Το μεγαλύτερο μέρος της περιπέτειας του Castellanos λαμβάνει χώρα στην Union, μια φανταστική πόλη μέσα στο Stem, η οποία σταδιακά καταρρέει.
Η νέα περιπέτεια του Sebastian Castellanos αρχίζει τρία χρόνια μετά το τέλος της προηγούμενης, με τον πρωταγωνιστή να έχει πιάσει «πάτο», αφού δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει όλα αυτά που έζησε μέσα στο Stem. Και για να γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα, μία φιγούρα από το παρελθόν τον ενημερώνει πως η κόρη του, που νόμιζε πως την έχασε για πάντα όταν το σπίτι του τυλίχτηκε στις φλόγες, είναι ζωντανή, και…σωστά το μαντέψατε, μέσα στη νέα έκδοση του Stem. Χωρίς να το καταλάβει, ο Castellanos μπαίνει για ακόμα μια φορά στον κόσμο του Stem, προσπαθώντας να σώσει την κόρη του και να βάλει ένα τέλος στους δαίμονες του παρελθόντος. Είναι κλισέ, δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να πάρει κανείς στα σοβαρά την ιστορία, αλλά τουλάχιστον αυτήν τη φορά ο πρωταγωνιστής έχει έναν προσωπικό λόγο για να μπλεχτεί σε όλα αυτά. Το μεγαλύτερο μέρος, λοιπόν, της περιπέτειας λαμβάνει χώρα στην Union, μια φανταστική πόλη μέσα στο Stem, η οποία σταδιακά καταρρέει. Οι παίκτες μπορούν να εξερευνήσουν με το δικό τους ρυθμό την πόλη, και να φτάσουν στα σημεία που «προχωράνε» την ιστορία όταν οι ίδιοι θελήσουν. Η εξερεύνηση φυσικά προσφέρει πολύτιμα πυρομαχικά και πρώτες ύλες για crafting, αλλά ταυτόχρονα «ζωντανεύει» τον κόσμο με τρόπο αριστοτεχνικό, με σχεδόν κάθε σπίτι και κάθε μέρος της Union να αφηγείται τη δική του ιστορία. Με αυτήν τη -light- μορφή σχεδιασμού open-world έρχονται και τα δευτερεύοντα objectives, για τα οποία ενημερώνει το communicator, μια συσκευή που έχει μαζί του ο χαρακτήρας και χρησιμεύει ως χάρτης/walkie-talkie/τηλέφωνο. Σε κάθε ένα από τα σημεία ενδιαφέροντος που το communicator «πιάνει» στο χάρτη, μπορούν να βρεθούν από έξτρα πυρομαχικά μέχρι το σημείο εκκίνησης ενός side-mission.
Τα boss fights είναι σαφώς βελτιωμένα σε σχέση με το παρελθόν.
Ταυτόχρονα, η εξερεύνηση της Union και η περιήγηση στους δρόμους της δεν είναι ποτέ μια απλή υπόθεση, αφού ο κίνδυνος παραμονεύει παντού. Το stealth είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος προσέγγισης της κάθε περίστασης, αφού η οποιαδήποτε αναμέτρηση με πάνω από 2 εχθρούς δε θα έχει καλή κατάληξη (από το επίπεδο δυσκολίας Survival). Εδώ εντοπίζεται ένα από τα σημεία του The Evil Within 2 που δεν αφήνουν τις καλύτερες των εντυπώσεων, και αυτό είναι η μάχη.
Ο Castellanos κινείται σαν άρμα μάχης, κάτι που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ελιγμούς, ενώ ταυτόχρονα η προοπτική over the shoulder, όπως και στο πρώτο μέρος έτσι και εδώ, έχει το χαρακτήρα να καλύπτει ένα πολύ μεγάλο μέρος της οθόνης, μην επιτρέποντας καλή εποπτεία του χώρου όταν «ανάβουν» τα αίματα. Αν προσθέσετε σε αυτό την ασυνέπεια στο registration των βολών και τα μικρά animations και frames κατά τα οποία οι εχθροί, για κάποιο λόγο, είναι άτρωτοι, τότε γίνεται πολύ γρήγορα σαφές γιατί θα περάσετε το μεγαλύτερο μέρος της περιπέτειας αποφεύγοντας όσο το δυνατόν γίνεται τη μάχη. Φυσικά αυτή δε γίνεται να αποφευχθεί στα boss fights, τα οποία είναι σαφώς βελτιωμένα σε σχέση με το παρελθόν. Εδώ οι παίκτες θα γνωρίζουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν και πώς να το κάνουν, αφού υπάρχουν διάσπαρτα στο περιβάλλον τα hints, ενώ άλλες φορές ο ίδιος ο Castellanos αναφέρει τι πρέπει να κάνει. Αυτήν τη φορά οι παίκτες γνωρίζουν πότε πρέπει να πολεμήσουν και πότε πρέπει να δραπετεύσουν.
Ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στο Stem για να βρει και να σώσει την κόρη του, που θεωρούσε εδώ και χρόνια νεκρή.
Το περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό και μάλιστα πολύ διαφορετικό ρόλο. Αφηγείται την ιστορία, επιβάλλει το ρυθμό και ταυτόχρονα δίνει στον παίκτη το κίνητρο αλλά και τα εργαλεία για να συνεχίσει. Ο τρόπος με τον οποίο η ομάδα της Tango Gameworks καταφέρνει να συνδέσει τα στοιχεία open-world με το horror είναι εξαιρετικός, χωρίς να υποφέρει σε απολύτως κανένα σημείο ο ρυθμός της περιπέτειας. Όταν έρχεται η ώρα της δράσης αυτή είναι φρενήρης, και όταν χρειάζεται έρχεται η απαραίτητη ανάπαυλα, δίνοντας χώρο και χρόνο για ανάσες. Και όταν οι παίκτες έχουν μια καλή αντίληψη του χώρου και της κατάστασης, τότε ο τίτλος τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια τους και τους πετάει σε μια νέα πραγματικότητα, για να προσαρμοστούν και πάλι σε νέα δεδομένα. Και όλα γίνονται με τέτοιο τρόπο που υπάρχει μια συνέχεια, μια φυσιολογική ροή, όσο περίεργο και αν φαίνεται ή ακούγεται κάτι τέτοιο.
Κατά τα άλλα η γραφή, όπως και στον προηγούμενο τίτλο έτσι και εδώ, δεν είναι απολύτως τίποτα αξιομνημόνευτο, ενώ το ίδιο ισχύει και για τους χαρακτήρες, αν και ο Sebastian Castellanos είναι λίγο λιγότερο αδιάφορος αυτήν τη φορά. Τα ηχητικά εφέ και οι συνθέσεις, από την άλλη, είναι απλά εξαιρετικά, με τον τίτλο να μας «βυθίζει» στην ατμόσφαιρά του, αν και δυστυχώς η STEM Engine συνεχώς προσπαθεί να ακολουθήσει τον εξαιρετικό ηχητικό τομέα, με συνεχές pop-in και ορισμένα χαμηλής ανάλυσης textures που χαλάνε κάπως την όλη εικόνα (για τις ανάγκες του review χρησιμοποιήθηκε η έκδοση για PS4).
Οπότε, όπως είναι φυσικό, η ερώτηση που έρχεται στο μυαλό όταν διαβάζει κανείς αυτές τις γραμμές είναι η εξής: είναι το The Evil Within 2 ένα άξιο sequel; Η απάντηση είναι απλή. Και με το παραπάνω. Παίρνει σχεδόν κάθε κομμάτι του προκατόχου του και το βελτιώνει. Μπορεί να μην έχει το ίδιο shock value, αλλά δημιουργεί τη δική του ταυτότητα, αποχωρώντας σε μεγάλο βαθμό από τις φόρμες που το ίδιο έθεσε. Και αυτό είναι εν τέλει το δυνατό του χαρτί. Ατοπήματα υπάρχουν, αλλά το σύνολο που δημιουργείται είναι τόσο δυνατό, που καταφέρνει να το εδραιώσει ως ένα από τα καλύτερα horror/shooter αυτής της γενιάς. Μέχρι το επόμενο.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity