Κάπου μεταξύ «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος» και «Εκδικητές: Ο Πόλεμος της Αιωνιότητας», η Νατάσα Ρόμανοφ παλεύει με τους δαίμονες του παιδικού παρελθόντος και των… κομμουνιστικών κακουχιών της!
Μετά από τρεις καθυστερήσεις και αλλαγές ημερομηνίας εξόδου εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19, η πρώτη παραγωγή της Phase Four για το Marvel Cinematic Universe έρχεται να μας θυμίσει πως τόσο καιρό καταφέραμε και… ζήσαμε και χωρίς αυτές τις ταινίες, με το studio να «καλύπτει» το κενό διοχετεύοντας με superhero series την τηλεοπτική πλατφόρμα του Disney +. Είχε ενδιαφέρον αυτή η «απεξάρτηση», καθώς και το γεγονός πως η «Black Widow» ερχόταν με περγαμηνές… διαφορετικότητας που, πλέον, είμαστε σε θέση να κρίνουμε. Ευτυχώς, δεν μιλάμε για φιλμική αστοχία, όμως τα χειρότερα πράγματα που συμβαίνουν στην ταινία της Κέιτ Σόρτλαντ, είναι εκείνα που ταυτίζονται ακριβώς με ότι γνωρίζουμε από τούτο το συγκεκριμένο genre φαντασίας.
Η εισαγωγή της ταινίας, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μας συστήνει μια τυπική αμερικανική οικογένεια που ζει στο Οχάιο. Η σύζυγος «νταντεύει» τις δυο κόρες της στο σπίτι, ετοιμάζει το βραδινό τους, αλλά ο ερχομός του συζύγου διαλύει τη γαλήνη της οικογένειας, ανακοινώνοντας πως έχουν μόλις μια ώρα για να εγκαταλείψουν την οικία τους, πριν «τους βρουν». Ακολουθεί μια καταδίωξη από αυτοκίνητα της ομάδας πρακτόρων της S.H.I.E.L.D. και τα κάποια πρώτα αποκαλυπτικά δείγματα της υπερδύναμης του πατέρα, πριν η οικογένεια αποδράσει από αέρος, με προορισμό… την Κούβα! Τα opening credits μας μεταφέρουν σ’ ένα παλιοκαιρίσιο ψυχροπολεμικό κλίμα κατασκοπευτικών περιπετειών και η αλήθεια είναι πως ένας θεατής - μη γνώστης του MCU, που δεν θα διακρίνει της μικρές αναφορές σ’ αυτό, θα (μπορεί να) παρακολουθεί την «Black Widow» χωρίς να νοιάζεται για την ουσιαστική, κομιξική της προέλευση.
Σχεδόν όπως το θαυμάσιο «Captain America 2: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα» (2014), η δράση του φιλμ θυμίζει περισσότερο πρακτορικό θρίλερ ή μια κάπως πιο εξωφρενική (σε φανταστικά στοιχεία) τζεϊμσμποντική αποστολή (ωραίο κλείσιμο ματιού η ένθεση σκηνής του «Moonraker» που παίζει από τηλεόραση!), όπου οι Ρώσοι είναι οι σατανικά κακοί ήρωες που έπαιρναν κοριτσάκια από παιδική ηλικία και τα εκπαίδευαν με βάναυσους τρόπους, μέχρι να τα μεταμορφώσουν σε φονικές μηχανές που εκτελούν το στόχο των αφεντικών τους λες και πρόκειται για «προγραμματισμένα», άψυχα robots. Διόλου τυχαία, η μεγαλύτερος εχθρός της Νατάσα Ρόμανοφ εδώ είναι ένα ανίκητο «ον» δίχως ανθρώπινα χαρακτηριστικά, που παλεύει μαζί της σαν να είναι «σεταρισμένη» για να την αντιμετωπίσει με τις ίδιες ακριβώς τακτικές, προβλέποντας από πριν κάθε της κίνηση. Η βασική υποπλοκή θέλει να υπάρχει ένα φιαλίδιο με υγρό το οποίο «ξυπνά» τις Μαύρες Χήρες από ένα είδος «νάρκωσης» που της μετατρέπει σε πειθήνια όργανα του Ντρέικοβ, ενός πλέον μοχθηρού Ρώσου αξιωματούχου, ο οποίος ευθύνεται για τον βίαιο χωρισμό της Νατάσα από την μικρή της αδελφή, Γελένα.
Όσο η ταινία λειτουργεί με αυτούς τους κώδικες, προσφέρει ψυχαγωγία και καλή δράση, επιχειρεί να δώσει έναν χαρακτήρα ρεαλισμού στο δράμα της βασικής ηρωίδας, η επανεμφάνιση της Γελένα είναι τονωτική για την αφήγηση, όμως, κάπου προκύπτει και ο… εξαναγκασμός της ταύτισης του φιλμ με το MCU. Κι εκεί χάνεται η μπάλα! Η «Black Widow» πρέπει να μοιάσει με ακόμη μία από τις ταινίες «της σειράς» (#diplhs) των «Εκδικητών», το οποίο σημαίνει πως το μέγεθος των καταστροφών και των εκρήξεων «καπελώνει» οτιδήποτε προσπαθούσε να κάνει τη διαφορά από κάτω, μαζί με μια υφέρπουσα τάση προς το χιουμοριστικό, η οποία «ψυχραίνει» την ατμόσφαιρα σαν το άκουσμα ενός κακού αστείου (με εξαίρεση το τρολάρισμα της Γελένα προς τις πόζες της αδελφής της όταν ορμάει στο πεδίο της μάχης!).
Η τελευταία πράξη του έργου αποτελείται αποκλειστικά από θορυβώδεις σεκάνς ψηφιακών εφέ που το μάτι δεν προλαβαίνει να καταναλώσει (ή και ν’ αντέξει…), βγαλμένη από την εντελώς τυπική «safe zone» μιας υπερπαραγωγής της Marvel, δίχως ίχνος ανανεωτικού αέρα. Παρά το μέγεθος, η ετυμηγορία προκύπτει μεσοβέζικη, κυρίως εξαιτίας της ατολμίας και της έλλειψης έμπνευσης και δημιουργικότητας που σταδιακά χαντακώνει… δίχως ελπίδα γυρισμού το δεύτερο μισό της ταινίας.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Διασκέδασα περισσότερο το σινεμά μεγάλης οθόνης με άλλα blockbuster τα οποία προηγήθηκαν σε τούτη τη μετά καραντίνας περίοδο (λέγε με «Ένα Ήσυχο Μέρος 2» ή και «Fast & Furious 9»). Δεν αισθάνθηκα να μου λείπει το είδος (τελικά), πόσω μάλλον από τη στιγμή που σ’ αυτά τα 133 λεπτά (!) η «Black Widow» κάπου άρχισε να εμφανίζει τα στερεοτυπικά συστατικά κομιξικής συνταγής. Τζοχάνσον και Πιου έχουν θαυμάσια χημεία και βοηθάνε όσο μπορούν, συνολικά το καστ είναι προσεγμένο, σίγουρα δεν καταντά… βασανιστικό στη θέασή του, αλλά… η Phase Four σας μάρανε!
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity