Παίζοντας το Indiana Jones and The Great Circle, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό μας είναι μια ερώτηση. Γιατί αυτό το παιχνίδι θα πρέπει να γίνει multiplatform; Πέραν του προφανούς κέρδους φυσικά που θα φέρει η εγκατεστημένη βάση χρηστών του PlayStation 5. Με τον νέο τίτλο του Indiana Jones, το Xbox θα μπορούσε να ανακτήσει την πολυπόθητη ταυτότητα που έχει απωλέσει λόγω της έλλειψης τίτλων τα τελευταία χρόνια. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι στα πλάνα της Microsoft από ότι φαίνεται, οπότε ας δούμε το Indiana Jones and the Great Circle για αυτό που πραγματικά είναι, τι κατορθώνει αλλά και τι θα μπορούσε να δουλέψει λίγο περισσότερο η Machine Games.
Για εναν τίτλο Indiana Jones, δεν θα θέλαμε τίποτα λιγότερο από μια ιντριγκαδόρικη ιστορία, κάτι που μας παραδίδεται εδώ και με το παραπάνω. Το σενάριο περιστρέφεται γύρω από τα κλασικά πρότυπα του Indiana Jones, δηλαδή την αναζήτηση αρχαίων αντικειμένων, ξεχασμένα από την ιστορία, τα οποία τα δένει ο μύθος του Great Circle. Ταυτόχρονα, ο Indy σκοπεύει και να αποτρέψει τη χρήση τους από τους Ναζί, οι οποίοι οδηγούμενοι από τον Emmerich Voss σκοπεύουν να τα χρησιμοποιήσουν με διαβολικό τρόπο προς όφελός τους. Η ιστορία μας ταξιδεύει γύρω από τον πλανήτη (εξού και το The Great Circle), σε τοποθεσίες μείζονος αρχαιολογικής σημασίας για την ανάκτηση των συγκεκριμένων αντικειμένων, με την κλασική κόκκινη γραμμή που ένωνε και στις ταινίες τους προορισμούς του δημοφιλούς αρχαιολόγου.. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του ταξιδιού συνοδεύεται και από την Gina, η οποία σχεδόν αποφασίζει μόνη της πως θα ακολουθήσει τον Indiana για τους δικούς της σκοπούς. Όπως το παράδειγμα της Marion πριν από αυτήν, η Gina αποδεικνύεται όχι απλά άξια συμπρωταγωνίστρια του Indy, αλλά και ένας ενδιαφέροντας χαρακτήρας συνολικά. Κάθε πράξη της κρύβει και έναν σημαντικό και σοβαρό λόγο, κάνοντας την γραφή της Gina πραγματικά ολοκληρωμένη. Ταυτόχρονα βοηθά και τον Indy με το ability της να ξεκλειδώνει τις περισσότερες κλειδαριές που θα συναντήσουν στην περιπέτειά τους.
Το Indiana Jones and the Great Circle είναι εκ των πραγμάτων ένα first person adventure game, με στοιχεία δράσης και ουδεμία σχέση έχει (εκτός της προοπτικής πρώτου προσώπου) με FPS. Αυτό για το gameplay σημαίνει πως ο Indiana Jones μπορεί να κουβαλήσει όπλα, όμως όταν αυτά αδειάσουν τότε καλείται είτε να τα χρησιμοποιήσει ως ρόπαλα είτε να τα πετάξει και να ψάξει να βρει το επόμενο όπλο. Σε περίπτωση που δεν βρεθεί κάτι, υπάρχουν και οι πάντα αξιόπιστες μπουνιές, οι οποίες έρχονται και με ένα χαρακτηριστικό, ενισχυμένο ήχο που μας φέρνει στο νου τις ταινίες του δημοφιλούς ήρωα. Βέβαια ο πρωταγωνιστής μας είναι και εξοπλισμένος με το δημοφιλές του μαστίγιο, το οποίο και μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αφοπλίσει και να ξαφνιάσει τους εχθρούς του. Η χρήση του όμως δεν μένει μόνο εκεί. Εκμεταλλευόμενος την ύπαρξη του μαστιγίου, ο Indy μπορεί να σκαρφαλώσει σε ψηλότερα σημεία εντός των επιπέδων, να ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές αλλά και περάσει μεγαλα χάσματα από τα οποία δεν θα μπορούσε με απλό άλμα. Κατά τη χρήση του μαστιγίου με αυτόν τον τρόπο, η κάμερα μεταβαίνει σε τρίτου προσώπου σε μια μετάβαση που θα μπορούσε να είναι ομαλότερη, ωστόσο συνηθίζεται γρήγορα και καταλήγει να μην ενοχλεί.
Κατά τη περιήγησή του στα επίπεδα του παιχνιδιού, ο Indiana Jones δύναται (ή και όχι) να ανακαλύψει πάρα πολλά μυστήρια, κρυφές πόρτες, μυστικά, collectibles κάτι που ενισχύει πάρα πολύ την αίσθηση της ανακάλυψης. Φυσικά υπάρχει το κλασσικό prompt προς το main objective, όμως ο ίδιος ο σχεδιασμός των επιπέδων προκαλεί την περιέργεια του Indiana και φυσικά του ίδιου του παίκτη. Στην πράξη, αυτό μεταφράζεται σε προαιρετικό περιεχόμενο, το οποίο ναι μεν προσθέτει διάρκεια και παρεκκλίνει από το main objective, από την άλλη όμως είναι ακριβώς στο κλίμα και στο βεληνεκές της κυρίως ιστορίας. Για να το θέσουμε και λίγο πιο λεπτομερώς, τα περισσότερα side-quests που παίξαμε μας αντάμειψαν με επιπλέον πόντους εμπειρίας, επιπλέον αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και μια βαθύτερη ματιά στο ίδιο το main story. Αντίθετα, κανείς δεν μας ζήτησε να μαζέψουμε δέκα δέρματα από σκιουράκια για να φτιάξει κάποιο παλτό, όπως γίνεται σε side content άλλων τίτλων και εταιριών.
Τόσο κατά τη διάρκεια των κυρίως όσο και τον δευτερευόντων αποστολών, ο Indiana καλείται να λύσει διάφορους γρίφους, είτε για να αποκτήσει κάποιο αντικείμενο, είτε για να αποκτήσει πρόσβαση σε μια καινούρια περιοχή. Για τη λύση τους, στο πρώτο ανοικτό επίπεδο του Βατικανού αποκτά μια κάμερα, η οποία είναι και ο τρόπος με τον οποίο γεμίζει το journal με τα απαιτούμενα hints. Για να αποκαλυφθεί όμως το στοιχείο από την κάθε φωτογραφία, θα πρέπει η φωτογραφική λήψη των αντικειμένων να γίνει από τη σωστή γωνία. Σαν μηχανισμός είναι απόλυτα αντιληπτός και κατανοητός, ενώ το γεγονός πως πρακτικά εμείς γεμίζουμε το journal κατ'αυτόν τον τρόπο προσδίδει ακόμα περισσότερο στο immersion, μας κάνει να νιώθουμε ακόμα περισσότερο Indiana στη θέση του Indiana. Οι γρίφοι του παιχνιδιού είναι καλοσχεδιασμένοι και ποικίλοι ως προς τους μηχανισμούς τους, αλλα στην πλειονότητά τους έχουν το πρόβλημα που συναντάμε στους περισσότερους μοντέρνους τίτλους, την πολυλογία των πρωταγωνιστών. Αν το παιχνίδι μας άφηνε συχνότερα λίγο πιο χαλαρούς, με περισσότερο χρόνο να σκεφτούμε χωρίς καθοδήγηση, όπως μας έτυχε σε ένα συγκεκριμένο side-quest, η ίδια η λύση τους θα άφηνε μια πιο γλυκιά αίσθηση ικανοποίησης.
Αν υπάρχει ένας μηχανισμός ο οποίος χωρούσε βελτιώσεων, αυτός δεν είναι άλλος από το stealth κομμάτι του Indiana Jones and the Great Circle το οποίο είναι σχετικά αναχρονιστικό. Εκεί η AI των εχθρών είναι απολύτως βασική και δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται με λογικούς κανόνες την ύπαρξη μας, όπως κι αν κινούμαστε. Για παράδειγμα ακόμα κι αν βρισκόμαστε πίσω από τον αντίπαλο, έτοιμοι να τον εξουδετερώσουμε κρατώντας μια κιθάρα, αυτός αγνοεί την ύπαρξή μας μέχρι τελευταίας στιγμής. Είναι κρίμα καθώς η ομάδα ανάπτυξης είχε κάποιες ωραίες ιδέες, όπως τις μεταμφιέσεις του Indy αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι αξιωματικοί μπορούν να αντιληφθούν ότι κάτι πάει λάθος με αυτές όταν βρεθούν κοντά του. Σίγουρα όμως ο τίτλος χρειαζόταν περισσότερη δουλειά στον τομέα της AI και του stealth ειδικότερα για να δείχνει έστω λίγο πιο σύγχρονος.
Τουλάχιστον δεν υπάρχει το instant mission failure που είδαμε στο πρόσφατο Star Wars: Outlaws όταν οι Ναζί ανακαλύψουν τον Indiana Jones. Αντίθετα, όταν οι εχθροί τον εντοπίσουν, υπάρχει η δυνατότητα να ξεφύγει σε άλλη περιοχή, ή ακόμα και να μετατρέψει (για λίγο) το game σε FPS και να πυροβολήσει όσους τον έχουν εντοπίσει αλλά και τις ενισχύσεις τους. Μπορεί βέβαια και να τους πετάξει στο κεφάλι οτιδήποτε, από κοντινά μπουκάλια μέχρι τηγάνια, κιθάρες, φτυάρια ή βαριοπούλες. Οτιδήποτε που θα μπορέσει να τον βοηθήσει να γλυτώσει και να φτάσει στο επόμενο objective. Ακόμα κι έτσι όμως, με βασικούς μηχανισμούς, το κλίμα μιας ταινίας Indiana Jones μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο, αφού το κομμάτι του Stealth εξυπηρετεί σε σημεία την πρόοδο της πλοκής, αλλά και ακολουθεί πιστά τον τρόπο με τον οποίο ο Indiana Jones χρησιμοποιούσε το stealth, τουλάχιστον στην πρώτη, αρχική τριλογία.
Οι περιοχές στις οποίες κινούνται οι πρωταγωνιστές μας έχουν αποδοθεί από μέτρια έως εκπληκτικά. Για παράδειγμα η περιοχή των Ιμαλαΐων χωρούσε περισσότερη λεπτομέρεια, ενώ η περιοχή του Βατικανού είναι εκπληκτικά λεπτομερής, απίστευτα μεγαλύτερη από αυτό που θα περιμέναμε σε τίτλο της Machine Games. Αυτές οι μεγαλύτερες περιοχές μπορούν να χαρακτηριστούν ως semi-open world αφού διαφέρουν από άλλες, καθαρά γραμμικές που εξυπηρετούν συγκεκριμένο σκοπό στην αφήγηση. Η ολοκλήρωση της περιπέτειας μας πήρε περίπου δεκαεπτά ώρες και κατά τη διάρκειά της μας εξέπληξε ευχάριστα το skill tree του Indiana Jones, ή για είμαστε πιο ακριβείς, η έλλειψη αυτού. Επιτέλους, ένα action adventure στο οποίο το progression είναι ό,τι και όσο πρέπει - εσένα κοιτάζουμε με τρόπο Horizon: Forbidden West και με λοξή ματιά και εσένα God Of War: Ragnarok, με τα 25 διαφορετικά skill tree σας, τα buffs και τον ορυμαγδό των αντικειμένων σας. Τα action adventure δεν χρειάζεται ποτέ να ειναι RPG, είχαμε RPG να παίξουμε αν θέλαμε. Αντίθετα το progression system στο Indiana Jones and the Great Circle είναι κάτι παραπάνω από ιδανικό. Απλό στη σύλληψη, με easy to acquire skills και που η απόκτησή τους λειτουργεί ως πραγματική ανταμοιβή για την εξερεύνηση των χώρων και ολοκλήρωση των side quests. Έτσι δεν δημιουργείται πονοκέφαλος στον παίκτη από την υπερπληροφόρηση και με το συνεχές δίλημμα αν αξίζει ή όχι την απόκτησή του κάθε skill.
Τεχνικώς, το Indiana Jones and the Great Circle πρόκειται για έναν από τους πιο εντυπωσιακους τίτλους που έχουμε δει σε κονσόλες της τωρινής γενιάς, μαζί με την αφρόκρεμα των Astrobot, Flight Simulator 2024 και Horizon: Forbidden West. Το γεγονός πως χρησιμοποιεί υποχρεωτικά Ray Tracing, μπορεί να ευθύνεται για ένα από τα πιο ρεαλιστικά αποτελέσματα σε θέματα φωτισμού και σκιασης. Φυσικά αυτό αυξάνει τις απαιτήσεις της έκδοσης των υπολογιστών, όμως για τη λύση αυτού του προβλήματος εισέρχεται στην εξίσωση το εντυπωσιακό Xbox Series X (και το PS5 Pro αργότερα εντός του 2025). Πέραν του αποτελέσματος που αποτελεί χάρμα οφθαλμών, εκτιμούμε και την προσέγγιση της Machine Games, που θα θέλαμε να υιοθετήσουν και περισσότεροι developers στο μέλλον. Η ομάδα ανάπτυξης έχει θέσει ως σαφή στόχο τα 60FPS και ελίσσεται με διαφορετικές ρυθμίσεις στα διαφορετικά configurations έτσι ώστε αυτός ο στόχος να επιτυγχάνεται παντού, αδιαπραγμάτευτα. Κάτι στιγμιαια freezes κατά τη διάρκεια μερικών cut scenes είναι ανάξια σχολιασμού, αφού ούτε χαλάνε την εμπειρία αλλά και είμαστε σίγουροι πως θα διορθωθούν μέσω patch αργότερα. Μακάρι περισσότεροι developers να εκμεταλλευτούν έτσι τις κονσόλες και τη δύναμή τους και όχι να μας βάζουν να λύνουμε εξισώσεις και να επιλέγουμε εμείς μεταξύ frame rate, ανάλυσης, σκιάσεων, Ray Tracing ή ότι άλλο μπορεί να ενεργοποιηθεί ή όχι σε έναν τίτλο.
Η μουσική χρησιμοποιεί το αρχικό, πασίγνωστο και υπέροχο θέμα του δημοφιλούς αρχαιολόγου, σε ελάχιστα σημεία. Στα υπόλοιπα, οι μυστηριώδης μελωδίες που έχει γράψει ο Gordy Haab γεμίζουν τις διαδρομές, τις μάχες και τους γρίφους, ταιριάζουν απόλυτα στα αρχικά κομμάτια του John Williams και προσθέτουν στη κινηματογραφικότητα του παιχνιδιού. Για την ακρίβεια η δουλειά του Haab είναι παρόμοιου βεληνεκούς και περνάει τον ίδιο πήχη που έθεσαν και οι προηγούμενες δουλειές του στα Star Wars: Squadrons και Star Wars: Jedi Survivor. Ειδικής μνείας χρήζει το απίστευτο voice acting από τον Troy Baker, ο οποίος εδώ κατορθώνει μια τόσο φτυστή μίμηση του Harrison Ford που σε συνδυασμο με τη μουσική, άτομο στο διπλανό δωμάτιο εύκολα υποθέτει πως βλέπουμε μια ταινία Indiana Jones. Στο ύψος των περιστάσεων βέβαια είναι και οι υπόλοιπες ερμηνείες, αν θα έπρεπε όμως να ξεχωρίσουμε κάποια, αυτή θα ήταν η ερμηνεία του ελληνό-γερμανού Μάριου Γαβρίλη ως Emmerich Voss. Είναι ειδικότερα απολαυστικός όταν χάνει τη ψυχραιμία του και μπλέκει αγγλικά με γερμανικά πάντα δίνοντας στον χαρακτήρα μια προφορά και τον φέρνει στα ίσα με ερμηνείες κακών από την αρχική τριλογία.
Η σύγκριση με τις καλές ταινίες του Indiana Jones είναι και η μεγαλύτερη νίκη του Indiana Jones and the Great Circle. Ναι, δεν είναι το καλύτερο stealth game, ούτε έχει τους καλύτερους γρίφους σαν τα πιο σκληροπυρηνικά point and click adventure games εκεί έξω. Είναι όμως το καλύτερο Indiana Jones που έχουμε δει την τελευταία εικοσαετία και με διαφορά κιόλας, και προφανώς αυτό δεν αφορά μόνο τον τομέα των videogames. Σε βάζει στα παπούτσια του ήρωα με τρόπο που ελάχιστα παιχνίδια μέχρι σήμερα έχουν καταφέρει και αυτό αξίζει τουλάχιστον συγχαρητήρια.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity