Αυτό που ξεκινά σαν μια εξαιρετική σπουδή επάνω στη φετιχοποίηση της γυναικείας σιλουέτας, της ηδονής που μπορεί να προσφέρει η κομψότητα και το ωραίον της θηλυκότητας, διακόπτεται από ένα ερωτικό «ιντερλούδιο» το οποίο οδηγεί το έργο σε μια «δεύτερη πράξη», μετατοπίζοντας το θέμα της «Αόρατης Κλωστής» προς την κατεύθυνση της αιώνιας σύγκρουσης των δύο φύλων, πόσω μάλλον και στη βασανιστική κατάληξη / ετυμηγορία τού ποιος κυριαρχεί. Αν και θα μπορούσε να προκύψει… φιάσκο ολκής, τούτο το έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Πολ Τόμας Άντερσον διαθέτει μια ιδιαίτερη «χημεία» που του επιτρέπει να αγγίζει τον θρίαμβο, όσο κι αν αισθάνεσαι ότι στο βάθος της όλης σύλληψης εμπεριέχεται και μια διάσταση αυτοπαρωδίας, η οποία σκοπίμως δυναμιτίζει κάτι που ο δημιουργός του φαίνεται πως δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει στην πραγματικότητα: μια σχέση αγάπης.
Η προσωπικότητα του Ρέινολντς Γούντκοκ είναι ένα «cocoon» ακοινώνητης γαλήνης. Η ζωή του είναι προγραμματισμένη στην εντέλεια, καθημερινά, δίχως εκπλήξεις και ανατροπές. Είναι μια ρουτίνα που για έναν απλό, εξωτερικό παρατηρητή ίσως δεν θα χαρακτηριζόταν ευχάριστη, όμως για τον ίδιον είναι ένας ιδανικός, δικός του κόσμος. Στη σκιά τού Ρέινολντς, άλλωστε, βρίσκεται πάντοτε και η Σίριλ, η γεροντοκόρη αδελφή του, η οποία φροντίζει να υπάρχει αυτή η απαιτούμενη τάξη γύρω του. Δεν γνωρίζουμε αν ο Ρέινολντς είναι ικανός να αγαπήσει, όμως δίπλα του, συχνά, βρίσκεται μια σύντροφος, μια γυναίκα που στην ουσία αποτελεί μούσα για τις δημιουργίες υψηλής ραπτικής που σχεδιάζει και παραδίδει σε κυρίες βασιλικής προέλευσης, διασημότητες ή μεγαλοαστικού status κακομαθημένα θηλυκά, τα οποία δεν δείχνουν κανέναν σεβασμό στο ρούχο που φοράνε. Όσο περισσότερο χώρο αποσπούν από τον καθημερινό βίο και το πεδίο δράσης του αυτές οι μούσες, όσο περισσότερο… θόρυβο προκαλούν, τόσο πιο ψυχρό και απόμακρο γίνεται το «συναίσθημα» που ενδεχομένως τον διαπέρασε εξαιτίας μερικών βλεμμάτων κάποτε. Ο Ρέινολντς δεν αγαπά μια γυναίκα με την έννοια της συντροφικότητας, της σύναψης μιας σχέσης. Το «αγαπά» είναι ένας λάθος χαρακτηρισμός. Για τον Ρέινολντς, η γυναικεία ομορφιά, το πώς θα την πλάσει με τα δικά του δεδομένα, είναι ένα φετίχ, ένα μοντέλο το οποίο πρέπει να εξιδανικεύσει για να… θαυμάσει. Στην πραγματικότητα, φυσικά, αυτή η γυναίκα δεν υπάρχει. Και μάλλον δεν υπήρξε ποτέ. Με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνουμε για εκείνον, το παρελθόν δεν κρύβει κάτι το τρομακτικό, κάτι που τον έχει στοιχειώσει. Το τέλειο θηλυκό για τον Ρέινολντς είναι ένα «φάντασμα», μια σιλουέτα με στερεότυπες αναλογίες που θα αναζητήσει για να… ντύσει αρχικά, όχι για να ρίξει στο κρεβάτι του. Κατά ένα παράξενο σκεπτικό, θα έλεγα πως ο ήρωάς μας είναι μια αρσενική εκδοχή της κυρίας Ντάνβερς από τη «Ρεβέκκα» (1940). Και αυτή δεν πρόκειται να είναι η μοναδική αναφορά που πρόκειται να κάνω στον Άλφρεντ Χίτσκοκ…
Αυτό, το πρώτο μέρος της «Αόρατης Κλωστής», είναι ένα μαγικό πράγμα, σχεδόν πρωτόγνωρο, αλλά και σαφώς απρόβλεπτο δεδομένου ότι προέρχεται από έναν σκηνοθέτη όπως ο Πολ Τόμας Άντερσον. Ηδονοβλεπτικά κομψό, κομμένο και ραμμένο μέσα σε ένα σύμπαν κάδρων που μοιάζουν να έχουν ταξιδέψει στον χρόνο για να συναντήσουν την περίοδο της δεκαετίας του ’50 στο Λονδίνο, με τις συνθέσεις του Τζόνι Γκρίνγουντ να ηχούν λες και είναι βγαλμένες από το μυαλό του Ρέινολντς, συνυπάρχοντας με τη στιλάτη mellow jazz του Όσκαρ Πίτερσον και του Μπίλι Στρέιχορν, αλλά και την αυστηρότητα έργων του Μπερλιόζ ή του Ντεμπισί.Όλα πανέμορφα και άψυχα, μαζί. Έτσι όπως πρέπει! Βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο του Ρέινολντς. Είμαστε επισκέπτες, «αόρατοι», ένα υποκειμενικό «μάτι» που παρατηρεί, όπως και εκείνος. Σταδιακά, ο χαρακτήρας του δεν μας φαίνεται ενοχλητικός. Γιατί θα έχουμε ταυτιστεί με το βλέμμα του, την αισθητική του, τον ψυχισμό του, το δικαίωμα στην ηρεμία μιας ζωής όπως ακριβώς την έχει σχεδιάσει. Το εκκεντρικό θα έχει γίνει μοναδικό. Είναι κάτι που έχει κατακτήσει με τις ικανότητές του. Και μαζί θα έχει κατακτήσει και εμάς.
Όλη αυτή η ισορροπία θα χαθεί με την εμφάνιση της Άλμα, μιας σερβιτόρας που θα συναντήσει σε μια από τις καθιερωμένες του βόλτες στην ύπαιθρο. Αυτό το λαϊκό, πρόσχαρο, ίσως λίγο ασουλούπωτο κορίτσι θα του τραβήξει την προσοχή, θα της ζητήσει να τη συνοδεύσει έξω τη νύχτα, θα την οδηγήσει μέχρι την εξοχική του κατοικία και, προφανώς, δεν θα κάνουν σεξ αλλά… θα της πάρει τα μέτρα για να της ράψει κάτι καινούργιο! Δεν είναι έρωτας, είναι… styling με την πρώτη ματιά!
Και εκεί είναι που αισθάνεσαι μια πρώτη ανησυχία. Πώς μπορεί όλο αυτό να μετατραπεί σε μια ερωτική ιστορία; Αφού ο ήρωάς σου είναι ανίκανος γι’ αυτό. Τον γνωρίζεις, πια. Έχεις μάθει όλα του τα «μυστικά», τις συνήθειες, το πώς αρχίζει και πώς τελειώνει η κάθε «σχέση» που αναπτύσσει με τις μούσες του. Μπορεί η Άλμα να αγγίξει ή να γεννήσει κάτι το διαφορετικό μέσα του; Κι αν η απάντηση είναι «ναι» (υποκειμενικά, σε σχέση με την οπτική του κάθε θεατή), πώς είναι δυνατόν να αντέξουν και να είναι μαζί αυτοί οι δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι; Ποιος θα παραμείνει το control freak και πώς θα μπορούσαν να… ανατραπούν οι ρόλοι εξουσίας; Ναι, εδώ η «Αόρατη Κλωστή» γίνεται μια «άλλη» ταινία, που ο Άντερσον πρέπει να… πατρονάρει εκ νέου. Το δεύτερο μέρος του φιλμ, λοιπόν, είναι μια «ποντικοπαγίδα» μεταξύ των δύο ηρώων, ένα ψυχολογικό «θρίλερ» που βάζει μέσα το μελόδραμα, σκληρές δόσεις ειρωνείας, συμπεριφορικές υπερβολές που αγγίζουν τη φάρσα, μετατρέποντας το στοιχείο του έρωτα σε μορφή… ψυχοπάθειας. Και ο Χίτσκοκ επανέρχεται, αυτή τη φορά μέσα από τις «Υποψίες» (1941)! Με τρόπο που μπορείς να… υποψιαστείς.
Παντρεύοντας το chic με το μισανθρωπικό, ο Άντερσον στήνει μια αναπάντεχη χλεύη απέναντι στην ύπαρξη του ερωτικού συναισθήματος, μας κοροϊδεύει που πιστεύουμε σε τούτη τη μορφή «δολοπλοκίας», μας έχει ικανούς για την όποια τρέλα ώστε να κερδίσουμε ή να κρατήσουμε το ταίρι μας. Ίσως το ξέρει κι από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό και δεν είναι πιστός στην αγάπη. Δεν τη σέβεται. Ο σεβασμός στην Τέχνη του, όμως (παρόμοιος με εκείνον του Ρέινολντς), είναι εκείνος που διασώζει την ταινία του. Με μια καλαισθησία που δεν ξανάδαμε σε δουλειά δική του. Κι ας μας έχει «χαλάσει» την ευφορία του πρώτου μέρους. Ταιριάζει με τον χαρακτήρα του ήρωά του αυτή η τακτική. Εκείνος τον έχει σχεδιάσει, άλλωστε. Εξολοκλήρου.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Εξαιρετικής κομψότητας φιλμ, μοιρασμένο σε δύο αντίθετους «κόσμους», που μιλά τόσο ύπουλα για κάτι που αφορά άνδρες και γυναίκες, και μετά το τέλος της προβολής θα κάνει αρκετά ζευγάρια να ανταλλάσσουν «αόρατα», χαιρέκακα βλέμματα. Ουδέν σχόλιο για την ερμηνεία του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, νομίζεις ότι αυτό που παρακολουθείς δεν είναι υποκριτική αλλά πραγματική οντότητα που τοποθετήθηκε εντός των φιλμικών καρέ, θαυμάσιες και οι γυναικείες παρουσίες, με τη Βίκι Κριπς να βγάζει μια λανθάνουσα αίσθηση αγριμιού και ακατέργαστης αθωότητας ταυτόχρονα, δίπλα στην ιδανικά μετρημένη ως το αντίβαρο ενός εκκεντρικού «τριγώνου» Λέσλι Μάνβιλ. Δικαίως προτάθηκε για έξι Όσκαρ (μεταξύ των οποίων για καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία) και αποτελεί μια σίγουρη πρόταση για έξοδο στο σινεμά. Είναι ένα από εκείνα τα έργα τα οποία διαμορφώνουν κινηματογραφική παιδεία. Απλά.
Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity