Ανήλικο αγόρι, που γαλουχείται με ναζιστικές αντιλήψεις στη Γερμανία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ανακαλύπτει πως η μητέρα του προστατεύει σε κρυψώνα του σπιτιού τους νεαρή Εβραιοπούλα. Τι θα πει ο Χίτλερ (που είναι ο αγαπημένος… «φανταστικός» φίλος του πιτσιρικά!);
Κάπου μεταξύ δυσφορίας και πλήξης, το «διαβόητο» (κυρίως εξαιτίας της «οσκαρικής» φήμης που προκάλεσε στο περσινό Φεστιβάλ του Τορόντο) «Τζότζο» του Νεοζηλανδού Τάικα Γουαϊτίτι (δημιουργού του τόσο χαριτωμένου «Boy» από το 2010, της βαμπιρικής τρολιάς «What We Do in the Shadows» από το 2014 και του καρνάβαλου «Thor: Ragnarok» από το 2017) με άφησε με μία αίσθηση ανικανοποίητου και με ένα ψόφιο χαμόγελο στα χείλη, από χιουμοριστικές σκηνές οι οποίες εξαντλούνται στο trailer της ταινίας (και ενδεχομένως μερικές από αυτές να γυρίστηκαν κυρίως με αυτόν τον σκοπό κατά νου…). Δεν έχω κανένα «politically correct» ζήτημα με το θέμα του φιλμ και τη σατιρική ματιά απέναντι σε μία ιστορική περίοδο πολέμου, φρίκης και ανθρώπινης εξαθλίωσης. Απλά, έχω μία τάση να βαριέμαι το «κοίτα τι έξυπνο κάνω τώρα» στο σινεμά. Η αλήθεια είναι πως σκεφτόμουν λίγο και «Το Ταμπούρλο» (1979) του Φόλκερ Σλέντορφ και ήθελα να τραβήξω τα μαλλιά μου…
Το «Τζότζο» παρουσιάζει μία ετοιμόρροπη Γερμανία, λίγο πριν από το τέλος του Τρίτου Ράιχ, και βασικός του ήρωας είναι ένα δεκάχρονο αγόρι που μεγαλώνει στα πρότυπα της χιτλερικής προπαγάνδας, ένας μελλοντικός στρατιώτης που θα πολεμήσει για την πατρίδα και θα σκοτώνει «τερατόμορφους» και «δαιμονικούς» Εβραίους. Η μητέρα του δεν δείχνει να αντιστέκεται στην όλη αντίληψη, αλλά ο θεατής σταδιακά θα υποψιαστεί πως η σιωπή της έχει να κάνει περισσότερο με την ασφάλεια του μικρού παιδιού μέσα σε ένα «εχθρικό» και επικίνδυνο έδαφος, στο οποίο… πάντα πρέπει να λέμε «ναι». Οι υποψίες μας γίνονται πιο βάσιμες όταν ο Τζότζο θα ανακαλύψει σε κρυψώνα του σπιτιού τους μία νεαρή κοπέλα που μάλλον προστατεύεται από τη μητέρα εκείνου. Το σε ποια… φυλή ανήκει, είναι προφανές.
Ακολουθώντας μία αισθητική φόρμα που μοιράζεται ανάμεσα σε εικόνες - ντοκουμέντα γερμανικών βομβαρδισμένων πόλεων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στερεότυπα του (interior) production design ταινιών του… Γουές Άντερσον, ο Τάικα Γουαϊτίτι τα καταφέρνει καλύτερα όταν (απλά) σπάει πλάκα με τον παραλογισμό της εποχής, στήνοντας σύντομα «ανέκδοτα» σκηνών, ειδικά όταν σε αυτές εμφανίζονται οι μπόμπιρες τους οποίους η ναζιστική μηχανή γαλουχεί για τη μελλοντική διατήρηση της εξουσίας της (αποκρύπτοντας, φυσικά, το επερχόμενο τέλος της). Όταν τα (προφανή) αστεία με ανήλικα που «παίζουν» πόλεμο σε κάτι σαν εκδρομή με την κατασκήνωση (εδώ, πια, οι ομοιότητες με το φιλμικό σύμπαν του «Έρωτα του Φεγγαριού» του Άντερσον καταντούν προκλητικές!) στερεύουν, το έργο αναγκάζεται να πατήσει πάνω στον ουσιαστικό αφηγηματικό σκελετό της ιστορίας και να αναπτύξει τη σχέση του Τζότζο με την άγνωστη Εβραιοπούλα, η οποία (φυσικά) θα τον διδάξει πως και εκείνοι άνθρωποι είναι, με τα ίδια δικαιώματα στη ζωή. Καταλαβαίνεις. Τα τυπικά ανθρωπιστικά μηνύματα. Χωρίς κάτι το καινούργιο ή ξεχωριστά πνευματώδες στα λόγια.
Ο Τζότζο, χωρίς την ωριμότητα να κρίνει τον περίγυρό του ακόμη, με μια μάνα που… όλο λείπει (αστήρικτος και παραδομένος στην ασάφεια ο χαρακτήρας που υποδύεται η Σκάρλετ Τζοχάνσον, σε κάνει να απορείς για την υποψηφιότητά της για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου, καθώς - επιπλέον - ο χρόνος τής εμφάνισής της στην οθόνη είναι και ελάχιστος), βρίσκει το συμπλήρωμα της (κανονικά απούσας) «father figure» του στο πρόσωπο του ίδιου του Χίτλερ (!), ο οποίος έχει γίνει ο «φανταστικός» του φίλος, με σάρκα και οστά μονάχα για το δεκάχρονο και εμάς, τους θεατές του φιλμ. Τον υποδύεται ο ίδιος ο Γουαϊτίτι και, αρχικά, προσθέτει μία νότα κεφιού και σουρεαλισμού στο φιλμ, για να καταντήσει κι εκείνος μία άτολμη σε παρατηρήσεις φιγούρα, που καλύπτει την οργή του απέναντι στην ύπαρξη της κρυμμένης Εβραιοπούλας με «ληγμένο» χιουμοράκι, αδυνατώντας να εκφραστεί με βία και σκληρότητα. Εδώ τίθεται και ένα μεγαλύτερο θέμα συζήτησης, καθώς η ιλαρότητα σε όλο το φιλμ μετατρέπει το ναζιστικό καθεστώς σε μία ανώδυνη φάρσα κατώτερη και από εκείνη του θεατρικού… «Springtime for Hitler» στο αληθινά ξεκαρδιστικό και αξεπέραστο «Αυτοί οι Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί» (1967) του Μελ Μπρουκς! Η σεκάνς της γκεσταπίτικης έρευνας στο σπίτι του Τζότζο σταματά να γίνεται αστεία στα απανωτά «Χάιλ Χίτλερ» και εξελίσσεται σε απόγνωση δημιουργίας σασπένς, με λανθάνουσες ανατροπές σε σχέση και με άλλους δευτερεύοντες χαρακτήρες του φιλμ. Εδώ να προσθέσω και την ανόητη «συγκάλυψη» του… outing του λοχαγού Κλέντζεντορφ (Σαμ Ρόκγουελ) μέσω… «αδελφίστικων» επεμβάσεων που κάνουν εκείνος και ο σύντροφός του στις στολές τους. Εδώ κι αν αναπολείς την «περήφανη» τουαλέτα του Κρίστοφερ Χιούιτ από το ‘67!
Ατυχώς, ο Γουαϊτίτι δεν είχε καν τη ματιά του στραμμένη με προσοχή στα εμμονικά καδραρίσματα του Άντερσον τον οποίο νομίζει πως «αντιγράφει» (να μείνει μεταξύ μας…), παραδίδοντας στο «Τζότζο» ένα αισθητικό αποτέλεσμα… «του πτωχού». Με την τονικότητα της ταινίας να υποχωρεί προς έναν λαϊκίστικο μελοδραματισμό και ουχί σε μία έξαρση παρανοϊκού χιούμορ (με την ολοκληρωτική πτώση του ναζισμού), το έργο προκαλεί μία ακόμη πιο θλιβερή σύγκριση με το κινηματογραφικό παρελθόν και… εκείνη την αθλιότητα του Ρομπέρτο Μπενίνι από το 1997. Με το Ολοκαύτωμα, το παιδάκι και το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ούτε τον τίτλο δεν θέλω να γράψω! Από τις ελάχιστες κακές ταινίες που με έκαναν να εγκαταλείψω την αίθουσα πριν από το τέλος της προβολής (για ελάχιστα λεπτά). Εντάξει, εδώ μιλάμε για κάτι πιο δημιουργικό και αρτίστικο, που συγχωρείς ευκολότερα. Αν και με το άκουσμα του «Helden» του Ντέιβιντ Μπόουι στο φινάλε του «Τζότζο» αισθάνθηκα το στομάχι μου περισσότερο… ηρωικό!
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Controversy
Διαβάστε τη διαφορετική άποψη της Κατερίνας Ανδρεάκου για την ταινία στο Freecinema.gr.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity