Επίθεση από hacker αποκαλύπτει τις ταυτότητες όλων των ενεργών Βρετανών μυστικών πρακτόρων ανά τον κόσμο. Η MI-7 δεν έχει άλλη επιλογή από το να καλέσει σε βοήθεια τους πράκτορες που είχαν αποσυρθεί στο παρελθόν, όχι μόνο λόγω ηλικίας αλλά και λόγω… αχρηστίας! Μάντεψε…
Πρέπει να είμαι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους στην Ελλάδα που ποτέ δεν είδαν με συμπάθεια τις φιγούρες τις οποίες δημιούργησε για την οθόνη ο Ρόουαν Άτκινσον. Υπήρξαν επεισόδια του τηλεοπτικού «Mr. Bean» που με έκαναν να γελάσω, αλλά ο ίδιος χαρακτήρας στο σινεμά μου ήταν απλά ανυπόφορος. Το ίδιο και ο «Johnny English», που εδώ ξαναχτυπά για τρίτη φορά (η προηγούμενη ήταν το 2011), χωρίς να καταλαβαίνω απαραίτητα την αιτία.
Το πρώτο μου ερώτημα έχει να κάνει με την διάρκεια της μαζικής απήχησης των ηρώων που υποδύεται ο Άτκινσον, σε συνδυασμό με το πέρασμα… των αρκετών χρόνων, πλέον! Ο μίστερ Μπιν έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1990 και ο Τζόνι Ίνγκλις μας συστήθηκε για πρώτη φορά το 2003, σε μια απόπειρα του Βρετανού κωμικού να φρεσκάρει τις περσόνες του και (ίσως) να απευθυνθεί και σε ένα καινούργιο / νεότερο κοινό. Ακόμη και γι’ αυτό το τελευταίο, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, είναι άξιον απορίας το να δούμε που απευθύνεται πια αυτή η στερεοτυπική, σατιρική φιγούρα μυστικού πράκτορα, η οποία καταφεύγει σε παιδαριώδη (κυριολεκτικά, αν λάβουμε υπόψη την εναρκτήρια σεκάνς) αστεία και (κυρίως σωματικές) γκάφες για να προκαλέσει το γέλιο (επί του «λαϊκότερου», φυσικά).
Προφανώς, το «Ο Johnny English Ξαναχτυπά» δεν είναι μια ταινία κριτικής και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα για ανάλυση ή ανάπτυξη εδώ. Η πλοκή είναι δεδομένη και βασίζεται σε συνταγές των βρετανικών πρακτορικών περιπετειών, με τον Άτκινσον να γυροφέρνει κοσμοπολίτικα locations (στη γειτονική Γαλλία, μην καταξοδευτούμε κιόλας…) για να λύσει το μυστήριο και να αποκαλύψει την ταυτότητα του κακού, έχοντας κάνει τα πάντα λίμπα και έχοντας αλλάξει έναν σεβαστό αριθμό από εκφραστικές μούτες.
Η μόνη διαφορά από τα προηγούμενα φιλμ του Τζόνι Ίνγκλις είναι η γενναιόδωρη προσπάθεια του Άτκινσον να διαφοροποιήσει ελαφρώς το παίξιμό του, κατανοώντας πως ο ήρωάς του έχει ωριμάσει πια, όμως η συνήθειά του να βασίζεται σε γκριμάτσες εδώ και τόσες δεκαετίες συναντά μια κάποια αντίσταση… στο πρόσωπό του! Μοιραία, η γελοιότητα δεν αποφεύγεται πάντοτε, όμως κάμποσα γκαγκ προσφέρουν από το μειδίαμα έως και το έντονο χάχανο, καθώς ο Ίνγκλις καταστρέφει το σύμπαν στο πέρασμά του, αφήνοντας πίσω του μια… ζηλόφθονη πρόθεση να μας θυμίσει τις γκάφες του επιθεωρητή Κλουζό (η σκηνή του σερβιρίσματος στο πλωτό εστιατόριο, το ξεπάτωμα σε μια χορευτική πίστα και ο δειγματισμός μιας VR εισβολής που βγαίνει κατά λάθος στον πραγματικό κόσμο στο κέντρο του Λονδίνου, είναι μερικές παραδειγματικές και ευτυχείς στιγμές σε τούτο το φιλμ).
Στην τελική, η τρίτη περιπέτεια του Τζόνι Ίνγκλις είναι μια αποστειρωμένη και άκακη κωμωδία που καταντά να μοιάζει με… οικογενειακή ταινία, η οποία (παραδόξως) θα αφήσει περισσότερο αδιάφορους τους μεγάλους. Που θα έπρεπε να είναι το πραγματικό target group του Άτκινσον. Γι’ αυτό και εξακολουθώ να διερωτώμαι περί περάσματος του χρόνου και ηλικιών…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Όπως και να το κάνουμε, ο Ρόουαν Άτκινσον έχει το κοινό του. Και το κάνει να γελάει. Αυτή δεν είναι η χειρότερη στιγμή της κινηματογραφικής του σταδιοδρομίας, απλά, μπορείτε να φανταστείτε τι σας περιμένει. Εάν δεν είναι του γούστου σας οι τόσο γκαφατζίδικες κωμωδίες του Βρετανού ηθοποιού, μην… ξαναχτυπήσετε!
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity