Ο Τσάρλι και η Νικόλ χωρίζουν. Αλλά έχουν κι ένα παιδί. Στη μέση.
Ένα ολιγόλεπτο (μα λεπτομερέστατα αναλυτικό) montage με αφήγηση off μας συστήνει δύο χαρακτήρες. Ο Τσάρλι έχει φτιάξει το προφίλ της συζύγου του και η Νικόλ μας αφηγείται το δικό της για εκείνον. Ο Τσάρλι και η Νικόλ στέκονται μπροστά σε έναν σύμβουλο γάμου και πρέπει να διαβάσουν τι έχουν γράψει ο ένας για τον άλλον. Η Νικόλ αρνείται, ξαφνικά. Δεν θέλει καν ν’ ακούσει τι έχει γράψει γι’ αυτήν ο Τσάρλι. Το διαζύγιο έρχεται…
«Πάντοτε έβλεπα τη ζωή σαν υλικό για μια ταινία», είχε πει κάποτε ο Νόα Μπάουμπακ. Και σήμερα σκηνοθετεί την καλύτερη ταινία της καριέρας του, με βάση ένα δικό του σενάριο, για έναν σκηνοθέτη και μία ηθοποιό που χωρίζουν κι αναζητούν τον τρόπο με τον οποίο θα μοιραστούν τον ανήλικο γιο τους. Το 2013 ο Μπάουμπακ χώρισε με την ηθοποιό Τζένιφερ Τζέισον Λι. Έχουν ένα αγοράκι, επίσης. Πουτάνα ζωή, πως τα φέρνεις έτσι!
Μπορείς να προσπαθήσεις και να «μειώσεις» αυτό που έχει κάνει στην «Ιστορία Γάμου» ο Μπάουμπακ, βλέποντας το φιλμ σαν ένα σύγχρονο «Κράμερ Εναντίον Κράμερ» (1979), φιλτραρισμένο μέσα από το δραματικό και διανοούμενο φιλμικό σύμπαν ενός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ή ενός Γούντι Άλεν. Βέβαια, η ειρωνεία είναι πως οι δύο τελευταίοι πολλάκις μπολιάζανε στα σενάριά τους βιωμένες στιγμές τους. Αυτό φαίνεται να κάνει κι εδώ ο Μπάουμπακ, όμως το αποτέλεσμα είναι ένας οδοστρωτήρας ειλικρίνειας και ανθρώπινου πόνου, που έχει αλέσει όλες τις πρότερες αναφορές, για να παραδώσει κάτι συγκλονιστικά εσωτερικό και μεταδοτικό, ενορχηστρωμένο αψεγάδιαστα σε κάθε τομέα, από τη γραφή και τη σκηνοθεσία, μέχρι το casting, την καθοδήγηση ηθοποιών, το tempo που δίνουν οι ερμηνείες και τον ρυθμό του μοντάζ που κόβει και σφάζει το συναίσθημα. Δεν τολμώ να βρω ούτε μία αρνητική λέξη για να περιγράψω αυτό που παρακολούθησα «παγωμένος» στο κάθισμα της κινηματογραφικής αίθουσας. Κι ας φαίνεται κάπως μεγάλο (κι αυτό) το έργο σε διάρκεια. Μακάρι να είχε άλλο τόσο! Όχι επειδή ξεχνιέσαι μέσα στην αλήθεια του και σχεδόν απολαμβάνεις το θέαμα αυτής της «κλειδαρότρυπας», αλλά επειδή τέτοιο σινεμά προσωπικής έκθεσης, εξομολογητικό, σπάνια τολμά να μας προσφέρει η φιλμική παραγωγή του πλανήτη ολόκληρου.
Η «Ιστορία Γάμου» παρακολουθεί την κατάρρευση αυτού του ερωτευμένου ζευγαριού, που ποτέ δεν νιώθουμε πραγματικά γιατί χωρίζει, τόσο όσο και γιατί ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου σε τόσο νεαρή ηλικία, φέρνοντας στον κόσμο κι ένα παιδί από πάνω. Εκείνη μόλις είχε την πρώτη της επιτυχία σε ένα νεανικό ταινιάκι του Χόλιγουντ, εκείνος την «έσωσε» φέρνοντάς την στον ποιοτικό κόσμο του θεάτρου της Νέας Υόρκης, της «καπέλωσε» μία πιθανότατα επερχόμενη καριέρα ως μόνιμος σκηνοθέτης της, αλλά την εξέλιξε σαν καλλιτέχνη στο σανίδι, ώσπου εμφανίζεται η πρόταση για έναν τηλεοπτικό πιλότο στο Λος Άντζελες και η Νικόλ λέει το «ναι». Θα επέλθει η κρίση, εκείνη θα θελήσει να κυνηγήσει τα δικά της «θέλω» μακριά από τα «καταναγκαστικά» projects του Τσάρλι. Κατά κάποιον τρόπο, κανένας από τους δυο τους δεν ξέρει τι θέλει και τι να απαιτήσει στο πλαίσιο της οικογένειας που έχει δημιουργηθεί, οι ρίζες της οποίας εξαρτώνται στα καλά καθούμενα από την επαγγελματική «στέγη» της Νικόλ ή του Τσάρλι. Κάπου στη μέση, όμως, υπάρχει και ο μικρός Χένρι, που πρέπει να μεγαλώσει με μπαμπά και μαμά, που πρέπει να έχει ένα σπιτικό, που πρέπει να πηγαίνει σε ένα σχολείο, που πρέπει να έχει φίλους και ενίοτε και συγγενείς για να αισθάνεται αυτή τη βαρετή «θαλπωρή» του κάθε σογιού, που έστω φέρνει δώρα στις γιορτές.
Όλα αυτά ρισκάρουν να τα χωρίσουν η Νικόλ και ο Τσάρλι, αλλά δεν ξέρουν πως γίνεται η μοιρασιά, τι προβλέπει ο Νόμος ή τι προσδοκά ο καθένας από τους δυο τους σαν γονέας για τη συνέχεια. Κάπου εκεί μπαίνουν οι δικηγόροι, η δράση αποκτά νεύρο, μία σχεδόν «θριλερική» ένταση, την οργή που έχει (και) το δίκιο της και δεν τολμά να ξεσπάσει γιατί θα χειροτερέψουν όλα. Η εξέλιξη είναι από ασφυκτικά αγχωτική έως κωμικοτραγική. Η οικογένεια της Νικόλ πρέπει να αρχίσει να αντιμετωπίζει τον Τσάρλι σαν «εχθρό», η δικηγόρος της Νικόλ είναι αληθινό «σκυλί» στη χειραγώγηση της πελάτισσάς της, το παιδί δυσφορεί γιατί ο κόσμος του δεν είναι οι ενήλικες αλλά τα παιχνίδια του και οι συνομήλικες παρέες. Ο Μπάουμπακ σε πείθει ολότελα ότι το έχει «χορέψει» όλο αυτό το καταστασιακό και δεν (πρέπει να) ήταν μία ευχάριστη εμπειρία. Το μυαλό πηγαίνει στις μπεργκμανικές «Σκηνές από Ένα Γάμο» (1974), με τον Μπάουμπακ να σου κάνει ένα εξαιρετικά διακριτικό «κλείσιμο ματιού» / αναφοράς σ’ εκείνο το έργο, όμως εδώ οι αφορμές δεν είναι τόσο η απιστία ή ένα ηλικιακό «panic attack», ούτε καν μία «σχηματική» πάλη εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Στην «Ιστορία Γάμου» τα πάντα είναι πιο πικρά γιατί ο Τσάρλι και η Νικόλ εξακολουθούν να είναι ερωτευμένοι. Μέσα τους.
Το φιλμ, χωρίς να αγγίζει ποτέ τη φόρμα αφήγησης ενός μελοδράματος, σε καταρρακώνει σταδιακά. Σου κόβει την ανάσα, σου φέρνει δάκρια στην άκρη των ματιών, σε κάνει να γελάς, σε καταπιέζει κι εσένα, καθώς διχάζεσαι στην απόφαση του προφανούς (και βασανιστικού) ερωτήματος: «Ποιος από τους δυο τους φταίει;». Ίσως ποτέ δεν πρέπει να δίνει αυτή την απάντηση ένας «θεατής», ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που βρίσκεται έξω από ένα γάμο, τον ιδιωτικό βίο ενός ζευγαριού, ανθόσπαρτο ή μη. Γι’ αυτό και τούτη η ταινία καταλήγει να είναι (μάλλον) πιο δυσάρεστη για το κοινό από την κόντρα των Έρλαντ Γιόζεφσον και Λιβ Ούλμαν, οι οποίοι φαντάζουν τόσο «θεατρικά» στημένοι απέναντι στο χειμαρρώδες παίξιμο των Άνταμ Ντράιβερ και Σκάρλετ Τζοχάνσον εδώ. Καλύτεροι από ποτέ στη μεγάλη οθόνη, σαν Τσάρλι και Νικόλ σε κάνουν να θαυμάζεις την αβίαστη φυσικότητα των εκφραστικών τους μέσων, όχι μόνο σε στιγμές τόσο αποπνικτικές και εκρηκτικά φορτισμένες (η σκηνή του τσακωμού στο απρόσωπα «κενό» διαμέρισμα εκείνου στο Λος Άντζελες) όσο και σε απλές, της καθημερινότητας δύο ανθρώπων που σου δίνουν την εντύπωση ότι οι ηθοποιοί όχι μόνο έχουν προβάρει τα όσα πράττουν αλλά έζησαν συντροφικά μαζί για καμία δεκαετία!
Για σχεδόν δύο ολόκληρες ώρες, η «Ιστορία Γάμου» σε παίρνει από το χέρι και δεν σε αφήνει ούτε στιγμή να βγάλεις από το νου τη σκέψη ότι παρακολουθείς ένα αριστούργημα, ένα φιλμ που από τώρα έχει κερδίσει (επάξια) μία θέση στα classics του είδους του, άσχετα από υποψηφιότητες (θα μετρήσει σίγουρα έξι, ίσως φτάσει και τις οκτώ) ή τις νίκες που μπορεί να έχει στην απονομή των Όσκαρ του 2020. Κάπου εκεί, λοιπόν, ο Άνταμ Ντράιβερ ανεβαίνει όρθιος, παίρνει το μικρόφωνο στο αγαπημένο στέκι της θεατρικής του ομάδας και άδει το «Being Alive» του Στίβεν Σόντχαϊμ. Ο Τσάρλι είναι μόνος. Αλλά έχει επιζήσει. Κι εσύ δεν ξέρεις τι είναι καλύτερο, προτιμότερο ή πιο ουσιαστικό. Και η ταινία απογειώνεται ακόμη περισσότερο! Κι αυτό μοιάζει να είναι το ιδανικό της φινάλε. Αυτό που θα σε κάνει να θες να αναπνεύσεις ανακουφιστικά βαθιά για λίγη ώρα πριν σηκωθείς από το κάθισμα ή να σκουπίσεις τα υγρά σου μάτια στο μισοσκόταδο των end credits (όχι να κρύψεις από τους γύρω σου ότι έχεις πλαντάξει, δεν υπάρχει λόγος ενοχής ή ντροπής). Κι όμως, το έργο δεν τέλειωσε! Ο Μπάουμπακ με ένα «δεύτερο φινάλε» ρισκάρει να σαμποτάρει τον ίδιο τον εαυτό του, όμως κάνει μία γυριστή που λειτουργεί με ανεπιτήδευτη χάρη, μόνο και μόνο για να στοιχειώσει τον Τσάρλι και τη Νικόλ με έναν αποχαιρετισμό σχεδόν «εκδικητικό», βασανιστικό. Για να ακουστεί ένα «I love you» ύπουλα αντι-ρομαντικό, που δεν έχει ακριβή αποδέκτη, μα πιστοποιεί (ακόμη) την ύπαρξη αγάπης («through hell», που λέει και το τραγούδι). Τότε αυτή η ιστορία μπορεί να κλείσει. Όσο πιο σκληρά γινόταν.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Η δεύτερη ταινία που σκηνοθετεί για λογαριασμό του Netflix (μετά το χλιαρό «The Meyerowitz Stories» του 2017) είναι ένα δράμα σχέσης κυριολεκτικά αψεγάδιαστο, του οποίου θα ζηλέψεις την κάθε του κινηματογραφική πτυχή. Σενάριο, σκηνοθεσία, ερμηνείες, μοντάζ, σε αρμονική σχέση έμπνευσης και εκτέλεσης, με αποτέλεσμα το οποίο θα μείνει στην ιστορία του σινεμά. Πόσο άδικο να τα λέμε όλα αυτά για μία παραγωγή… τηλεοπτικής πλατφόρμας, που σε μερικές μέρες θα σου προσφέρει το ίδιο προϊόν σε λιγοστές ίντσες, επιτρέποντάς σου να «τσαλαπατήσεις» το μέγεθος της εμπειρίας και τον σεβασμό που αρμόζει σε μία τέτοια δουλειά. Ειλικρινά, μπορεί να είναι ο τύπος της ταινίας που δεν «σου λέει» για σινεμά, αλλά εδώ μιλάμε για ένα από τα σημαντικότερα φιλμ της σεζόν. Δεν είναι τόσο δραματικό όσο ακούγεται, όμως υπάρχουν στιγμές που θα αισθανθείς ότι η ενέργεια της δράσης, κάποιων σκηνών ή των ερμηνειών θα σου κλέβει το οξυγόνο που αναπνέεις! Επιπλέον επισημάνσεις στον δεύτερο ρόλο της εξαιρετικής Λόρα Ντερν (η δικηγόρος της Νικόλ) και στην ειρωνική αντίθεση των συνθέσεων του Ράντι Νιούμαν, που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο παιδιάστικα αφελές και το συναισθηματικά σκεπτόμενο.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity