Η ιστορία του Victor Vran δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αφού μπορεί να χαρακτηριστεί στις καλύτερες των περιπτώσεων αδύναμη. Για όσους επιμείνουν, αυτή περιλαμβάνει την αναζήτηση ενός αγαπημένου φίλου του πρωταγωνιστή, η οποία και τον φέρνει στην πόλη Zagoravia (η όποια ομοιότητα με την Borgovia κρίνεται ως…σύμπτωση;). Εκεί, τον Victor υποδέχεται μια ορδή τεράτων δίχως τέλος, plot twists που δεν καταφέρνουν να εκπλήξουν απολύτως κανέναν, ενώ στη συνέχεια της περιπέτειας αποκαλύπτεται το παρελθόν του αινιγματικού πρωταγωνιστή, κάτι που επίσης δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει ή να προκαλέσει την παραμικρή σύνδεση μαζί του. Όπως γίνεται πολύ γρήγορα αντιληπτό, η πλοκή αποτελεί μια απλή -και δη, μάλλον κακή- δικαιολογία για την ασταμάτητη δράση και την εξόντωση των εχθρών κατά εκατοντάδες. Hack n’ slash is the name of the game, λοιπόν, και ως action RPG που κάνει ακριβώς αυτό, η προσέγγιση της Haemimont Games σε αυτόν τον τομέα αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Με τον τίτλο να είναι διαθέσιμος ως “Early Access” πριν την επίσημη ημερομηνία κυκλοφορίας του, οι χρήστες είχαν μια πολύ καλή εικόνα του τι ακριβώς είχε στο νου της η ομάδα ανάπτυξης, καθώς επίσης και τις πολλές ομοιότητες με γνωστούς τίτλους τους είδους - αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το Victor Vran διαλέγει να διαφοροποιηθεί από αυτούς.
Ξεκινώντας από τα προφανή: Ναι, το Victor Vran θυμίζει το “The Incredible Adventures of Van Helsing”. Ναι, θυμίζει και το Diablo (ως φόρμα περισσότερο - πώς θα μπορούσε να μην το θυμίζει άλλωστε). Θα πρέπει να σημειωθεί όμως οι -αδιαμφισβήτητα ολοφάνερες- επιρροές αυτές δεν επηρεάζουν το Victor Vran σε σημείο που μπορεί κανείς να μιλήσει για μια αντιγραφή. Κάθε άλλο. Άρα λοιπόν, πώς διαφέρει θα ρωτήσουν οι περισσότεροι. Αρχικά έχουμε την πλήρη απουσία κάθε είδους κλάσης και ο Victor μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε διαφορετικά outfits, τα οποία και καθορίζουν το armor, το health pool του ήρωα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτός αποκτά overdrive. Το τελευταίο ουσιαστικά αντικαθιστά κατά κάποιον τρόπο το mana, ως ένα resource το οποίο χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των demonic powers.
Hack n’ slash is the name of the game, λοιπόν, και ως action RPG που κάνει ακριβώς αυτό, η προσέγγιση της Haemimont Games σε αυτόν τον τομέα αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Αυτά παίρνουν τη μορφή είτε καταιγιστικών επιθέσεων με υψηλό DPS, είτε buffs/debuffs. Ένα άλλο twist είναι ο τρόπος με τον οποίο το levelling δεν επιφέρει την ανάλογη επιβράβευση σε skill points, αφού πολύ απλά…δεν υπάρχουν skills. Τη θέση αυτών, πέραν των demonic powers, παίρνουν το loot, και οι διαφορετικές ιδιότητες των όπλων. Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο αριθμός των διαφορετικών ειδών οπλισμού είναι πολύ μικρός (sword, hammer, rapier, scythe, shotgun, lighting gun), ωστόσο οι χρήστες καλούνται να «παίξουν» με τις διαφορετικές ιδιότητες και τα στατιστικά του καθενός, αλλάζοντας on-the-fly το loadout τους για να ανταπεξέλθουν στις διαφορετικές καταστάσεις.Η ιστορία του Victor Vran δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αφού περιλαμβάνει την αναζήτηση ενός αγαπημένου φίλου του πρωταγωνιστή, η οποία και τον φέρνει στην πόλη Zagoravia.
Ο Victor φέρει δύο όπλα ταυτόχρονα, με το κάθε είδος να έχει δύο διαφορετικές ειδικές επιθέσεις, ενώ ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο οι απλές επιθέσεις μπορούν να εκτελεστούν πριν το προκαθορισμένο χρονικό παράθυρο, αν εκτελεστούν την κατάλληλη στιγμή (split timing). Το καρέ έρχονται να κλείσουν οι Destiny Cards, οι οποίες μπαίνουν στα αντίστοιχα slots και δίνουν τη δυνατότητα στον πρωταγωνιστή να απολαμβάνει μια σειρά από buffs και bonuses. Ο αριθμός των slots αυξάνεται με το levelling, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη συνολική ισχύ των καρτών. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως όλα τα παραπάνω αντικείμενα είναι loot-able αντικείμενα. Με τέτοια έμφαση στο loot, λοιπόν θα πρέπει να υπάρχει έα σύστημα μάχης το οποίο να υποστηρίζει ικανοποιητικά το όλο εγχείρημα. Και σε ένα βαθμό τα καταφέρνει, αφού η μάχη είναι γρήγορη, εντυπωσιακή και σε μεγάλο βαθμό ικανοποιητική. Ο Victor μπορεί να επιδοθεί σε rolls και άλματα, με τα τελευταία να αλλάζουν κάπως την οικεία αίσθηση και να προσφέρουν και την ιδανική αφορμή για κάποια σημεία -άβολου- platforming, ιδίως αν κάποιος θέλει να ανακαλύψει τα άφθονα μυστικά που βρίσκονται διάσπαρτα στον κόσμο του παιχνιδιού. Στο χειρισμό θα μπορούσε να έχει γίνει καλύτερη δουλειά, αφού το σύστημα στόχευσης δεν είναι όσο άμεσο απαιτεί ο ρυθμός της μάχης, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη σύνδεση των διαφορετικών δράσεων (π.χ. κίνηση, roll και στόχευση).
Ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη αποτελούν οι επιλογές συστήματος χειρισμού, αφού υποστηρίζεται συνδυασμός keyboard/mouse, αποκλειστικά mouse, αλλά και gamepad. Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι το τελευταίο αποδεικνύεται ως ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος χειρισμού, αλλά και το γεγονός ότι, στον αντίποδα, η αποκλειστική χρήση mouse είναι με διαφορά ο πιο άβολος. Το γεγονός ότι η κάμερα βρίσκεται στη διάθεση των παικτών (αλλά πάντα σε σταθερή γωνία) κρίνεται ως μάλλον θετικό, ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που οι παίκτες θα αναγκαστούν να ασχοληθούν μαζί της εν μέσω της μάχης, αφού, ενώ τις περισσότερες φορές τα εμπόδια στο οπτικό πεδίο εξαφανίζονται όταν δυσχεραίνουν την εποπτεία του πεδίου της μάχης, υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα.
Έχοντας αναφέρει το περιβάλλον, θα πρέπει να σημειωθεί η πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στη διαφοροποίηση του σκηνικού. Κάτι που δεν ισχύει δυστυχώς στους εχθρούς, αφού αυτοί χωρίζονται σε ελάχιστες, διαφορετικές και ευδιάκριτες κατηγορίες. Η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης, αλλά σε ένα action RPG σαν το Victor Vran φλερτάρει πολύ έντονα με τη βαρεμάρα και την έλλειψη πρόκλησης από ένα σημείο και μετά, ιδιαίτερα όταν αυτή βασίζεται σε μεγαλύτερα HP και damage, αφού τα μοτίβα επίθεσης και συμπεριφοράς των εχθρών γίνονται κάτι περισσότερο από οικεία. Τέλος, μετά από ένα σημείο σεβαστής προόδου, ο τίτλος ανταμείβει τους παίκτες με τη δυνατότητα μονομαχιών σε μια free-for-all PvP arena, ενώ μετά από ακόμα περισσότερη πρόοδο (αναφορικά, αρκετά πιο μετά από τις 10 περίπου ώρες που χρειάζονται για να φτάσει κανείς στο τελικό boss), ξεκλειδώνεται και το bottomless pit, μια co-op arena που θέτει τους παίκτες αντιμέτωπους με διαδοχικά waves εχθρών αυξανόμενης δυσκολίας.
Ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη αποτελούν οι επιλογές συστήματος χειρισμού, αφού υποστηρίζεται συνδυασμός keyboard/mouse, αποκλειστικά mouse, αλλά και gamepad.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Victor Vran. Μετά τον τερματισμό, ελάχιστα πράγματα μπορούν να κρατήσουν τους παίκτες στον κόσμο του. Σίγουρα το looting από μόνο του είναι μια ιδιαίτερα θελκτική πρόταση, αλλά δεδομένης της ίδιας της φύσης και των θεμελιωδών μηχανισμών του, ο χρήστης δεν μπορεί να έχει μια ριζικά διαφορετική εμπειρία, ακόμα και αν επιχειρήσει νέο playthrough. Τα bounties που μπορεί κανείς να βρει (αλλά και να «μάθει» από το πολύ φιλικό community του τίτλου) μπορούν να κρατήσουν κάποιον απασχολημένο για λίγες ώρες ακόμα, αλλά και αυτό δεν προσφέρει κάποια νέα πρόκληση. Τα challenges κάθε επιπέδου λειτουργούν επίσης με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα hexes, με σειρά από buffs και debuffs που δυσχεραίνουν του έργο των παικτών, με περισσότερο XP, gold και item drops ως ανταμοιβή. Δυστυχώς όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν κάτι περισσότερο από μια συμπληρωματική ασχολία, την οποία οι περισσότεροι μάλλον θα αγνοήσουν μετά από λίγα λεπτά.Τα challenges κάθε επιπέδου λειτουργούν επίσης με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα hexes, με σειρά από buffs και debuffs που δυσχεραίνουν του έργο των παικτών, με περισσότερο XP, gold και item drops ως ανταμοιβή.
Σε αυτό το σημείο έρχεται να βοηθήσει το co-op 4 ατόμων, το οποίο και πολλαπλασιάζει τον παράγοντα «διασκέδαση», όπως είναι προφανές. Με την είσοδο περισσότερων παικτών ανεβαίνει ανάλογα και ο βαθμός δυσκολίας, ενώ για όσους έχουν τη δυνατότητα, ένα πλήρες playthrough σε co-op επιβάλλεται. Το όμορφο art direction και ο τεχνικός τομέας γενικότερα δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα απαιτητικά, αφού ακόμα και ένα μετρίων δυνατοτήτων σύστημα θα μπορέσει εύκολα να επιτύχει τα πολυπόθητα 60 καρέ το δευτερόλεπτο με ελάχιστες θυσίες. Από ηχητικής πλευράς οι μελωδίες που «ντύνουν» τη δράση δεν ξεφεύγουν από τους στερεοτυπικούς τόνους που θα περίμενε κανείς να ακούσει, με την παράσταση να κλέβει το voice-over του πρωταγωνιστή όχι τόσο λόγω ερμηνείας όσο οικειότητας, αφού στο ρόλο του Victor Vran συναντάμε τον Doug Cockle, ή αλλιώς…Geralt of Rivia. Είναι εύκολο λοιπόν να πει κανείς ότι με το Victor Vran τα φαινόμενα απατούν. Με την καλή έννοια. Είναι ένας τίτλος που δεν φοβάται να δείξει τις επιρροές του, αλλά και να διαφοροποιηθεί από αυτές, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που ναι μεν θυμίζει άλλες παραγωγές, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί και έναν προσωπικό χαρακτήρα. Ευχάριστη πινελιά είναι το χιούμορ που διανθίζει σχεδόν κάθε πτυχή της περιπέτειας, από τα ζόμπι που χορεύουν…Gangnam Style μέχρι τη φωνή που μιλάει στον Victor Vran και κάνει αναφορές στη σύγχρονη pop και gaming κουλτούρα, ή το φορητό όλμο που εκτοξεύει εκρηκτικά…κοτόπουλα.
Η ίδια η προσέγγιση που ακολουθείται για να κάνει το αποτέλεσμα να ξεχωρίσει είναι ίσως και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του τίτλου, αφού πρακτικά σχεδόν μηδενίζει τον παράγοντα replayability. Αυτό σε συνδυασμό με τη σχετικά μικρή διάρκεια και το αδύναμο endgame δημιουργούν ένα σύνολο που αν μη τι άλλο ζημιώνει μια αρκετά ενδιαφέρουσα προσπάθεια. Παρ’ όλα αυτά, το Victor Vran μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα αν κάποιος το αντιμετωπίσει ως ένα διασκεδαστικό διάλειμμα, ιδιαίτερα αν έχει την τύχη το απολαύσει την πλειοψηφία (αν όχι ολόκληρο το περιεχόμενό του) σε co-op.
Σε μια πτώση τιμής θα είναι ότι πρέπει νομίζω.
Θα το δοκιμάσω μιας και μου άρεσε το Van helsing και φαίνεται και πιο απλό.
Δεν μπορουμε να το αγορασουμε ομως... καταραμενα capital control