Αρχικά, εδώ θα βρείτε το review του Devil May Cry 5, όπου αναλύεται πλήρως το παιχνίδι. Δεδομένου ότι η νέα έκδοση προσθέτει υλικό που, πρακτικά, «πατάει» πάνω στην περυσινή κυκλοφορία, το παρόν review θα επικεντρωθεί σε όλα τα extras της. Η βασικότερη προσθήκη είναι ο Vergil ως playable χαρακτήρας, αντικαθιστώντας την τριάδα πρωταγωνιστών για όλη τη διάρκεια της ιστορίας ενώ είναι επίσης διαθέσιμος στο Bloody Palace mode. Κάθε αποστολή παραμένει ίδια παρά την αλλαγή του χαρακτήρα -που, σεναριακά, θα έπρεπε να τα αλλάζει όλα- πέραν μιας συγκεκριμένης μάχης που αλλάζει για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Οπότε, όσοι περιμένουν προσθήκες στο ήδη υπάρχον σενάριο, δε θα τις βρουν.
Ο Vergil ανέκαθεν ήταν ενδιαφέρων, τόσο ως προσωπικότητα όσο και από τη σκοπιά του gameplay. Είναι η αντίθεση του Dante σε πολλά: ψύχραιμος, αμετανόητος, εκτελεστής. Αυτό αποτυπώνεται στο παιχνίδι μέσω του μηχανισμού Concentration, ο οποίος επιβραβεύει τον παίκτη για επιτυχημένα χτυπήματα και, κυριολεκτικά, για να περπατάει προς τους εχθρούς, αυξάνοντας τη δύναμη των επιθέσεών του. Το Concentration μειώνεται, όμως, αν ο παίκτης τρέχει κατά τη διάρκεια της μάχης, αν δεχτεί χτύπημα ή αν αστοχήσει. Είναι ένα έξυπνο σύστημα που μεταφράζει τον χαρακτήρα του Vergil σε όρους gameplay, παράλληλα παροτρύνοντας τον παίκτη να παίξει λιγότερο άτακτα και πιο συγκεντρωμένα, κάτι που χάρη στην άκρως διασκεδαστική μάχη του Devil May Cry 5 δεν είναι και εύκολο. Με τη special δύναμή του, ο Vergil διαφοροποιείται ακόμη περισσότερο από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Με ένα πλήκτρο εμφανίζεται ο Doppelganger, ένας κλώνος που μπορεί να λειτουργήσει με διάφορους τρόπους – είτε να μιμείται τις κινήσεις του Vergil είτε να δρα αυτόνομα, για παράδειγμα. Αν ο παίκτης καταφέρει να τον ενσωματώσει στα combos του, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι πολύ εντυπωσιακά (και πρακτικά, από άποψη ζημιάς). Όπως πάντα για τη σειρά, ο συγχρονισμός και η σκέψη που απαιτείται για να συμβεί αυτό επιτυχημένα είναι από τις μικρές «νίκες» που δε σημειώνονται κάπου, όμως το να το ζήσει κάποιος είναι η επιβράβευσή του.
Τα όπλα του Vergil επίσης διαφέρουν αρκετά από των υπολοίπων. Βασικό είναι το ξίφος Yamato, ένα μαγικό κατάνα που έχει γίνει συνώνυμο με τον χαρακτήρα και παραμένει απολαυστικό στη χρήση. Επιτρέπει ταχύτατα combos που συμβαίνουν, κυριολεκτικά, εν ριπή οφθαλμού. Συνοδεύεται από το Mirage Edge, το «πλαστό» ενεργειακό ξίφος Force Edge που ο Vergil κατείχε για σύντομο διάστημα και το Beowulf, ένα σετ για χέρια και πόδια που ενδείκνυται για μάχη σώμα με σώμα. Το Mirage Edge λειτουργεί περισσότερο σαν κλασικό σπαθί, δίχως την κομψότητα του Yamato, όμως συνδυάζεται με αυτό και μάλιστα «δένει» πολύ καλά τα combos όταν ο παίκτης εναλλάσσει μεταξύ των δύο. Από την άλλη, το ταχύτατο Beowulf είναι χρήσιμο για γρήγορες επί τόπου επιθέσεις, δίνοντας τον απόλυτο έλεγχο στον παίκτη για να αποφεύγει και να αντεπιτίθεται δίχως να φεύγει από τη ζώνη του εχθρού. Σε γενικές γραμμές, ο Vergil είναι πολύ διαφορετικός από τους υπόλοιπους και δικαιολογεί απόλυτα την συμπερίληψή του. Είναι λίγο δυσκολότερος στον χειρισμό από εκείνους, βέβαια, κυρίως λόγω του παράδοξου τρόπου που πρέπει να παίζει ο παίκτης για να διατηρεί υψηλά το Concentration ενόσω χειρίζεται δύσκολα όπλα όπως το Yamato. Από την άλλη, η πρόκληση ήταν πάντα μέρος του Devil May Cry και είναι αμφίβολο πως ο Vergil θα είναι δυσάρεστο «νέο» για όποιον έχει ήδη παίξει κάποιο παιχνίδι της σειράς.
Μιλώντας για δυσκολία, το Legendary Dark Knight Mode δοκιμάζει ακόμη περισσότερο τα όρια του παίκτη. Σε όλη τη διάρκεια του Campaign, η οθόνη σχεδόν γεμίζει από εχθρούς, πολλοί εκ των οποίων μάλιστα ενδέχεται να μην «ανήκουν» στο κεφάλαιο όπου βρίσκεται ο παίκτης – εχθροί που κανονικά εμφανίζονται αργότερα, δίνοντας περιθώριο για εξέλιξη δηλαδή, έρχονται νωρίς και απροειδοποίητα. Το Devil May Cry 5 είναι στα καλύτερά του όταν είναι χαώδες, οπότε το Legendary Dark Knight Mode είναι μια πρόκληση που πολλοί θα εκτιμήσουν για έναν απλό λόγο: περισσότεροι εχθροί σημαίνει περισσότερη μάχη, και περισσότερη μάχη σημαίνει διασκέδαση. Είναι επίσης μια καλή «προπόνηση» για να δοκιμάσει κανείς τα combos που έχει στο μυαλό του, καθώς η τόσο ρευστή φύση της μάχης προτρέπει τον παίκτη να πειραματίζεται διαρκώς. Η τόσο μεγάλη ποικιλία εχθρών σε κάθε βήμα, με τον καθένα να απαιτεί διαφορετική διαχείριση, είναι μια συναρπαστική προοπτική. Από την άλλη, υπάρχει το Turbo Mode, το οποίο αυξάνει την ταχύτητα του παιχνιδιού το οποίο είναι πιο πρακτικό από όσο φαντάζει. Για παράδειγμα, ο V είναι αρκετά αργός σαν χαρακτήρας ενώ πολλά combos -όλων- έχουν κινήσεις με αργή εκκίνηση ή παύσεις. Με το Turbo Mode, η ροή είναι ασταμάτητη, σε επίπεδο που ορισμένες φορές μοιάζει με anime και ίσως ξενίσει κάποιους, αλλά συνολικά είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή για παλιούς και νέους παίκτες που θα εκτιμούσαν την μεγαλύτερη ταχύτητα σε όλα.
Για το τέλος, το σημαντικότερο. Από το Xbox Series S έως τα Xbox Series X και PlayStation 5, το παιχνίδι προσφέρει πληθώρα επιλογών απόδοσης είτε για να διπλασιάσει τα καρέ είτε για να αυξήσει την ποιότητα εικόνας. Το Performance Mode που τρέχει σε 120fps και ανάλυση 1080p είναι «θεόσταλτο» για ένα τέτοιο παιχνίδι, καθώς άπαξ και το ζήσει κανείς, είναι δύσκολο να επιστρέψει σε κάτι χαμηλότερο. Παιχνίδια με τόσο γρήγορη δράση είναι φτιαγμένα για να παίζονται με όσο μεγαλύτερο ρυθμό καρέ γίνεται. Το δυστυχές είναι πως, αρκετά συχνά, παρατηρούνται στιγμιαίες πτώσεις καρέ που γίνονται αντιληπτές, αλλά ποτέ σε ενοχλητικό βαθμό - μένουν πολύ κοντά στα 100, δεν υπάρχει πτώση στα 60, για παράδειγμα. Σε Xbox Series X η κατάσταση βοηθάται λίγο αν ο χρήστης παίζει σε τηλεόραση με VRR, όμως και πάλι, δεν υπάρχει τεράστια διαφορά.
Για τους λάτρεις των γραφικών, υπάρχουν δύο δρόμοι: ο... ray-traced και ο απλός. Με ray tracing (διαθέσιμο μόνο σε PlayStation 5 και Xbox Series X) υπάρχει επιλογή για 4K/30fps ή 1080p/60fps, ενώ δίχως ray tracing τα καρέ διπλασιάζονται – 4K/60fps ή 1080p/120fps (1440p αντί 4K στο Series S). Το Turbo Mode, δυστυχώς, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα με το high framerate (120fps) mode, αλλά μικρό το κακό. Η αλήθεια είναι πως το ray tracing δείχνει φανταστικό, καθώς όντας παιχνίδι με πληθώρα φωτεινών εφέ, κτιρίων και... σπαθιών, οι αντανακλάσεις δίνουν και παίρνουν σε σχεδόν κάθε περιβάλλον. Ωστόσο, το «τίμημα» των 30fps είναι ίσως πολύ μεγάλο για όσους έχουν συνηθίσει στα 60fps, και σχεδόν εκτός συζήτησης για όποιους παίξουν σε 120fps. Αν κάποιος έχει παίξει ήδη το παιχνίδι στην προηγούμενη γενιά και απλά θέλει να το ξαναζήσει, βέβαια, ο συνδυασμός RT/4K/30fps είναι μια εξαιρετική πρόταση. Γενικώς δηλαδή, το πακέτο επιλογών που προσφέρει έχει κάτι για όλους και αν εξαιρεθεί η πτώση καρέ στο high framerate mode, κάθε ρύθμιση εκτελεί άψογα τον σκοπό της.
Με λίγα λόγια, το περυσινό παιχνίδι έβαλε καινούριο, γυαλιστερό και... ray-traced «κοστούμι» και έρχεται σε budget τιμή στις νέες κονσόλες. Για όσους το έχουν ήδη παίξει, το ερώτημα είναι πόσο αγαπούν τον Vergil και πόσο θα ήθελαν να ξαναπαίξουν την ιστορία με υψηλότερη ποιότητα γραφικών και καρέ. Για όσους δεν το έχουν παίξει, είναι ένα από τα καλύτερα παιχνίδια δράσης των τελευταίων ετών και αν απολαμβάνουν μια καλή ιστορία, εξαιρετικό soundtrack και ακόμη καλύτερο, εθιστικό gameplay τότε η απόκτησή του είναι μονόδρομος.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity