Αγαπητέ χρήστη, παρατηρήσαμε οτι έχεις ενεργοποιημένο Ad Blocker.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity

Cold Pursuit (Ψυχρή Καταδίωξη) Review

  • ΗΛΙΚΙΕΣ

    18+

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ

    Hans Petter Moland

  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ

    Liam Neeson, Laura Dern, Micheál Richardson

  • ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
  • Cold Pursuit
      • 0 RATING
        ΧΡΗΣΤΩΝ (0)
      • ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΕ ΤΟ
    ΕΠΙΣΗΜΟ SITE https://www.coldpursuit.movie/ FOLLOWERS 0 ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΟ
  • 3

    SCORE
*
Η κριτική μας για την κινηματογραφική ταινία Cold Pursuit (Ψυχρή Καταδίωξη) του Hans Petter Moland, με πρωταγωνιστές τους Liam Neeson, Laura Dern και Micheál Richardson.

Φιλήσυχος οδηγός εκχιονιστικού μηχανήματος σε μικρή πόλη του Κολοράντο πληροφορείται πως ο γιος του είναι νεκρός από υπερβολική δόση ηρωίνης. Αδυνατώντας να πιστέψει την επίσημη εκδοχή του θανάτου του, πιάνει να σκαλίζει την υπόθεση, για να βρεθεί αντιμέτωπος με συμμορία διακίνησης ναρκωτικών, τα μέλη της οποίας αρχίζει να καθαρίζει ένα προς ένα, μέχρι να βρει αυτόν που δολοφόνησε το παιδί του. Η εκδίκηση θα είναι δική του;


Το νορβηγικό φιλμ «Με Σειρά Εξαφάνισης» (2014) ήταν ένα εξαιρετικό δείγμα περιπετειώδους μαύρης κωμωδίας, που συνδύαζε τη γραφική βία του Κουέντιν Ταραντίνο, τον κυνισμό (στα όρια της αφέλειας) των αδελφών Κοέν και το σαρδόνιο χιούμορ του Άκι Καουρισμάκι. Παρά το χιλιοειπωμένο θέμα τής αυτοδικίας εν είδει προσωπικής εκδίκησης με το οποίο καταπιανόταν, κατάφερνε να αποπνέει έναν αέρα φρεσκάδας, καθώς οι στακάτοι διάλογοι α λα «Αποστολή στην Μπριζ» (2008) με φόντο το παγωμένο τοπίο μιας απομακρυσμένης επαρχίας της Νορβηγίας έδεναν άψογα, προσφέροντας μια επί της ουσίας σάτιρα ενός ολόκληρου genre. Η θετική αύρα της ταινίας ήταν τέτοια, που το αμερικανικό remake της (όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις) κρίθηκε απαραίτητο, με το σχετικά σπάνιο της υπόθεσης να είναι πως αυτός που ανέλαβε να το φέρει εις πέρας ήταν ο ίδιος ο σκηνοθέτης του original. Το κακό, όμως, είναι πως ξαναγυρίζοντας ουσιαστικά το ίδιο φιλμ για δεύτερη φορά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ο Χανς Πέτερ Μόλαντ απολλύει το εκ των βασικών συστατικών της πρωτοτυπίας, κάνοντας επιπροσθέτως τούτο το επαναληπτικό εγχείρημα να μοιάζει πια περισσότερο με φτηνή απομίμηση όλων των παραπάνω.



Ο Λίαμ Νίσον υποδύεται έναν εσωστρεφή οικογενειάρχη (και όχι μια εκπαιδευμένη πολεμική μηχανή όπως στην τριλογία της «Αρπαγής»), ο οποίος μόλις έχει βραβευτεί από τη μικρή κοινότητα του χειμερινού θερέτρου της πόλης Κίχο ως «Δημότης της Χρονιάς», χάρη στη σημαντική συνεισφορά του στην επίλυση των προβλημάτων της περιοχής που προκύπτουν από τους κατά κανόνα δυσβάσταχτους κλιματολογικά χειμώνες. Πληροφορούμενος τον θάνατο του γιου του, ο οποίος εργαζόταν ως φορτοεκφορτωτής στο τοπικό αεροδρόμιο, αξιοποιεί την πρώτη ένδειξη που πέφτει στην αντίληψή του σχετικά με τη δολοφονία του, ξεκινώντας ένα γαϊτανάκι εκτελέσεων των παλικαριών του κυκλώματος ναρκωτικών με το οποίο μάλλον άθελά του είχε μπλέξει ο κανακάρης του. Αρχίζει από τα χαμηλά κλιμάκια της οργάνωσης, αντλώντας συνεχώς πληροφορίες που θα τον οδηγήσουν βήμα-βήμα στην κεφαλή της ιεραρχίας, με έναν τρόπο που φέρνει στο μυαλό τον «Επαναστάτη του Αλκατράζ» (1967), στο... καθόλου σοβαρό του, όμως!



Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των πτωμάτων (που και εδώ αναγγέλλονται με κάθε «επισημότητα» μέσω κηδειόχαρτων, τα οποία λειτουργούν και ως ταφόπλακες επί της οθόνης) επεκτείνει όπως είναι φυσικό την πλοκή πέραν του κεντρικού ήρωα, βάζοντας σταδιακά στο κόλπο ζεύγος τοπικών αστυνομικών ντετέκτιβ που βλέπει κόσμο και κοσμάκη ξαφνικά να εξαφανίζεται από προσώπου γης, τον αδελφό τού χαροκαμένου πατέρα που έχει μεν αποτραβηχτεί αλλά παλιά ήταν στα μέσα και στα έξω του υποκόσμου, όσο και την τοπική μαφιόζικη κοινότητα των Ινδιάνων η οποία ανοίγει λογαριασμούς με τον ψυχάκια αρχηγό της ναρκωσυμμορίας, γυρεύοντας και από δικιά της μεριά οικογενειακή εκδίκηση ώστε να πάρει το αίμα της πίσω. Όλοι αυτοί, εν μέσω σειράς παρεξηγήσεων και σωρείας αφελούς αντιμετώπισης των καταστάσεων, θα μπλέξουν σε έναν ατελείωτο κύκλο αίματος, με προφανή κατάληξη την σε στυλ παλιού Γκάι Ρίτσι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» σύγκρουση.



Ο πρωτοεμφανιζόμενος γραφιάς Φρανκ Μπόλντουιν γεμίζει το στόρι του με ένα κάρο υποπλοκές κι αμέτρητους χαρακτήρες κατά τα πρότυπα του κειμένου τού πολύπειρου πρώτου διδάξαντα Κιμ Φουπζ Όκεσον, ο βαθμός όμως που παίρνει στη διασκευή τού σεναρίου είναι πολύ χαμηλός, αφού δείχνει πως αδυνατεί να προσδώσει στο μαύρο χιούμορ, που τόσο εύστοχα λειτουργούσε στο ευρωπαϊκό υπόβαθρο του original, μια πλήρως ικανοποιητική αμερικανική χροιά. Θέλοντας να πετύχει ένα grotesque ύφος στις βίαιες εκρήξεις και τις αμέτρητες δολοφονίες, πέφτει συχνά στην παγίδα των καλαμπουριών που καταλήγουν να μοιάζουν με «εξυπνάδες», ενώ η ηθελημένα καρικατουρίστικη σκιαγράφηση των πάντων, με πρώτους και… χειρότερους τους Ινδιάνους της υπόθεσης (οι οποίοι αποτελούν τεράστιο μείον στην πλοκή όπως αποδίδονται εδώ), περισσότερο σκάβει τον λάκκο τού φιλμ παρά πετυχαίνει στο ψυχαγωγικό τού πράγματος.



Τα παράξενα παρατσούκλια όλων σχεδόν των εμπλεκομένων στην υπόθεση σκορπούν κάποια χαμόγελα με την ευρηματικότητά τους, το αυτό πράττει και ο καρμπόν τρόπος με τον οποίο επιλέγει να ξεφορτώνεται τα πτώματα ο τιμωρός δολοφόνος Νιλς Κόξμαν του Νίσον, το διαρκώς επαναλαμβανόμενο δολοφονικό μοτίβο, όμως, μαζί με την ελάχιστα πειστική παρουσία του Τομ Μπέιτμαν ως κυριλέ τρελαμένου βαρόνου των ναρκωτικών, δεν βοηθούν καθόλου στη σωστή επανεκτέλεση μιας καλής συνταγής (αν και όταν ο αρχιγκάνγκστερ συστήνει στον μικρό του γιο να διαβάσει τον… «Άρχοντα των Μυγών» ως αντίδοτο σε όλα του τα σχολικά προβλήματα, πετυχαίνει διάνα στην κλίμακα διαστροφής). Τουλάχιστον, το δίπολο «χιόνι και αίμα» προσφέρει μια ιδιόμορφη «ζεστασιά» στο μάτι, αν και η εμφανώς ψεύτικη ψηφιακή απεικόνιση της παγωμένης πόλης του Ντένβερ (που εμφανίζεται κάθε τρεις και λίγο και βγάζει μάτι με την προχειρότητά της) έρχεται με ευκολία να επιβεβαιώσει τη ρουτινιάρικη γραμμή πορείας στην οποία κινείται το εκχιονιστικό όχημα του φιλότιμου (και εδώ) Νίσον. Συνολικά, πάντως, με φόντο τα χιόνια και τα κρύα, ο διάγων πλέον καριέρα action hero ηθοποιός έχει πετύχει πολύ πιο στιβαρά αποτελέσματα στο κατά πολύ ανώτερο «The Grey» του 2012. Χωρίς αστειάκια εκεί.




ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Απτή απόδειξη του ρητού που αναφέρει πως η επανάληψη δεν αποτελεί μητέρα πάσης μαθήσεως, αλλά περισσότερο φέρνει σε… αδελφή της βαρεμάρας. Σε περίπτωση που έχετε δει το προ ολίγων ετών πρωτότυπο «Με Σειρά Εξαφάνισης», ετοιμαστείτε να το ξαναδείτε περίπου ολόιδιο σε δομή, αλλά στο πολύ πιο ανιαρό του. Εάν αγνοείτε το νορβηγικό φιλμ, πιθανότατα να σχηματίσετε μια πιο θετική άποψη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως τούτη η «Ψυχρή Καταδίωξη» θα σας «ζεστάνει» στο κάθισμα ενός κινηματογράφου.

Του Νίκου Παλάτου, σε συνεργασία με το freecinema.gr 
Διαβάστε όλα τα νέα του Enternity.gr στο Google News, στο Facebook στο Twitter και στο Instagram και κάντε εγγραφή στο Newsletter
2 ΣΧΟΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Για να μπορέσετε να προσθέσετε σχόλιο θα πρέπει πρώτα να έχετε κάνει login!

    • https://www.enternity.gr/files/Image/UserAvatars/resized/enternity_50_50.jpg
    • 3000 χαρακτήρες ακόμα
*