To Ghost Giant μπορεί να θυμίζει πολλά. Λόγω της χρήσης του VR ο νους κάποιου πηγαίνει σχεδόν αυτόματα στο Moss. Όμως η αισθητική, παρά τα κοινά στοιχεία, παραπέμπει περισσότερο στο Animal Crossing (τουλάχιστον όσον αφορά τους χαρακτήρες), ενώ το gameplay έχει διακριτικό άρωμα από κλασικά point ’n click adventures. Ναι, ο παίκτης δεν έχει τον έλεγχο του πρωταγωνιστή, όμως οι πράξεις του έχουν σχεδόν πάντα άμεσο αντίκτυπο πάνω του. Παρέα, παίκτης και πρωταγωνιστής, θα προσπαθήσουν να λύσουν γρίφους και καθημερινά προβλήματα, ξετυλίγοντας παράλληλα και το γενικότερο κουβάρι της ιστορίας. Ιστορία που, παρά την ανάλαφρη αισθητική, κρύβει μια πιο σκοτεινή χροιά, δίνει υποσχέσεις για μεγαλύτερο βάθος. Το ίδιο το παιχνίδι είναι χωρισμένο σε σκηνές. Επίπεδα στατικά όπου ο παίκτης κάθεται στο κέντρο ακίνητος με μόνη δυνατότητα την περιστροφή του εικονικού σώματος σε τρεις προκαθορισμένες θέσεις/γωνίες παρακολούθησης. Τα PlayStation Move μεταμορφώνονται σε χέρια, είναι τα εργαλεία με τα οποία ο παίκτης αλληλεπιδρά με το περιβάλλον γύρω του. Θα σπρώξει, θα σηκώσει, θα τραβήξει μοχλούς, θα ανοίξει, θα κλείσει, θα ανεβάσει κ.ο.κ. Οι γρίφοι ξεκινούν πολύ απλά, σε μια προσπάθεια ο παίκτης να συνηθίσει την αίσθηση, αλλά ανεβάζουν στροφές γρήγορα, δυστυχώς όχι όσο θα περίμενε κανείς. Το επίπεδο δυσκολίας δεν τολμά ποτέ να κουράσει ή να ζαλίσει τον παίκτη, αν και υπάρχουν στιγμές που γίνονται έκδηλες οι προοπτικές για κάτι πιο περίπλοκο ή -έστω- πιο ενδιαφέρον. Στιγμές που θυμίζουν περισσότερο τη λογική των παραδοσιακών point ’n click, όχι όμως τη δυσκολία τους. Τουλάχιστον υπάρχουν οι ιδέες και η αίσθηση που μένει από τη λύση κάθε γρίφου, αλλά και από το γενικότερο gameplay, είναι αυτή μιας γλυκιάς ικανοποίησης.
Ικανοποίηση που μειώνεται κάπως από τεχνικούς περιορισμούς που απομακρύνουν τον παίκτη από το φανταστικό περιβάλλον και τον αναγκάζουν να ασχοληθεί με το βαρετό πραγματικό κόσμο γύρω του. Το tracking των Move αποδεικνύεται προβληματικό καθώς πολλές φορές ο παίκτης βλέπει τα εικονικά χέρια να χτυπούν σε αόρατους τοίχους (που τον εμποδίζουν να φτάσει το όποιο αντικείμενο), απόρροια της αδυναμίας του συστήματος να καταγράψει την κίνηση και τη θέση του χειριστηρίου στο συγκεκριμένο σημείο. Χρειάστηκαν αρκετοί πειραματισμοί και αλλαγές θέσης της κάμερας του VR για να βρεθεί το καλύτερο δυνατό σημείο, χωρίς όμως τα προβλήματα να λυθούν πλήρως. Το παράξενο είναι ότι πολλά από αυτά τα προβλήματα διορθώνονται μερικώς όταν ο παίκτης αλλάζει οπτική γωνία εντός του παιχνιδιού, που ναι μεν αποτελεί κάποιου είδους λύση, δεν είναι όμως η πιο ενδεδειγμένη. Δυσκολία, επίσης, αλλά σε μικρότερο βαθμό, θα αντιμετωπίσει ο παίκτης και όταν χρειαστεί να σημαδέψει και να πετάξει κάποιο αντικείμενο σε συγκεκριμένο στόχο στο βάθος, πράγμα ενοχλητικό, κυρίως γιατί θα μπορούσε να αποφευχθεί εύκολα με την ενσωμάτωση ενός απλοϊκού συστήματος στόχευσης.
Αυτό όμως που ενοχλεί περισσότερο από όλα και είναι το βασικότερο κοινό (αρνητικό) σημείο με το Moss που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου, είναι η διάρκεια του τίτλου. Οι 3-5 ώρες που διαρκεί το Ghost Giant δεν αρκούν για να ξεδιπλωθεί σωστά η ιστορία του. Σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, ο παίκτης έχει την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο, κάτι που δίνει νόημα σε όλο το δημιούργημα της Zoink!, αλλά, δυστυχώς, αποτυγχάνει να αποκαλυφθεί με ολοκληρωμένο τρόπο. Υπάρχει σίγουρα το συναίσθημα, γίνεται προσπάθεια να αγγιχτούν θέματα βαρύτερα από ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν τέτοιον τίτλο, όμως η περιορισμένη διάρκεια κάνει το άγγιγμα αυτό κάπως άγαρμπο και βεβιασμένο. Πολλοί θα βιαστούν να χαρακτηρίσουν το Ghost Giant ως «εμπειρία», αποφεύγοντας τον όρο «παιχνίδι», όμως η αίσθηση που μένει από μια τέτοια προσπάθεια είναι αυτή της υπερβολής. Ναι, το Ghost Giant έχει έξυπνες ιδέες, όμορφη αισθητική, αγγίζει όσο μπορεί μια θεματική που σε άλλη περίπτωση θα έμοιαζε ξένη προς αυτό, όμως η μικρή του διάρκεια -κακό συνήθειο πολλών παραγωγών VR- δεν το αφήνει να αναδείξει τίποτα από όσα προσπαθεί. Χτίζει μόνο του ένα ταβάνι και μάλιστα πολύ χαμηλά, αφήνοντας στον παίκτη την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Ναι, η ιστορία κλείνει καλύτερα από ό,τι του Moss, αλλά σίγουρα χρειαζόταν μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Ως έχει το Ghost Giant δεν είναι «εμπειρία», είναι περισσότερο μια μυρωδιά, μια δοκιμή γεύσης έξυπνων ιδεών, όμορφης αισθητικής και ιδιαίτερων χαρακτήρων. Μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας που μένει κλεισμένη στον εαυτό της, επιτρέποντας στον παίκτη μονάχα μερικές κλεφτές ματιές στον όμορφο κόσμο του τίτλου. Ομορφιά που κάνει ακόμα πιο δύσκολη την απομάκρυνση από αυτόν, πόσο μάλλον όταν αυτή γίνεται πιο γρήγορα από όσο θα περίμενε και θα ήθελε κανείς.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity