακής περιπέτειας, παρ’ όλα αυτά δεν φτάνει ποτέ τη χάρη και τη μαγεία του animation, το οποίο (έτσι κι αλλιώς) αποτελεί μακράν καλύτερη περίπτωση ταινίας από το ραφιναρισμένο «πακετάκι» που προσφέρεται εδώ δια χειρός της Νίκι Κάρο.
Σε μία αγροτική επαρχία της Κίνας, οι γονείς της μικρής Μουλάν προσπαθούν να μεγαλώσουν την κόρη τους όπως αρμόζει στα ήθη και τα έθιμα του λαού τους, πράγμα που σημαίνει πως την αναθρέφουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προκειμένου να της εξασφαλίσουν για το μέλλον έναν επιτυχημένο, καλότυχο… γάμο. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα συνομήλικά της κορίτσια, η Μουλάν βρίσκει περισσότερο διασκεδαστικό να επιδίδεται σε επικίνδυνα ακροβατικά κυνηγώντας τις κότες του χωριού, αδιαφορώντας εντελώς για το πως οφείλει να συμπεριφέρεται μια σωστή κυρία. Κι ενώ τα χρόνια περνούν και η Μουλάν (Λιού) έχει φτάσει πλέον σε ηλικία γάμου, η κινεζική αυτοκρατορία θα βρεθεί αντιμέτωπη μ’ έναν θανάσιμο εχθρό, τους Ρούραν, μια φατρία πολεμιστών οι οποίοι σε συνεργασία με μια εξόριστη μάγισσα (Λι) έχουν ως απώτερο σκοπό την εξόντωση του Κινέζου αυτοκράτορα. Όταν η επιτακτική ανάγκη για την δημιουργία ενός νέου στρατού απαιτήσει τη συμμετοχή ενός άνδρα από κάθε οικογένεια, η Μουλάν θα καταταγεί κρυφά, προκειμένου να σώσει τον γηραιό πατέρα της, επιτελώντας παράλληλα το προσωπικό της χρέος απέναντι στην αυτοκρατορία.
Εξ όψεως, η «Μουλάν» είχε όλα τα φόντα για να γίνει το next best thing των Disney-κών live action προσαρμογών: εντυπωσιακά σκηνικά, φαντασμαγορικά κοστούμια, τίμια σκηνοθεσία. Το πρόβλημα γίνεται εμφανές… αμέσως μετά το τέλος του φιλμ, όταν (ενδεχομένως) θα κληθείς ν’ απαντήσεις στην ερώτηση κάποιου άλλου υποψηφίου θεατή: «Πως ήταν η ταινία;»! Και τότε δεν θα ξέρεις πως ακριβώς ν’ απαντήσεις. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για παραγωγή του συγκεκριμένου studio, είσαι ήδη αρκετά προετοιμασμένος για το «φτιασίδωμα» και τον «καθωσπρεπισμό» (προφανώς, μιλάμε περί PG-13 rating, αφού το παιδικό κοινό έχει το ψωμί), όμως σε μια τέτοια ιστορία επικών διαστάσεων, εκεί όπου οι συγκρούσεις σώμα με σώμα και οι ξιφομαχίες αποτελούν το βασικό κομμάτι της αφηγηματικής ραχοκοκαλιάς της δράσης, η πλήρης απουσία αίματος (για παράδειγμα) και οι «κομματιασμένες» μονταζιακά σεκάνς βίας, μοιάζουν να υπονομεύουν ολοκληρωτικά την ψυχή του έργου, τσιμπώντας αφενός το «ΟΚ» για τους μικρότερους ηλικιακά θεατές, χάνοντας αφετέρου ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που καθιστούν τη Μουλάν τόσο πραγματικά ξεχωριστή μέσα στον κόσμο των στερεοτυπικών, λοιπών πριγκιπισσών: της αβανταδόρικης δράσης της.
Οι υποψιασμένοι από νωρίς θα καταλάβουν πόσο εύκολα το original animation κερδίζει κατά κράτος το αποτέλεσμα της Κάρο, το οποίο (ξαναλέω) δεν είναι και τόσο κακό, αλλά θα μπορούσε να κάνει μια κάποια σημαντική διαφορά, εάν κάποιοι είχαν τα κότσια να τολμήσουν κάτι λιγότερο glossy και περισσότερο προσκείμενο στην πραγματικότητα μιας ιστορικά ακριβούς πολεμικής σύρραξης. Αν μη τι άλλο, έτσι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και η έλλειψη συγκεκριμένων, υπέρ του δέοντος φανταστικών (για εδώ) χαρακτήρων της πρώτης ταινίας, όπως ο δράκος Μούσου, ο Κρίκετ και τα πνεύματα των προγόνων που όσο χιουμοριστικά έδεναν με το σύμπαν των Τόνι Μπάνκροφτ και Μπάρι Κουκ στο φιλμ του 1998, τόσο εκτός τόπου και χρόνου θα έμοιαζαν στην live action εκδοχή του.
Ουσιαστικά, πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση φιλμ που ενώ το βλέπεις μέχρι τέλους, κάπου, κάπως μοιάζει να χάνεται στη… «μετάφραση», με αποτέλεσμα να μένεις με μια τεράστια αίσθηση ανικανοποίητου που εδώ πηγάζει σαφέστατα και από την έλλειψη ρυθμού, όπως συμβαίνει ειδικά στο δεύτερο μισό της «Μουλάν», όπου οι εξελίξεις τρέχουν με τέτοια ταχύτητα, λες και οι δημιουργοί αποφάσισαν ξαφνικά να «μαζέψουν» το φιλμ με συνοπτικές διαδικασίες. Κατά τα άλλα, το πιθανότερο είναι πως ούτε οι ερμηνείες θα σε ξετρελάνουν. Η Γιφέι Λιού είναι όμορφη, αυτό όμως δεν αρκεί για να προσδώσει στην ηρωίδα της Μουλάν προσωπικότητα και ψυχή, ενώ ο μοναδικός άλλος χαρακτήρας που πραγματικά ξεχωρίζει είναι εκείνος της Γκονγκ Λι στον ρόλο της shape shifting μάγισσας που γίνεται γεράκι (και αυτό, όπως και να το κάνεις, είναι πολύ cool).
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Και ναι και όχι. Η νέα «Μουλάν» θέλει να γίνει κλασική, αλλά χάνει πανηγυρικά στα σημεία. Δεν είναι μόνο ότι το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης μένει… στα ρηχά, δίχως τον κατάλληλο κινηματογραφικό χρόνο μεταξύ των ηρωίδων, αλλά και το γεγονός ότι γίνεται και λίγο γαργάρα προς τέρψη του θεάματος, το οποίο τελικά δεν προέκυψε και τόσο δελεαστικό. Εν ολίγοις, η «Μουλάν» μπορεί να αγωνίζεται να πουληθεί σαν κάτι το μεγαλοπρεπές και ήδη κλασικό, αλλά σίγουρα δεν (θα) είναι.
Της Βαρβάρας Κοντονή, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Καμία σχέση με το αυθεντικό που αγαπήσαμε αλλάξανε την ιστορία ηθοποιοί ατάλαντοι μια αηδία εχτές το είδα. Στο imdb 5 και πολύ του είναι...