
Στην Ελλάδα λέμε “κάλιο αργά, παρά ποτέ” και στην περίπτωση του Xenoblade Chronicles X: Definitive Edition ισχύει σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Καταρχάς, πρέπει να πούμε κάποια πράγματα για το παιχνίδι, μιας και δεν πρόκειται για μία τεράστια εμπορική επιτυχία του παρελθόντος και επειδή ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα Xenoblade Chronicles. Η φετινή κυκλοφορία αποτελεί ένα γιγάντιο open world παιχνίδι με μηχανισμούς RPG και ένα σύστημα μάχης που φαίνεται ότι προήλθε από το Xenoblade Chronicles του Wii. Παρ’ όλα αυτά, οι παίκτες δεν θα πρέπει να κάνουν το λάθος να νομίζουν ότι ακολουθεί την ιστορία του Shulk ή ότι κολλάει κάπου σεναριακά με τα υπόλοιπα games. Το Xenoblade Chronicles X μπορεί να ήταν το άτυπο follow up του Xenoblade Chronicles ως εμπορική κυκλοφορία χρονικά, αλλά η ιστορία είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτόνομη.

Βέβαια, σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι το βασικό σενάριο είναι ίσως το πιο αδιάφορο κομμάτι του παιχνιδιού. H ιστορία ξεκινά δείχνοντας δύο εξωγήινες φυλές να παλεύουν σε μία γιγάντια μάχη το 2054, ακριβώς πάνω από τον πλανήτη Γη. Η ανθρωπότητα και ο πλανήτης γη καταστρέφονται σχεδόν ολοκληρωτικά σαν παράπλευρη απώλεια και για να γλυτώσουν τα χειρότερα, οι άνθρωποι οργανώνουν το Project Exodus, με σκοπό την αναζήτηση νέων κόσμων/πλανητών όπου θα μπορέσει να γίνει ένα restart. Δυστυχώς για τους ανθρώπους, τα περισσότερα από αυτά τα αστρόπλοια καταρρίπτονται, καταστρέφονται και ελάχιστα καταφέρνουν να πετύχουν τον σκοπό τους. Το τεράστιο αστρόπλοιο White Whale αντέχει όμως, αλλά καθώς πλησιάζει τον πλανήτη Mira, δέχεται επίθεση από τις δυνάμεις των εξωγήινων που το καταδίωκαν. Το White Whale προχωράει σε αναγκαστική προσγείωση στον πλανήτη Mira και μέσα σ’ όλο αυτόν τον χαμό, υπήρχαν πολλές κάψουλες διαφυγής που είχαν εκτοξευτεί και σε μία από αυτές βρέθηκε αρκετό καιρό αργότερα ο χαρακτήρας μας από την Elma. Τον χαρακτήρα μας καλούμαστε να τον σχεδιάσουμε όπως θέλουμε με τις επιλογές που μας δίνει το character creator και κάπου εκεί ξεκινάει η περιήγησή μας στην νεοσύστατη πόλη New Los Angeles και φυσικά στον (αφιλόξενο) πλανήτη Mira.

Η ιστορία ακολουθεί τυπικά μονοπάτια μίας Ιαπωνικής Sci-Fi περιπέτειας, έχει κάποια ωραία plot twists, αλλά θεωρούμε ότι καπακώνεται από την αίσθηση ελευθερίας του κόσμου και τον εξαιρετικό σχεδιασμό του πλανήτη του Xenoblade Chronicles X. Υπάρχουν side quests με περισσότερο ενδιαφέρον και πιο διασκεδαστική γραφή συγκριτικά με την κεντρική ιστορία. Υπάρχουν ιστορίες που θυμίζουν τις ταινίες Alien, χαριτωμένες περιπέτειες με τα πλασματάκια Nopon, αποστολές με απατεώνες και ψευτόμαγκες, αλλά και σοβαρές ιστορίες με αρκετό συναίσθημα. Γενικά, η συγγραφή των μικρότερων σεναρίων είναι γεμάτη ενδιαφέρουσες ιδέες, χωρίς όμως να μπορούν ανάλογες ιδέες να κρατήσουν το υψηλό επίπεδο όταν απαιτείται μεγαλύτερη διάρκεια. Ακόμα και οι διάλογοι δεν είναι cringy, αφού σε συνδυασμό με τα ικανοποιητικά voice overs μεταφέρουν αρκετά στοιχεία από τους χαρακτήρες στους παίκτες με επιτυχία. Το soundtrack του παιχνιδιού παρουσιάζει από την άλλη μια ενδιαφέρουσα και περίεργη αντίθεση. Ενώ ορισμένες μελωδίες δημιουργούν μια μαγευτική ατμόσφαιρα που δένει αρμονικά με το περιβάλλον, άλλες διαθέτουν περίεργα, έντονα φωνητικά που μπορεί να γίνουν ενοχλητικά, ειδικά όταν ακούγονται συνεχώς σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης. Ευτυχώς, η πλειονότητα των κομματιών είναι εξαιρετική και ταιριάζει απόλυτα με τις εκάστοτε συνθήκες, με λίγες μόνο αδύναμες στιγμές.

Παρά τις μικρές ανισορροπίες, το σενάριο δεν έχει ενοχλητικούς χαρακτήρες ή κακή κεντρική πλοκή, αλλά του λείπουν οι αξέχαστοι ήρωες και οι εμβληματικοί κακοί.. Μετά από σχεδόν 100 ώρες νιώθαμε μία αρκετά μεγάλη ευχαρίστηση για το παιχνίδι, τις ώρες που επενδύσαμε, τα τέρατα και τους εχθρούς που νικήσαμε, αλλά παράλληλα σκεφτόμασταν ότι σε μερικούς μήνες θα θυμόμαστε με μεγάλη δυσκολία τα ονόματα των περισσότερων ηρώων. Δεν θέλουμε να φτάσουμε στο σημείο να χρησιμοποιήσουμε την ατάκα “η ιστορία υπάρχει απλά για να υπάρχει” γιατί θα αδικούσαμε το world building και τα δεκάδες θετικά side missions, αλλά σίγουρα αποτελεί το βασικό κομμάτι που μας έλειψε για να απογειώσουμε το Xenoblade Chronicles X στο μυαλό μας.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο κάνουμε άθελά μας το βασικό σενάριο στην άκρη, είναι επειδή η open world αισθητική του τίτλου μας παρασέρνει κάθε τρεις και λίγο. Ο πλανήτης Μίρα είναι γιγάντιος, χωρισμένος σε ηπείρους και μπορούμε από την πρώτη στιγμή να τον εξερευνήσουμε εξ ολοκλήρου (με εξαίρεση κάποια σημεία που απαιτούν ιπτάμενες ικανότητες). Το παιχνίδι μάλιστα μας ωθεί σε τέτοιες προσεγγίσεις, αφού από τα πρώτα side quests που θα κάνουμε accept μέσω μίας κεντρικής διαχείρισης στο κέντρο της πόλης, μας στέλνει κυριολεκτικά στην άλλη άκρη. Το πόσο εύκολα μπορούμε να φτάσουμε εκεί, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ο κόσμος είναι γεμάτος από τεράστια και μικρά πλάσματα, με δυσανάλογες αυξομειώσεις στα levels τους. Κάποια έχουν την λογική του “δεν σε πειράζω αν δεν με πειράξεις” και κάποια άλλα είναι πιο ευέξαπτα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση ενός πανέμορφου αλλά άκρως επικίνδυνου κόσμου. Εκεί που περπατάμε σαν αδύναμοι level 5 χαρακτήρες, μπορεί να εμφανιστεί ένα γιγάντιο είδος γορίλλα που είναι level 50 και να μας τελειώσει. Ή εκεί που νικήσαμε ένα τεράστιο πλάσμα που μοιάζει με δεινόσαυρο, εμφανίζονται στο επόμενο στενό τρεις μικρές αράχνες level 45 και μας κάνουν να τρέχουμε. Ο χάρτης είναι χωρισμένος σε εξάγωνα περιοχών, ενώ υπάρχουν πάρα πολλά fast travel points. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές αποδόσεις φόρτωσης και τα auto saves, μας κάνουν να μην χάνουμε ιδιαίτερο χρόνο αν φάγαμε κάποιο τυχαίο wipe της ομάδας μας.

Δεν χρησιμοποιούμε τον όρο “wipe” τυχαία, μιας και η δομή του τίτλου μοιάζει έντονα με MMORPG. Υπάρχουν πολλοί θησαυροί, κρυμμένα φαράγγια και περιοχές, experience points επειδή ανακαλύπτουμε πράγματα, αρκετοί χαρακτήρες για να φτιάξουμε ομάδα 4 ατόμων, αμέτρητα όπλα και gear και διάφορα world bosses που περιφέρονται από το πρώτο λεπτό μπροστά μας και μας περιμένουν για το late game. Θα λέγαμε μάλιστα ότι το σύστημα μάχης διαφημίζει κατά κάποιον τρόπο τις tanking ικανότητες των ηρώων και του να μαζεύουμε aggro και εμείς λειτουργούσαμε για αρκετές ώρες σαν tank με μπόλικό HP και αμυντικά abilities που προστάτευαν την ομάδα. Γενικότερα το gameplay θυμίζει τέτοιου είδους τίτλους, με τους χαρακτήρες να έχουν ένα long range όπλο και ένα μαχαίρι για close combat, με τις βασικές επιθέσεις να εκτελούνται αυτόματα και τον παίκτη να επιλέγει πότε και ποιο Art (ειδικές επιθέσεις, auras κτλ.) θα χρησιμοποιηθεί. Σαν στυλ και αποτύπωση σίγουρα μοιάζουν κάποια πράγματα με το Xenoblade Chronicles, αλλά το στήσιμο και η φιλοσοφία διαφέρουν αρκετά σε άλλα σημεία. Το Xenoblade Chronicles X: Definitive Edition ωθεί τον παίκτη να εξερευνήσει και να ανακαλύψει πράγματα ακόμα και στα πιο αδύναμα του, μέσω της έμμεσης επιβράβευσης από το ίδιο το παιχνίδι και της ισορροπίας που υπάρχει σε καίριους τομείς. Αν προχωρήσουμε προσεκτικά, δεν θα πεθάνουμε πολλές φορές άδικα από overleveled κινδύνους, τα πάντα είναι κρατημένα σε τέτοιο επίπεδο, ώστε ο χρήστης να νιώθει τους κινδύνους του νέου κόσμου που ξεδιπλώνεται μπροστά του χωρίς να εκνευρίζεται. Αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί φαίνεται ότι η Monolith Soft ήθελε να φτιάξει ένα επικό project, που να είναι όμως πάνω απ’ όλα διασκεδαστικό και αυτό φαίνεται στις ανανεώσεις που έγιναν με την καινούργια έκδοση.

Η εταιρεία άκουσε το feedback των fans και προχώρησε σε αρκετές αλλαγές. Αυτές οι διαφορές εστιάζουν στο gameplay το οποίο δείχνει να κάνει μικρές αναβαθμίσεις που μειώνουν αισθητά το grinding. Για όσους δεν γνωρίζουν, το Xenoblade Chronicles X είναι ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως hardcore JRPG, με πολλούς χαρακτήρες, leveling, ικανότητες και πάρα μα πάρα πολλή εξερεύνηση. Πλέον μπορούμε να αλλάξουμε τα party members της ομάδας μας όποτε θελήσουμε μέσω του μενού, ενώ παλιά έπρεπε να πάμε σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο της βασικής πόλης και να τους μιλήσουμε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο παίκτης μπορεί γενικά να χειριστεί και τους άλλους χαρακτήρες πέραν από τον ήρωα που δημιούργησε, εφόσον φυσικά δεν ακολουθεί κάποιο main quest όπου πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένοι ήρωες στην ομάδα. Παρόμοια αλλαγή είδαμε και στο θέμα της ώρας, η οποία στην αυθεντική έκδοση έπρεπε να αλλαχθεί σε συγκεκριμένα σημεία (μοιάζουν με futuristic containers), ενώ πλέον μπορούμε απλώς μέσω του κεντρικού μενού να αλλάξουμε την ώρα από μέρα σε βράδυ ή από απόγευμα σε μεσημέρι όποτε θέλουμε. Μόνο αυτές οι αλλαγές μας γλυτώνουν αμέτρητο grinding και backtracking, μιας και υπάρχουν αποστολές που πρέπει να γίνουν με συγκεκριμένα άτομα ή να γίνουν σε συγκεκριμένες ώρες. Τα Affinity Levels των χαρακτήρων, δηλαδή οι σχέσεις με τον ήρωά μας, ανεβαίνουν πιο γρήγορα πλέον και οι χαρακτήρες που έχουμε “παρκάρει” στην άκρη λαμβάνουν EXP ακόμα και αν δεν τους χρησιμοποιούμε. Αυτό μας διευκολύνει στο να τους χρησιμοποιούμε όλους πιο συχνά, χωρίς να αντιμετωπίζουμε τον βραχνά των αδύναμων underleveled partners. Έτσι μας έρχεται πιο φυσικό να δοκιμάσουμε νέους συνδυασμούς των classes, όπλων και τα όποια synergies μπορούν να προκύψουν από αυτό το κομμάτι. Αν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για ένα open world παιχνίδι που δυστυχώς έχει αρκετά quests που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους στον σχεδιασμό (fetch quests κτλ.), γίνεται εύκολα κατανοητό το πόσο πολύ βοηθούν αυτές οι μικροαλλαγές σ’ ένα βιντεοπαιχνίδι που μας έχει συνεχώς στο ψάξιμο και στο καλό grinding. Ειλικρινά, μετά από αυτές τις βελτιώσεις, δεν μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας να επιστρέφουμε στην έκδοση του Wii U. Ίσως να το κάναμε για να ξαναπιάσουμε στα χέρια μας το Wii U Gamepad, μιας και σαν χειριστήριο έδινε κάποιες ιδιαίτερες δυνατότητες.

H ευκολία και επίτευξη μεγαλύτερης ταχύτητας στο progression φαίνεται και μέσα από την προσθήκη του Quick Recast, για το οποίο δεν ήμασταν σίγουροι πώς θα εξελιχθεί όταν γράφαμε το preview. Η μπάρα του Quick Recast μας επιτρέπει πλέον να την ενεργοποιήσουμε και να χρησιμοποιήσουμε άμεσα τα Arts ακυρώνοντας τα cooldowns, κάτι που μειώνει την διάρκεια της μάχης. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε μέχρι να μηδενίσει η μπάρα, ενώ σε αυτή την μορφή τα Arts είναι ελαφρώς πιο αδύναμα, προφανώς για να κρατηθεί μία επιπρόσθετη ισορροπία. Η παρουσία του Quick Recast δεν επηρέασε σχεδόν καθόλου την δυσκολία, αλλά κυριολεκτικά μας βοήθησε ώστε να ολοκληρώνονται οι μάχες πιο γρήγορα. Όσοι φοβούνται ότι η εν λόγω προσθήκη θα ρίξει κατά πολύ την πρόκληση, μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι, ουσιαστικά μειώνει την διάρκεια των μαχών που θα κερδίζαμε έτσι και αλλιώς. Οι απαιτητικοί εχθροί θα συνεχίσουν να ρίχνουν το ίδιο ξύλο όπως και πριν από δέκα χρόνια, ενδεχομένως να μας ωθούν προς άτακτη υποχώρηση και το Quick Recast δεν πρόκειται να αλλάξει αυτήν την κατάσταση.

H ομάδα ανάπτυξης όμως δεν σταμάτησε εκεί, αφού και το UI φτιάχτηκε με μικρές αλλά σημαντικές αναβαθμίσεις, αφήνοντας πίσω του τα πολύ μικρά γράμματα του 2015, ενώ το άναρχο και σε κάποια σημεία ενοχλητικό sound mixing έστρωσε μία και καλή. Πλέον μπορούμε να αλλάξουμε τα settings του ήχου και να παραμετροποιήσουμε το volume των διαλόγων, των εφέ κτλ. ώστε να το φέρουμε σε ανθρώπινα επίπεδα. Προστέθηκαν ειδικά markings στον χάρτη και ξεκλειδώθηκαν επιλογές σε quests τα οποία μας διευκόλυναν την ζωή σε μεγάλο βαθμό. Σε τεχνικό επίπεδο μας έκανε επίσης εντύπωση ότι το filesize του παιχνιδιού είναι πολύ μικρότερο από την αυθεντική έκδοση του WiiU, μιας και ο νέος τίτλος έχει κάποιες ξεκάθαρες οπτικοακουστικές αναβαθμίσεις. Προφανώς και αρκετά κομμάτια όπως τα textures, κάποια πρόσωπα κτλ. παραμένουν αδύναμα αν τα συγκρίνουμε με τεχνικά ανώτερα releases άλλων κονσολών, αλλά τα πάντα φαίνονται αρκετά καλύτερα σε σύγκριση με την έκδοση για το Wii U. Μιλάμε για μία πιο ευκρινή εικόνα, με πλούσια και πιο έντονα χρώματα, ανώτερες σκιές και γενικά βλέπουμε μία πιο ζωντανή και καθαρή απεικόνιση της Mira. Μπορεί να μην υπάρχει μία διαφορά που να λογίζεται ως “η μέρα με τη νύχτα” αν βάλουμε τις εκδόσεις των WiiU και Nintendo Switch δίπλα δίπλα, αλλά όλες αυτές οι μικρές αναβαθμίσεις μας κάνουν να εκτιμούμε ακόμη περισσότερο τα τεράστια περιβάλλοντα και τα μεγάλα πλάσματα που περιφέρονται στις διαφορετικές περιοχές σε μία μεγάλη οθόνη. Όχι ότι στο portable mode και στην πανέμορφη οθόνη του Nintendo Switch Oled φαίνονται τα περιβάλλοντα λιγότερο ωραία, αλλά είναι απολαυστικό να βλέπουμε όλα αυτά τα τοπία σε μία μεγάλη τηλεόραση, ειδικά από ψηλά όταν… πετάμε! Τα 30fps θα μπορούσαν βέβαια να αυξηθούν εδώ που τα λέμε και τα όποια frame drops σε κάποια σημεία της πόλης ή στις σπηλιές να εξαλειφθούν, αλλά γενικά δεν υπήρχαν σοβαρά ζητήματα σε docked mode και handheld mode. Αν έπρεπε να το συγκρίνουμε με το πιο πρόσφατο Xenoblade Chronicles 3 θα λέγαμε ότι το Xenoblade Chronicles X δείχνει πιο καθαρό και εντυπωσιακό, αλλά ζορίζεται περισσότερο από άποψη οπτικής ροής, κάτι που προφανώς είναι λογικό από την στιγμή που μιλάμε για open world στήσιμο. Παρ’ όλα αυτά, οι χρόνοι φόρτωσης δεν ξεπέρασαν ποτέ τα πέντε δευτερόλεπτα, ενώ ακόμη και σήμερα είναι εντυπωσιακό που σε αυτό το hardware μπορούμε θεωρητικά να περπατήσουμε και να διασχίσουμε κυριολεκτικά ολόκληρο τον πλανήτη χωρίς να πέσουμε πάνω σε loading screens.

To Xenoblade Chronicles X έχει και ιπτάμενη περιήγηση μέσω των παντοδύναμων Skells, μεγάλα mech robots τα οποία αλλάζουν αρκετά το gameplay και το traversal. Βασικά, δεν αλλάζουν απλώς τον τρόπο παιχνιδιού, αλλά προσφέρουν μια απίστευτη αίσθηση ελευθερίας και εντυπωσιάζουν με τη δυνατότητα να πετάξουμε κυριολεκτικά παντού. Ουσιαστικά μιλάμε για mechs που μεταμορφώνονται σε οχήματα όπως τα Transformers, οπότε ο παίκτης έχει διαφορετικούς τρόπους να περιφέρεται στον κόσμο. Βέβαια, οι λάτρεις των mechs θα πρέπει να κάνουν υπομονή, μιας και η δυνατότητα να οδηγήσουμε ένα Skell μας δίνεται σχεδόν μετά από 30 ώρες ενασχόλησης, ενώ η δυνατότητα ελεύθερης πτήσης έρχεται ακόμα πιο αργά. Για εμάς όλα αυτά αποτελούν σωστές αποφάσεις, γιατί πραγματικά μιλάμε για έναν τίτλο με πάρα μα πάρα πολλές επιλογές σε σχεδόν τα πάντα. Διαφορετικά όπλα, skills, arts, QTEs εν ώρα μάχης που ενεργοποιούν healing, αμέτρητα collectibles, αναβαθμίσεις και craftings όπλων, gear και enhancements, διαφορετικού τύπου αποστολές και πάρα μα πάρα πολλά άλλα πράγματα. Οπότε μέσα σε αυτήν την απόλυτη ελευθερία, οι developers έπρεπε να σχεδιάσουν κάποια τεχνητά φρένα στο progression για να μην μπουκώσουν τον ήδη υπερπληροφορημένο παίκτη με ακόμη περισσότερες επιλογές. Θα το επαναλάβουμε και σε αυτό το review, μπορεί το tutorial να μην έχει την σχεδόν ανύπαρκτη αισθητική και ουσία του 2015, αλλά ετοιμαστείτε και εδώ για πολύ διάβασμα ώστε να συγκρατήσετε και να κατανοήσετε όλες τις πληροφορίες.

Επίσης, πρέπει να πούμε και δυο λόγια για το νέο και επιπρόσθετο περιεχόμενο που είναι περισσότερο απ’ ό,τι υπολόγιζαν ενδεχομένως κάποιοι. Νέοι (και ωραίοι) χαρακτήρες, καινούργια Skells, αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει και φρέσκο story content. Δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες, επειδή προφανώς ξεκλειδώνονται αργότερα και θα έπρεπε να spoilάρουμε κάποια στοιχεία της ιστορίας, αλλά αυτό που μπορούμε να πούμε, είναι ότι αξίζει η αναμονή ακόμη και για τους βετεράνους. Μπορεί να μην επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό το βασικό σενάριο και να μην απαντάει σ’ όλα τα αναπάντητα ερωτήματα, αλλά προσφέρει αρκετές επιπρόσθετες ώρες σε καθαρά gameplay περιεχόμενο και συνδέει κάποια στοιχεία με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς Xenoblade με τρόπο που δεν περιμέναμε.

Παρόλο που η κεντρική ιστορία δεν είναι το δυνατότερο σημείο του και κάποια quests φαντάζουν ξεπερασμένα λόγω copy-paste μηχανισμών, μπορούμε να πούμε ότι αρκετά στοιχεία θα μας μείνουν αξέχαστα, παρ’ ό’τι μιλάμε για ένα ταπεινό remaster εν έτει 2025. Σίγουρα, ένα remaster μίας κυκλοφορίας του Wii U που τρέχει στο ξεπερασμένο πλέον hardware του απερχόμενου Nintendo Switch δεν μπορεί να εντυπωσιάσει με τις οπτικοακουστικές του επιδόσεις, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε. Αν αφήσουμε τις καθαρά τεχνικές επιδόσεις στην άκρη, πιάσαμε τον εαυτό μας να χαζεύει πολλές φορές την οθόνη τον πανέμορφο κόσμο της Mira. Ο κόσμος που έχει χτιστεί, το μέγεθός του και τα περίεργα και με μπόλικη φαντασία πλάσματα που περιφέρονται σε εκείνον, καταφέρνουν ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία, να πατήσουν τα κουμπάκια των παικτών που ψάχνονται για ένα μεγάλο JRPG για να βυθιστούν σ’ εκείνο. Η Monolith Soft δεν είχε αυτή τη φορά στα χέρια της έναν Shulk, είχε όμως έναν κόσμο με μπόλικη ψυχή και πολλές πετυχημένες λειτουργίες στον τομέα του gameplay που κάνουν τον χρήστη να απολαμβάνει το ταξίδι για πραγματικά πάρα πολλές ώρες. Δεν θυμόμαστε πότε ήταν η τελευταία φορά, όπου ένα studio προχώρησε σε τόσες πολλές μικρές αναβαθμίσεις αλλά και αφαιρέσεις πραγμάτων, ώστε ένα παιχνίδι να ρολάρει καλύτερα και να διασκεδάζει περισσότερο. Το Xenoblade Chronicles X: Definitive Edition αποτελεί μονόδρομο για όποιον θέλει να βιώσει την εν λόγω περιπέτεια και σε αυτό είμαστε σίγουροι ότι θα συμφωνήσουν και οι πιο ερωτευμένοι fans του original release του Wii U.
Σ’ ό’τι αφορά την τελική μας βαθμολογία, θα καθυστερήσουμε ελαφρώς την ανακοίνωσή του, γιατί θέλουμε να τεστάρουμε και λίγο τις online δυνατότητες του παιχνιδιού με το που ανοίξουν οι servers. Αλλά μεταξύ μας, ακόμη και χωρίς βαθμολογία, θεωρούμε ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό από το υπάρχον κείμενο ότι μιλάμε για έναν κορυφαίο JRPG τίτλο που επιστρέφει πιο δυνατός και διασκεδαστικός από ποτέ, έτοιμο να κατακτήσει τις καρδιές των λάτρεις των open world RPG και να γίνει μια απαραίτητη προσθήκη στη βιβλιοθήκη κάθε κατόχου Nintendo Switch.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity