Μπορούμε να πούμε με κάποια άνεση ότι η δεύτερη παραγωγή Ni no Kuni δεν πέτυχε ούτε τις ισορροπίες, ούτε και την αποδοχή του πρώτου τίτλου που είδαμε πρώτη φορά στο PS3. Παρότι ακόμη κι ο δεύτερος τίτλος δεν απαιτεί γνώση του πρώτου για να πιάσει τόπο, η Bandai Namco έκανε τον κόπο να ετοιμάσει έκδοση για νεότερα συστήματα, με τις βελτιώσεις που υπονοούνται συνήθως από τον όρο «remaster». Ως προς αυτό το θέμα, λοιπόν, τα πράγματα είναι αρκετά απλά. Το πέρασμα από PS3 σε PS4 σημαίνει άλμα ανάλυσης σε 1080p60 εφόσον μιλάμε για τη βασική έκδοση της κονσόλας. Στην περίπτωση του PS4 Pro οι επιλογές είναι διαφορετικές. Από τη μία μπορούμε να καταλήξουμε με «περίπου» 4K και 30fps, από την άλλη υπάρχει ρύθμιση για πτώση σε 1440p μεν, αλλά σε 60fps. Αντίστοιχες βελτιώσεις μπορεί να περιμένει κανείς στην έκδοση για PC, ενώ ταπεινότερα -αναμενόμενα- είναι τα πράγματα στην έκδοση του Switch. Στην προκειμένη πάντως, η έκδοση που έφτασε στα χέρια μας ήταν για PS4. Αυτές είναι και ο μόνες διαφορές στην πραγματικότητα, μιας και η νέα έκδοση είναι καθαρή περίπτωση remaster και δεν τάζει αλλαγές στο gameplay, νέο περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο θα την έκανε, τυπικά έστω, να διαφέρει ως προϊόν από την πρωτότυπη. Το μόνο που αλλάζει ως προς το περιεχόμενο είναι το αυτόνοητο, αφού οι νέες εκδόσεις περιλαμβάνουν και το αρκετά ταπεινό DLC που είχε διατεθεί παλαιότερα.
Οπότε ποιο μπορεί να είναι το πιθανό κίνητρο για να διαλέξει κάποιος αυτήν την έκδοση; Προφανώς, όποιος δεν άγγιξε το παιχνίδι μέχρι σήμερα, είναι παράλογο να ασχοληθεί με την έκδοση για PS3, ακόμη και αν τη βρει σε χαμηλή τιμή. Γιατί; Διότι η έκδοση για νεότερα συστήματα, ειδικά στην περίπτωση για PC και PS4 τουλάχιστον, είναι πιθανότερο να λειτουργεί για χρόνια και σε νεότερο hardware, ενώ, φυσικά, έχει και το τεχνικό πλεονέκτημα. Και αυτό το τελευταίο είναι και το μοναδικό πραγματικό επιχείρημα για όσους έχουν ήδη παίξει το παιχνίδι στην αρχική του μορφή και θέλουν να το έχουν πρόχειρο χωρίς να ψάχνουν για την προηγούμενή τους κονσόλα, ενδεχομένως πρόχειρο για να το δείξουν και σε άλλους, νεότερους ή παλαιότερους, παίκτες. Όπως και να ‘χει βέβαια η υπόσχεση του 2013 ισχύει και το 2019. Σε αντίθετη με το sequel, το πρωτότυπο Ni no Kuni προωθήθηκε βασιζόμενο σε μεγάλο βαθμό στην εμπλοκή του θρυλικού Studio Ghibli. Η εταιρεία του Hayao Miyazaki ανέλαβε το σχεδιασμό των χαρακτήρων, ετοίμασε cut-scenes, αν και αυτά είναι μοιρασμένα περισσότερο στην αρχή και στο τέλος του παιχνιδιού, ενώ «έσυρε» μαζί της και τον ανάλογα θρυλικό συνθέτη, Joe Hisaishi, που έγραψε, και σε αυτήν την περίπτωση, ένα ξεχωριστό soundtrack. Όλα τα υπόλοιπα πέρασαν από τα χέρια της Level–5 βέβαια και η ροή στόχων και ιδεών ήταν κάπως παράξενη, από την άποψη ότι πρώτα ετοιμάστηκε ο τίτλος για DS και ύστερα από αλλαγές ακόμη και σε βασικά θέματα, όπως το σύστημα μάχης, κατέληξε εκτός Ιαπωνίας και σε οικιακά συστήματα.
Συνεπώς το Ni no Kuni βασίζεται σε μίξη δράσης σε πραγματικό χρόνο αλλά και μάχης σε σειρές, οπότε ο χαρακτήρας μπορεί να κινείται ελεύθερα στο χώρο, αλλά επιτίθεται επιλέγοντας εντολές και ο καθένας με τη σειρά του. Η θέση στο χώρο παίζει ρόλο, από την άποψη ότι χτυπήματα από πίσω ή από γωνίες που αποφεύγουν μια ασπίδα κ.λπ. προφανώς και επηρεάζονται από τη θέση του καθενός, ωστόσο η θέση στο χώρο δεν αναδεικνύεται σε υπερβολικά σημαντικό παράγοντα, με επιθέσεις με area of effect να είναι λιγοστές συνήθως και να λειτουργούν κάπως αναξιόπιστα και για τις δυο πλευρές. Κατά τη μάχη πέφτουν glims που είναι χρήσιμα για αναπλήρωση HP/MP, ενώ υπό συνθήκη πέφτουν ακόμη περισσότερα. Αν ο παίκτης αμυνθεί αποτελεσματικά κόντρα σε μεγάλη επίθεση ή αν καταφέρει να διακόψει επίθεση αντιπάλου, ανοίγει ο δρόμος για περισσότερα glims. Η δεύτερη συνθήκη είναι κάπως περίεργη, αφού έχουμε να κάνουμε με επιλογή εντολών και όχι εκτέλεση επιθέσεων με τον έλεγχό τους στον παίκτη και κάποιες τέτοιες περιπτώσεις καταμαρτυρούν πως για άλλο πράγμα ξεκίνησε η Level–5 κάποτε, μάλλον αυτό που (δεν) είδαμε σε δυτικά DS, και αλλού κατέληξε ελπίζοντας να απευθυνθεί σε άλλες αγορές, έστω και με την ίδια κατά βάση ιστορία κ.λπ. Στην πράξη βγαίνει μια ευχάριστη ισορροπία πάντως, η οποία διατηρείται αν ο παίκτης παίρνει στα σοβαρά όλες τις αναμετρήσεις ώστε να γλιτώσει grind παρακάτω. Η προβλεπόμενη διαδρομή είναι προφανής, χωρά όμως και εξερεύνηση, η οποία βέβαια μπορεί να οδηγήσει αναπάντεχα σε μάχες με πολύ ισχυρούς εχθρούς, η ώρα των οποίων δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν είναι κάτι πρωτότυπο, ωστόσο η ήττα δεν είναι απλή υπόθεση στο Ni no Kuni, μιας και ο παίκτης είτε χάνει τα μισά του υπάρχοντα είτε επιστρέφει στο πιο πρόσφατο save. Όσο είναι στον έξω κόσμο, μπορεί να σώσει όπου θέλει. Σε dungeon όμως τα save points είναι πιο συγκεκριμένα και κάπως αραιά, προκειμένου να διατηρηθεί και κάποια αίσθηση κινδύνου που να υποχρεώνει τον παίκτη να είναι συνετός στη διαχείριση της πορείας και του inventory του.
Αν όλα αυτά θυμίζουν Tales, δεν πέφτετε και πολύ έξω. Υπάρχει όμως μια βασική πτυχή ακόμη: η συλλογή τεράτων. Ο παίκτης έχει μεν party που στήνεται γύρω από τον πρωταγωνιστή, τον Oliver, ωστόσο μπορεί να μαζεύει και πλάσματα που θα τον βοηθήσουν στο πεδίο της μάχης. Πρέπει πρώτα να τα εντοπίσει, να κερδίσει, ύστερα να τα ταΐζει με αγαπημένες τους τροφές και με τα πολλά γίνονται διαθέσιμα στη μάχη. Μπορούν να εξελιχθούν και να βελτιωθούν, κάτι που ισχύει και για τους βασικούς χαρακτήρες εννοείται, η χρήση τους στο πεδίο της μάχης όμως έρχεται με χρονικό περιορισμό. Είναι λοιπόν εργαλεία πάνω από όλα, δεν χρησιμοποιούνται δηλαδή ως τέχνασμα για να αναπτύξει δεσμούς ο παίκτης, για να νοιαστεί περισσότερο. Αυτό το πετυχαίνει πολύ καλύτερα η ιστορία του Ni no Kuni άλλωστε. Σίγουρα θα ήταν ακόμη καλύτερη αν και αυτή ήταν παραγωγή του Studio Ghibli, αλλά ακόμη κι έτσι η Level–5 έκανε καλή δουλειά το 2013, για αυτό και λειτουργεί ακόμη το 2019. Στο παιχνίδι υπάρχουν δυο παράλληλοι κόσμοι και ο Oliver φαίνεται πως είναι σε θέση να σώσει το δεύτερο, τον ξένο προς τον ίδιον. Το ενδεχόμενο αυτό δεν βολεύει τους κακούς της υπόθεσης, που θέλουν εκείνο τον κόσμο να μείνει του χεριού τους, οπότε προσπαθούν να βγάλουν από τη μέση τον Oliver. Τα πράγματα δεν πάνε βάσει σχεδίου, ο Oliver επιβιώνει, χάνει όμως δικό του άνθρωπο. Τότε εμφανίζεται (προσεχώς αγαπημένο) πλάσμα από την παράλληλη διάσταση και εξηγεί στον Oliver πως υπάρχει τρόπος να επαναφέρει το αγαπημένο του πρόσωπο. Με ιαπωνικό ή αγγλικό σπικάζ η κεντρική ιδέα αποτυπώνεται καλά όπως και να ‘χει, με τον Oliver να καταλήγει, στην προσπάθειά του αυτή, να βοηθά κάθε άνθρωπο που συναντά. Ο καθένας έχει και το ανάλογό του στον άλλον κόσμο, που μπορεί να μη έχει παρόμοιες αρετές, όλοι όμως έχουν κάποιο έλλειμμα. Στόχος είναι να βρεθεί κάποιος με περίσσεια σε κάποιο προτέρημα για να καλύψει το κενό ενός άλλου. Και τα γεγονότα στον έναν κόσμο καταλήγουν να επηρεάζουν και τον άλλον.
Όλα παρουσιάζονται με τρόπο που μπορεί να αγγίξει κάθε ηλικία κι αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή του ίδιου του Ni no Kuni, αρετή που -θέλουμε να πιστεύουμε- προκύπτει (και) από την τριβή της Level–5 με τους δημιουργούς του Studio Ghibli. Στη μηχανική του πλευρά δεν φέρνει κάποιου είδους εξέλιξη στις κλασικές συνταγές, όπως δεν έφερε και στην εποχή του αν είμαστε ειλικρινείς. Δεν είναι καν απόλυτα πιστό στο αρχικό όραμα της ίδιας της Level–5 για τον τίτλο ή ξεκάθαρα ωφελημένο από τις αλλαγές που έγιναν για να φτάσει σε περισσότερες αγορές. Όλα αυτά τα περίεργα συνθέτουν -και πάλι- ένα γοητευτικό μείγμα που κερδίζει καρδιές πριν αγγίξει μυαλά, άρα κερδίζει εύκολα μια θέση στη συλλογή του καθενός. Ακόμη και ως το ασφαλέστερο δυνατό remaster.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity