Το διαφυλετικό ζεύγος από το γνωστό franchise αποφασίζει να αλλάξει στέφανα, όμως μια απαγωγή διακόπτει τη γαμήλια τελετή και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας παίρνουν τους δρόμους για Λάρισα, σε αναζήτηση της ταυτότητας του απαγωγέα.
Κατά έναν ιδιόρρυθμο τρόπο, οι παραγωγοί του δεύτερου sequel του ελληνικού hit «The Bachelor» ακολούθησαν ένα παλιό, καλό ρητό: όταν έχεις βρει μια συνταγή που δουλεύει, δεν τη «χαλάς». Με τα εισαγωγικά, βέβαια, δηλώνω έναν κάποιο σαρκασμό… Να θυμίσω ότι το πρώτο φιλμ του 2016 δεν βλεπόταν και ότι ο Γιάννης Παπαδάκος, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία της περσινής συνέχειας, κατάφερε (έστω) να κάνει με αισθητή διαφορά το «The Bachelor 2» να δείχνει πιο σύγχρονο, γρήγορο σε ρυθμό και περισσότερο προσιτό στο νεανικό κοινό. Πέραν αυτών των στοιχείων, μιλάμε για κάτι πολύ κακογραμμένο, με υποκριτική που θα έκλεινε σχετικές σχολές. Για μένα, πάντως, το εγχείρημα έδειξε ότι μπορεί να σηκώνει αναβάθμιση και ήλπιζα σε μια ακόμη καλύτερη προσπάθεια με το «The Bach3lor», το οποίο θα μπορούσε να έχει για tagline το… «στου κουφού την πόρτα»! Διότι όλα τα ελαττώματα της περσινής ταινίας κοπιάρονται δίχως ίχνος θέλησης να προκύψει κάτι λιγάκι καλύτερο ως αποτέλεσμα εδώ. Και είναι κρίμα, γιατί υπάρχει ένα κάποιο επίπεδο δουλειάς, ανώτερο του συνηθισμένου που βλέπουμε σε λαϊκές κωμωδίες της ντόπιας παραγωγής.
Βασικό κακούργημα, το σενάριο. Ένας άνθρωπος δεν βρέθηκε να διαβάσει τι είχε γραφτεί, ειδικά όσον αφορά το πρώτο μέρος του φιλμ, με τα του γάμου και των «αφρικανικών» παραδόσεων; Η καταστασιακή μπαλαφάρα σε αυτό το μέρος του sequel σε κάνει να σαστίζεις από αμηχανία, με το βιβλίο των «προαπαιτούμενων» που βαραίνουν τον γαμπρό, τους εντελώς αδούλευτους δεύτερους χαρακτήρες (από την πλευρά της νύφης) και την απαράδεκτη υποπλοκή με τα διαμάντια (ειδικά από τη στιγμή που βλέπουμε και το μέγεθος του χρηματοκιβωτίου!). Παραδόξως, η ομάδα των σταθερών πρωταγωνιστών, αν και δεν πρόκειται να διεκδικήσει ποτέ βραβεία ερμηνείας σε καριέρα… σε τούτη τη ζωή, αυτή τη φορά (μάλλον από συνήθεια) δένει σαν αληθινή (θα τολμούσα να πω) παρέα και δεν σε ενοχλεί. Υπάρχουν στιγμές ευτραπέλων που μπορείς να αποδεχτείς ως αστείες (η αγγελία του Γιάννη Τσιμιτσέλη, για παράδειγμα, όσο κι αν η κορύφωσή της δεν δύναται να τελειοποιήσει την αντιγραφή τής αντίστοιχης σεκάνς από τον «Αμετανόητο Εργένη» του 1999), όμως το βασικό στόρι του γάμου δεν τραβάει. Δεν υπάρχουν οι στοιχειώδους έμπνευσης ατάκες, διάλογοι που να κάνουν ένα κωμικό γκελ όταν απευθύνονται στον θεατή. Όσες «ενισχύσεις» από έκτακτες εμφανίσεις και αν σκάνε επί της οθόνης (ο Αλέξανδρος Κοντοπίδης «παριστάνει» τον Βέγγο στην τρεχάλα, αλλά αυτοακυρώνεται χωρίς πλακατζίδικο punchline ως παρουσία, ενώ ο Τόνι Σφήνος κερδίζει τον μοναδικό πόντο αξιομνημόνευτης παρουσίας με την ατάκα για τις πάστες, ακριβώς για να αποδείξει τα λεγόμενά μου).
Το δεύτερο μέρος είναι σαφώς πιο σπιρτόζικο και έξυπνο, με την εξέλιξη της υποπλοκής της απαγωγής του Θανάση Βισκαδουράκη (ο οποίος έχει ξεχάσει ολοκληρωτικά τη σεξουαλικότητά του σε τούτο το sequel...) να αποκαλύπτει μια ωραία σεναριακή και τόσο επίκαιρα… φεμινιστική ιδέα, η οποία σταδιακά πάει στράφι, εν μέσω άκυρων σκηνών καταδίωξης (σοβαρά τώρα, το τρακτέρ, που «πετάει» πάνω από ποτάμι, το είδε κανείς στο μοντάζ και πείστηκε ότι πρέπει να παραμείνει στο φιλμ;) και του ασυμμάζευτου σε ενθέσεις λεπτομερειών στην αφήγηση (όπως η ύπαρξη του χαρακτήρα που υποδύεται ο Τάσος Παλαντζίδης, τα ναρκωτικά και το σκυλάδικο μαζί!). Κάπου σκάει το χειλάκι με την drag (τι άλλο…) εμφάνιση του Τάκη Ζαχαράτου σε ρόλο θεάρας της πίστας, αλλά και εκεί η γραφή είναι που επιτρέπει στην περσόνα να σταθεί στα πόδια της και να βγάζει γέλιο, αρχικά από το σουξέ που άδει, κατόπιν από την άνεση να υπηρετεί ακόμη και την πιο αδιάφορη χιουμοριστική ατάκα που ξεστομίζει, μέχρι και το πραγματικά αστείο εύρημα του «φορητού» λαμπατέρ. Ταλέντο διδάσκει ο Ζαχαράτος και πάλι, ακόμη και χωρίς καραμπινάτα υλικά (που θα μπορούσαν να τον υποστηρίξουν σαφώς καλύτερα).
Last but not least, το κατέβασμα των παντελονιών και το στήσιμο κώλου σε ονομαστούς χορηγούς, που όταν τους κακομαθαίνεις με αποκλειστικά, κοντινά πλάνα σε διάφορα προϊόντα, βρίσκεσαι σε μια κατρακύλα δίχως γυρισμό, με το κοινό να γελά περισσότερο με τις επί της οθόνης τοποθετήσεις τους παρά με τα «αστεία» του σεναρίου. Εάν δεν καταλαβαίνει ο πελάτης πόσο άσχημα εκλαϊκεύεται η ενίσχυσή του στο budget μιας ταινίας… εεε… oh, wait, στην Ελλάδα ζούμε (#Delfinario)!
Σε γενικές γραμμές, το «The Bach3lor» βρίσκεται πάνω-κάτω στο ίδιο μήκος κύματος με την περσινή συνέχεια του franchise, χάνοντας (ακόμη και) το χιούμορ της τοπικότητας που είχε εκείνη (ο ταξιτζής του Δημήτρη Σταρόβα δεν αντέχει να σηκώσει από μόνος του το «βάρος» της προφοράς των Λαρισαίων και το αστείο δεν έχει καν διάρκεια, ενώ η σκηνή της καταδίωξης με τα αυτοκίνητα λειτουργεί εντελώς λανθασμένα όταν απευθύνεσαι σε θεατές που καταναλώνουν τις συνέχειες του «Fast & Furious»…). Τώρα εγώ θα προσθέσω κάτι που σχεδόν κανένας δεν θα ευχόταν: να καθίσει κάποτε η παραγωγή και να ασχοληθεί σοβαρά και με το σενάριο μιας πιθανής επόμενης συνέχειας, διότι και το είδος της κωμωδίας και το λαϊκό σινεμά είναι απαραίτητα στο πλαίσιο της κινηματογραφικής παραγωγής μιας χώρας. Ναι, το ξέρω, είμαι ένας ανόητος ρομαντικός τύπος.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Είχες δει το προηγούμενο και το διασκέδασες; Θα κινηθείς σε παρόμοια εδάφη καφρίλας και μάλλον θα… το ξανακάνεις! Είχες δει το προηγούμενο και… παραλίγο να σε στείλει στο χώμα; Θα σκάβεις λάκκο με τα ίδια σου τα χέρια και θα τον σκεπάσεις κι από πάνω! Είσαι «πρωτάρης» και σκέφτεσαι να το τολμήσεις; Λες ψέματα, μας κρύβεις ότι είχες πάει στο «The Bachelor 2»! Το ρίσκο είναι πάντα δικό σου.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity