Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, στην Αγγλία της δεκαετίας του 1960. Είναι προφανές ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, από το γεγονός ότι δουλειά του είναι να εξετάζει άρθρα και να αποφασίζει αν θα λογοκριθούν ή όχι. Μετά από αρκετά. υπονοούμενα περί καλών Γερμανών και κακών, κομουνιστών Ρώσων που δίνουν μια ιδέα για το τι πήγε “στραβά” στην ιστορία, ο παίκτης μαθαίνει ότι ο περίγυρός του θεωρεί αυτονόητο ότι θα κατεβάζει χάπια που ονομάζονται Joy. Αυτά εξασφαλίζουν την ευτυχία του ατόμου και κάνουν τα πάντα γύρω του να φαίνονται πιο όμορφα, πιο φωτεινά, λιγότερο…αληθινά. Γρήγορα μπαίνει η ιδέα να “ξεχαστεί” μια δόση, γεγονός που οδηγεί στην συνειδητοποίηση ότι οι υπόλοιποι που του δίνουν και καταλαβαίνει δεν έχουν make up τύπου μίμου απλά από γούστο αλλά είναι όντως ψυχοπαθείς. Ένα μικρό πάρτι καταλήγει στο σπάσιμο πινιάτα που φαίνεται όντως ως πινιάτα αλλά τελικά αποκαλύπτεται ως τεράστιος αρουραίος. Αντί για καραμέλες, ξεχύνονται τα σωθικά του και όλοι τα καταβροχθίζουν με μανία. Εκτός από τον πρωταγωνιστή που βλέπει όντως τι πραγματικά έχει μπροστά του. Αυτόματα βαφτίζεται “Downer”, αφού γίνεται αντιληπτό ότι δεν πήρε τη δόση του από Joy αλλά και διστάζει να το κάνει. Και έτσι τίθεται η βασική γραμμή της εμπειρίας.
Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, στην Αγγλία της δεκαετίας του 1960. Είναι προφανές ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, από το γεγονός ότι δουλειά του είναι να εξετάζει άρθρα και να αποφασίζει αν θα λογοκριθούν ή όχι.
Η απόδραση από τα γραφεία φέρνει πρωταγωνιστή και παίκτη στον έξω κόσμο. Για την ακρίβεια σε μια κακή περιοχή του έξω κόσμου, όπου κόβουν βόλτες εκείνοι που δεν παίρνουν Joy διότι δεν μπορούν, έχουν αλλεργική αντίδραση ή κάτι άλλο που τους εμποδίζει. Βαδίζουν και παραμιλούν, έτοιμοι να εκνευριστούν από την παραμικρή κοινωνική επαφή. Ο χάρτης περιλαμβάνει ερείπια και χαμόσπιτα που μαθαίνει πολύ καλά ο παίκτης αφού πρέπει να ψάχνει παντού για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Θα βρει σάπια μήλα, ανάλογα μη λαχταριστές πατάτες που θα του κόψουν την πείνα αλλά θα τον αρρωστήσουν. Με λίγη τύχη θα βρει και χάπια που να διορθώνουν την κατάσταση. Η ενυδάτωση είναι ένα θέμα ακόμη, το ίδιο και ο ύπνος. Η στέρηση των βασικών επηρεάζει την εικόνα, επηρεάζει κάποιες δυνατότητες όπως η ταχύτητα και η αντοχή. Πολλά αντικείμενα ακόμη είναι πρώτες ύλες για το σύστημα crafting. Ο παίκτης θα φτιάξει όπλα για να αμύνεται (ή επιτίθεται), φάρμακα ακόμη και κοστούμια.Η εμφάνιση είναι σημαντική υπόθεση και πρέπει να αλλάζει ανάλογα με τη συνοικία στην οποία βρίσκεται κανείς. Καλή γειτονιά; Καλό είναι να χαιρετούμε ευγενικά, να είμαστε καλοντυμένοι ή να…χαπακωθούμε με Joy (που έχει και αυτό τις παρενέργειές του). Κακή γειτονιά; Ας μη βάλουμε τα καλά μας γιατί θα εκνευρίσουμε κόσμο και θα γίνει χαμός. Και δεν πρέπει να γίνει χαμός. Έστω, δεν πρέπει να παραγίνει. Διότι στο We Happy Few υπάρχει permadeath (αν και υπάρχει επιλογή απενεργοποίησης). Ο θάνατος μπορεί να έρθει με την πρώτη ή να αποφευχθεί πιο εύκολα με τη λειτουργία Second Win (πάλι προαιρετική), που οδηγεί σε λιποθυμία αν πάει στραβά η μάχη αλλά μετά και πάλι κάπως πρέπει να θεραπευτεί ο χαρακτήρας. Και οι προμήθειες δεν μαζεύονται έτσι εύκολα. Θέλουν κόπο. Η μάχη η ίδια είναι λίγο άχαρη στην παρούσα, όπως και διάφορα στοιχεία του τεχνικού τομέα αλλά αυτό είναι και αναμενόμενο αφού έχουμε στα χέρια μας έκδοση που δύσκολα λέγεται και Alpha, αφού λείπει περιεχόμενο.
Βέβαια το λογικό είναι να αναρωτιέται κανείς που οδηγεί το permadeath. Στην αρχή του παιχνιδιού φυσικά που αποδεικνύει έτσι ότι θα αναφέρεται συχνά ως roguelike. Συν τοις άλλοις, κάθε φορά ο κόσμος σχεδιάζεται από την αρχή και στην τύχη. Στην πρώιμη έκδοση που δοκιμάσαμε πάντως αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανές. Μπορεί να μην είναι καν ενεργός ο μηχανισμός αυτός ακόμη. Το We Happy Few πάντως δεν θα αναφέρεται μόνο ως roguelike αλλά και ως horror. Ένα κλασικό roguelike χαρακτηρίζεται κυρίως από το άγχος για το θάνατο και την απώλεια προόδου. Στο We Happy Few όμως, όπου μια πολιτισμένη συζήτηση με τσάι για παρέα μπορεί με λάθος κίνηση να οδηγήσει την καλή κυριούλα να ουρλιάξει “Downeeeeeeer” στρέφοντας στον πρωταγωνιστή την προσοχή, με το χειρότερο τρόπο και για το χειρότερο σκοπό, δημιουργεί άλλο είδος άγχους. Χώρια βέβαια που μονίμως εξερευνάται σε προσωπικό πια επίπεδο η εξοικείωση και λογική του αναγκαστικού κομφορμισμού, γεγονός που από μόνο εγγυάται συναισθηματικά άβολη εμπειρία. Ως προς αυτό η σύνδεση με το Bioshock δικαιολογείται κάπως. Από εκεί και πέρα βέβαια το We Happy Few είναι τελείως διαφορετικό.
Το story του δηλαδή είναι ίδιο με την ταινία με τον Cristian Bale Equilibrium!Αρκετά ενδιαφέρον παιχνίδι πάντως φαίνεται και έξυπνο!
Το θυμαμαι απο την Ε3, μου ειχε κανει εντυπωση. Μακαρι να βγει καλο
το στορυ του φαινεται εξυπνο ! ευελπιστω για κατι καλο