Σε ένα μακρινό, δυστοπικό μέλλον, οι εναπομείνασες πολιτείες της Ευρώπης αποτελούν μηχανοκίνητα οχήματα, πελώρια σε διαστάσεις, τα οποία μετακινούνται στη στεριά σε αναζήτηση πόρων. Στο μεγαλύτερο από αυτά, το Λονδίνο, μια μυστηριώδης κοπέλα θα εμφανιστεί με σκοπό να σκοτώσει τον επικεφαλής της Συντεχνίας των Ιστορικών, εξαιτίας ενός τραγικού μυστικού από το παρελθόν.
Όπως έγραφα και για το πρόσφατο «Φανταστικά Ζώα: Τα Εγκλήματα του Γκρίντελβαλντ», αυτό το είδος του σινεμά του φανταστικού, σε εποχές στις οποίες το παραμύθι μονάχα μέσα από το σινεμά μπορεί να αναζητηθεί, είναι απαραίτητες για να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας με τις εικόνες τους. Το «Mortal Engines», προερχόμενο από μια τετραλογία βιβλίων (που υπογράφει ο Φίλιπ Ριβ) τα οποία προσεγγίζουν την κατηγορία του «young adult», προφητεύει ένα steampunk μέλλον σχεδόν κανιβαλιστικό, το οποίο καταναλώνει… ταξικά μεταλλικές μα και ανθρώπινες σάρκες για να συνεχίσει να υπάρχει, με ολόκληρο το παρελθόν της ανθρωπότητας να αποτελεί ένα συνονθύλευμα από «junk» στοιχεία που μπλέκουν την ιστορική σημασία με το χάος της σημερινής κουλτούρας (εξαιρετική παρατήρηση τα τεράστια εκθέματα του αμερικανικού πολιτισμού που εκτίθενται σε μια «μινιατούρα» του British Museum). Χωρίς να θέλει να τοποθετηθεί πολιτικά, δε, το φιλμ ενίοτε σου φέρνει στο νου το σημερινό Brexit και σε κάνει να μειδιάς ευχάριστα γι’ αυτό. Με την παραγωγή να μην είναι καν βρετανική, αυτό σημαίνει πολλά…
Από την πρώτη (και εκπληκτική) σεκάνς καταδίωξης ανάμεσα σε δύο πόλεις που κινούνται πάνω σε τροχούς, με το Λονδίνο να απειλεί να «φάει» την αντίπαλό του, καταλαβαίνουμε αμέσως πως έχουμε εισέλθει σε ένα σύμπαν πρωτόγνωρο, το οποίο καταναλώνουμε αχόρταγα με το βλέμμα. Εδώ να επισημάνω ότι το production design του Νταν Χένα (Όσκαρ για τον τρίτο «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», το 2004) αξίζει τουλάχιστον την υποψηφιότητα στην κατηγορία του το 2019, καθώς αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο του φιλμ, ίσως περισσότερο και από την ίδια την πλοκή! Στον κόσμο αυτών την μηχανών / πόλεων, μια έριδα από το παρελθόν έρχεται να αναμετρηθεί μέσω της εκδίκησης που ζητά η νεαρή νομάς Χέστερ Σο, που θα «ξεβραστεί» από το Λονδίνο κακήν-κακώς, κουβαλώντας ξοπίσω της τον μαθητευόμενο ιστορικό Τομ Νατσγουόρθι, ο οποίος επέζησε της δολοφονικής απόπειρας από τον επικεφαλής της Συντεχνίας των Ιστορικών, Θάντεους Βάλενταϊν.
Με τον Πίτερ Τζάκσον στην παραγωγή, ο θεατής μπορεί να είναι προετοιμασμένος για ένα φαντασμαγορικό θέαμα μεγέθους, το οποίο του προσφέρει με την αρμόζουσα φαντασία το «Mortal Engines». Οι υποπλοκές δεν μπερδεύουν τόσο (όσο ενδεχομένως κάποιες αναφορές στο background του στόρι, ειδικά σε σχέση με τις ρίζες και τους στόχους της καταζητούμενης τρομοκράτισσας Άννα Φανγκ), με εκείνη του τερατόμορφου Σράικ (αισθητικά φέρνει στο νου συνδυασμό Ναζί ζόμπι με τον μεταλλικό σκελετό του Terminator!) να κερδίζει τις εντυπώσεις, μπολιάζοντας μια μοναδική και παράδοξη δόση συναισθήματος στην ταινία.
Η κορύφωση του παραμυθιού, με προορισμό ένα φράγμα που για χρόνια ονειρεύεται να κατακτήσει και να «ρίξει» το Λονδίνο, ώστε να καρπωθεί τα «μυστικά» της άλλης του πλευράς, «φορτώνει» υπερβολικά σε πληροφορία, αλλά ποτέ δεν κουράζει ούτε και αποτυγχάνει το προσδοκώμενο της ψυχαγωγίας υψηλής ποιότητας και αισθητικής, ειδικά με target group ένα πιο εφηβικό κοινό αλλά και τους οπαδούς του φανταστικού. Ο (εφετζής και κάτοχος Όσκαρ για τον «King Kong» του Πίτερ Τζάκσον) Κρίστιαν Ρίβερς εκτελεί χρέη σκηνοθέτη για πρώτη φορά με επαγγελματισμό και καλούς ρυθμούς αφήγησης και δράσης, αλλά η ψυχή του έργου βρίσκεται περισσότερο στο γράψιμο, τις ιδέες και το χιούμορ που διαθέτει το βιβλίο (μάλλον). Σου αφήνει μια γεύση ευχάριστη, με την προσμονή να παρακολουθήσεις μια λίγο πιο τολμηρή συνέχεια στο σύντομο μέλλον. Πάντως, από μια οπτική πολιτική και αμιγώς σαρκαστική, χαμογέλασα ύπουλα με το φινάλε.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Σαν ένα πιο vintage αισθητικής «Mad Max», πιο αθώο σε action, πιο «σαλονάτο» και βρετανικό σε design, που ειρωνεύεται υπογείως το μέλλον της Ευρώπης, το «Mortal Engines» αποτελεί μια παραγωγή της ομάδας του Πίτερ Τζάκσον και από μόνο του αυτό δίνει ένα στίγμα ως προς τις προσδοκίες του θεατή. Στοχεύει σε ένα πιο εφηβικό κοινό, αλλά η «παραμύθα» του είναι κάτι που θα «χωνέψουν» εύκολα και οι fans του φανταστικού σινεμά. Σε μεγάλο ποσοστό, διαθέτει εικόνες και δράση που δεν μοιάζουν με ότι έχουμε δει στο παρελθόν από τον κινηματογράφο. Και αυτό είναι, έστω, ανακουφιστικό σε μια εποχή κορεσμού ιδεών από τα studios. Δεν είναι για τους λάτρεις του ρεαλιστικού, «ψυχοβγάλτικου» σινεμά…
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity