Χαμίνι του δρόμου ανακαλύπτει μαγικό λυχνάρι που ονειρεύεται να πάρει στα χέρια του ένας δολοπλόκος βεζίρης ώστε να γίνει ο επόμενος σουλτάνος, η κόρη τού οποίου έχει κλέψει την καρδιά του πρώτου. Τι να πρωτοπρολάβει να κάνει κι αυτό το τζίνι, πια;
Δώσε βάση στα χαρακτηριστικά του είδους τούτης της ταινίας: οικογενειακή κωμική περιπέτεια. Με έναν θαυμαστά παράδοξο τρόπο, στην πραγματικότητα, η live action μεταφορά του animated (και υπέροχου) «Aladdin» (1992) της Disney καταφέρνει να… μην είναι τίποτε από αυτά τα τρία! Πολύ μεγάλο (λέγε με και… κουραστικό) σε διάρκεια για τα παιδιά, κυριολεκτικά άτονο για τους ενήλικες, διόλου αστείο και δίχως επαρκή δράση για να κρύψει τα χασμουρητά σου. Πώς προέκυψε από κάτι τόσο επιτυχημένο και κλασικό να βγει αυτή η «αρπαχτή»; Πρόκειται για ένα ερώτημα που θα βασανίζει την ανθρωπότητα στο μέλλον, καθώς αυτός θα είναι και ο μοναδικός λόγος για τον οποίον θα μνημονεύεται το «Αλαντίν» του Γκάι Ρίτσι.
Ναι, ο Ρίτσι του «Δύο Καπνισμένες Κάννες» (1998), με μία καλλιτεχνική πορεία γεμάτη σκαμπανεβάσματα, η οποία πήρε τα… χολιγουντιανά πάνω της με τις περιπέτειες του «Σέρλοκ Χολμς» (2009), για να ταυτιστεί το όνομά του κατόπιν με «ξαναζεσταμένα» projects του παρελθόντος, μετατρέποντας τον Βρετανό σκηνοθέτη σε κάτι εφάμιλλο του… «αυτόματου πιλότου». Μάλλον δεν δίνει δεκάρα, για να δέχεται να υπογράψει αυτή την αποτυχία έργου που θα έδειχνε βαρετό μέχρι και στα storyboards, αδικώντας κατάφωρα τη φήμη της animated ταινίας, η οποία θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας εξαιτίας του… φωνητικού recital του Ρόμπιν Γουίλιαμς στον ρόλο του τζίνι (για να γελάμε και λίγο με τις πάλαι ποτέ αμαρτίες της Ακαδημίας, ούτε καν υποψήφιο στην οσκαρική κατηγορία του δεν ήταν το φιλμ τότε!). Σεναριακά, το ’92 είχαν αναμειχθεί με το «Aladdin» είκοσι (!) ονόματα, συμπεριλαμβανομένων των σκηνοθετών Ρον Κλέμεντς και Τζον Μάσκερ (χωρίς να υπολογίζουμε την αρχική έμπνευση από το «Χίλιες και Μία Νύχτες»). Εδώ, ο Ρίτσι και ο Τζον Όγκαστ διαπράττουν μόνοι τους το έγκλημα, με αδιόρατες παραλλαγές στην παράδοση της ιστορίας, αδυνατώντας να δώσουν το παραμικρό ίχνος χιούμορ στους διαλόγους, με τον Γουίλ Σμιθ στον άβολο ρόλο του γεμάτου CGI μούσκουλα τζίνι να μην θυμίζει πουθενά τον αξεπέραστο χαβαλέ τού Γουίλιαμς. Ακολουθώντας την τραγωδία της πένας, η σκηνοθετική γραμμή οπτικοποιεί με τον στερεότυπα πολύχρωμο και κιτσάτο τρόπο μια φανταστική Μέση Ανατολή του «παραμυθιού», με πληκτικές και ανέμπνευστες σκηνές τραγουδιού (σε μεγαλύτερες δόσεις, για να φλερτάρει το φιλμ ακόμη περισσότερο με το μιούζικαλ - γιατί;), ενώ το στοιχείο της περιπέτειας μοιάζει με μία επιθυμία που το (όποιο) τζίνι ποτέ δεν άκουσε για να εκτελέσει…
Ο μόνος τρόπος για να εξηγήσω τη σκληρή ήττα του live action «Αλαντίν», ειδικά (και) σε σχέση με τις υπόλοιπες μεταφορές των animated παραμυθιών του κλασικού library της Disney, είναι το γεγονός ότι τα υπόλοιπα φιλμ βασίζονταν σε ιστορίες που παιδιά και ενήλικες είχαν διαβάσει ή κάποιος τούς είχε αφηγηθεί επί σειρά δεκαετιών, με τα κινηματογραφικά έργα να προσθέτουν εικόνες σε πράγματα που όλοι μας είχαμε φανταστεί (και οπτικοποιήσει) κάποτε. Το «Αλαντίν» επιχειρεί μία σχεδόν ακέραιη «αντιγραφή» της ταινίας κινουμένων σχεδίων του ’92, ακυρώνοντας σχεδόν τη μαγεία και την ελευθεριότητα του σκίτσου, με τα ψηφιακά εφέ να αγκομαχάνε για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες ενός πιο ρεαλιστικού θεάματος, στο οποίο ούτε καν το έμψυχο υλικό δεν δύναται να κομίσει κάτι το θετικό! Το ρομαντικό ζευγάρι της ιστορίας διαθέτει μονάχα φωτογένεια, ο Σμιθ προσθέτει λίγες γκριμάτσες και φωνάζει (λες και αυτό είναι αστείο από μόνο του), ενώ η τεράστια αστοχία στο casting τού βεζίρη Τζαφάρ είναι ένα σοβαρό ολίσθημα, καθώς ο ρόλος τού κακού είθισται να κλέβει την παράσταση και να αποτελεί το «κρυφό» χαρτί για μία αληθινά μπουφόνικη ερμηνεία.
Έτσι, επί 128 (βασανιστικά) λεπτά, ο κάθε ηλικίας θεατής παρακολουθεί μία «παρδαλή» παραγωγή «εξωτισμού» που δεν διαθέτει καμία έκπληξη (ειδικά αν έχεις δει την animated version) και στερεί από το βλέμμα και τον ρυθμό και τη φαντασία της ταινίας του ’92. Κάπου στο φινάλε, εν μέσω μουσικοχορευτικής «πανδαισίας» που παραπέμπει σε Bollywood, θα σκέφτεσαι πως στην πατρίδα τού «genre» μάλλον θα βάλουν τα γέλια με το θέαμα, το οποίο ξεκάθαρα δηλώνει ότι το χολιγουντιανό μέγεθος δεν μετράει πάντοτε. Οποία ειρωνεία. Μόλις συνειδητοποίησα πως ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνει ο Τζαφάρ στο φιλμ, αφού αποκτήσει μαγικές δυνάμεις, είναι να… μεγαλώσει το πουλί του.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ατυχής παραγωγή σε κάθε τομέα της, τούτη η μεταφορά του κινουμένων σχεδίων «Aladdin» σε… CGI πανηγυράκι αποτελεί ίσως τη χειρότερη live action «αρπαχτή» του studio της Disney, το οποίο έχει αποφασίσει να αποτελειώσει τις όμορφες αναμνήσεις από το παρελθόν για γενιές και γενιές. Ευτυχώς (τρόπος του λέγειν), είδα την αγγλόφωνη version και πονέσανε μόνο τα μάτια μου (και το σώμα μου, ελαφρώς). Οι ενήλικες θα ήθελαν να έχουν στην κατοχή τους ένα τζίνι για τελειώσει η οδύνη όσο το δυνατόν γρηγορότερα (διότι το να κοιμάσαι στο σινεμά συνοδεύοντας μικρά παιδιά δεν ακούγεται και τόσο ασφαλές…). Μια επανάληψη της original ταινίας κατ’ οίκον συνιστάται. Τούτο εδώ μπορεί να παρομοιαστεί μονάχα με την… «αφρικανική» σκόνη που βρίσκεις στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου σου και σε ενοχλεί.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Βασικα και μονο που παιζει ο Will Smith το 1 ειναι δικαιολογημενο.Απιστευτα κουραστικος ηθοποιος.
Βασικα καμια σχεση. Την ειδα χθες στο σινεμα και ηταν απολαυστικη! Ο Will Smith ηταν εκπληκτικος και πολυ διασκεδαστικος, δεν βαρεθηκα στιγμη και δεν ηθελα να τελειωσει! Ξυπνησαν οι παιδικες μνημες! Οσοι ειναι φαν της ντισνευ και των παιδικων μην την χασετε!!!