Στα 1969, ο μικρούλης Μπάντι μεγαλώνει με την οικογένειά του στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ιρλανδίας, εν μέσω έξαρσης των εντάσεων μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Ενώ η καθημερινότητα γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη για τη φαμίλια, η μοιραία στιγμή να επιλέξει τη μετακόμιση σε πιο φιλόξενα και οικονομικά εύρωστα εδάφη της Αγγλίας κοντοζυγώνει…
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ταινιών στις οποίες οι σκηνοθέτες τους αντιμετώπισαν με ειλικρίνεια, απολογητικότητα ή νοσταλγία λυτρωτική το παρελθόν τους. Η μαυρόασπρη φωτογραφία του «Belfast» μπορεί να εστιάζει περισσότερο στα «400 Χτυπήματα» (1959) του Φρανσουά Τριφό ή στο «Ρόμα» (2018) του Αλφόνσο Κουαρόν, όμως, αν ρωτάς κι εμένα, άσχετα από την χρονική τοποθέτηση της δράσης του φιλμ, θεωρώ πως ο Κένεθ Μπράνα είχε (κρυφά μέσα) στο μυαλό του το «Ελπίδα και Δόξα» (1987) του Τζον Μπούρμαν και το «Distant Voices, Still Lives» (1988) του Τέρενς Ντέιβις. Το πρώτο από την πλευρά της οπτικής του ανήλικου ήρωα, το δεύτερο σαν πρότυπο αισθητικής αναφοράς, το οποίο επιχειρεί να εκμοντερνίσει και να «εκλαϊκεύσει» ο Μπράνα. Ήταν άπειρες οι στιγμές που οι εικόνες του μου έφερναν στο νου κάδρα ή ιδέες του Ντέιβις, κι αυτό μου στέρησε ένα κάποιο ποσοστό από την ψυχαγωγία που προσφέρει τούτη η δουλειά του Μπράνα. (Σε τούτο το σημείο να τονίσω πως αγαπώ πολύ τη συγκεκριμένη ταινία του Ντέιβις.)
Στο «Belfast», ο θεατής «ζει» στο σοκάκι όπου μεγαλώνει ο Μπάντι, μια έξυπνη φατσούλα μαθητή του δημοτικού σχολείου, από εκείνους τους πλέον πιασάρικους χαρακτήρες που σε κάνουν να ταυτίζεσαι μαζί τους και να χαίρεσαι πραγματικά και το έργο, απαιτώντας τα πράγματα να πηγαίνουν όσο το δυνατόν καλύτερα για εκείνους. Διαφορετικά… πλαντάζεις στο κλάμα! Είναι υπέρ του που ο Μπράνα δεν ρέπει προς τέτοιας μορφής συναισθηματισμούς και αποχρωματίζει την όποια μελοδραματική ένταση, για ν’ αφοσιωθεί σε «φιλτραρισμένες» αναμνήσεις που δίνουν όμορφες εικόνες και καταναλώνονται ευκολότερα από θεατές κάθε ηλικίας και προέλευσης. Δεν είναι καν απαραίτητο να γνωρίζει κανείς γιατί επικρατεί τόσο συγκρουσιακό μίσος ανάμεσα σε Ιρλανδούς Καθολικούς και Προτεστάντες, οι οποίοι θα έπρεπε να γειτονεύουν ειρηνικά στην ίδια πόλη ή (και) συνοικία. Το «Belfast» δεν έγινε για να θίξει οτιδήποτε πολιτικό με αιχμηρό τρόπο. Πιο σωστά, και με όρους σημερινών social media, είναι μία «απολιτίκ» ταινία. Εδώ δεκτές μπορούν να γίνουν οι αντίθετες ενστάσεις, όμως, ο Μπράνα υπερασπίζεται τίμια την απόφασή του και είναι συνεπής σ’ αυτήν μέχρι τέλους. (Απλά, να σχολιάσω πως αν γυριζόταν τέτοιου τύπου ελληνική ταινία με ουσιαστική απουσία πολιτικής διάστασης στα ιστορικά δρώμενα, θα ξεκινούσε νέος Εμφύλιος!)
Υπάρχει μία αίσθηση «προκάτ» στο στήσιμο των χώρων (παραδόξως, είναι πιο αισθητή στα γυρίσματα των εξωτερικών, στουντιακών λήψεων της γειτονιάς) που προκαλεί επιφυλάξεις αρχικά, ο Μπράνα δεν βρίσκει το ρυθμό του τόσο γρήγορα (ας πούμε στο πρώτο ημίωρο), η εμμονή στη (σχεδόν αποκλειστική) χρήση τραγουδιών του Βαν Μόρισον κάπου καταντά γραφική, όμως, αυτή η «ανθολογία» στιγμών της κάθε μέρας από τη ζωή του Μπάντι και της οικογένειάς του, κάπου βρίσκει το μέσα σου και, μαζί με τη φιλότιμη δουλειά που έχει κάνει το ensemble καστ των ηθοποιών του, χωρίς να έχεις αντιληφθεί ότι συμβαίνει, το «Belfast» μετατρέπεται σε μια ταινία που όχι μόνο σε νοιάζει να παρακολουθείς με προσοχή, μα σου γίνεται και απρόσμενα ευχάριστη, σε σημείο να θες να σηκωθείς από το κάθισμά σου και… να χορέψεις μαζί με τους γονιούς του πιτσιρικά στη σκηνή που παίζει το «Everlasting Love»! Είναι κάτι που συμβαίνει με το σινεμά. Η αίσθηση αυτής της ανεβαστικής εμπειρίας. Την τιμά ο Μπράνα στις σεκάνς όπου η οικογένεια πηγαίνει στον τοπικό κινηματογράφο για να δει το «One Million Years B.C.» (1966) ή το «Chitty Chitty Bang Bang» (1968), κρατώντας, όμως, την καλύτερη στιγμή φιλμικού homage για το «Τρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές» (1952), που τα παιδιά βλέπουν από την τηλεόραση στο σπίτι, ενώ η πραγματικότητα επιφυλάσσει μία «αντιγραφή» της Τέχνης, με μια μονομαχία πολιτικο-θρησκευτικής αντιπαράθεσης στους βίαιους δρόμους της ζωής.
Εντάξει, κρατά τις αποστάσεις του (εκ του ασφαλούς) και δεν πετυχαίνει να εναρμονίσει σ’ έναν ενιαίο τόνο τη δραματουργία του (με μια τόσο στρωτή αφήγηση!), όμως, η οπτική γωνία προσέγγισης από πλευράς του Μπάντι, βρίσκει αρκετές «χορδές» συναισθηματικής επαφής που, τελικά, κάνουν το «Belfast» ελκυστικό και αποτελεσματικό. Μ’ έναν τρυφερά «παιδιάστικο» τρόπο. Και αφελή. Όπως η εποχή μας.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Όχημα νοσταλγίας για το mainstream κοινό, το «Belfast» τυγχάνει να είναι το καλύτερο φιλμ που σκηνοθέτησε ο Κένεθ Μπράνα εδώ και… δύο δεκαετίες, τουλάχιστον! Έρχεται με βραβείο κοινού από το Φεστιβάλ του Τορόντο, το οποίο ξεκίνησε μια φημολογία οσκαρικών αξιώσεων και ήδη βρίσκεται στη λίστα των υποψηφίων για το καλύτερο ensemble καστ από το Σωματείο των Ηθοποιών. Δυνατό «χαρτί» αυτό. Γενικά, ωραίο σινεμά. Αν, όμως, κολλήσατε στην αρχική μου αναφορά σε κάποια παραδείγματα ταινιών του Μπούρμαν και του Ντέιβις, μην πάτε με τόσο ανεβασμένο πήχη!
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity