Η Xiaomi έχει κάνει εδώ και τρια χρόνια μεγάλα βήματα όσον αφορά στα smartphone της στο ανώτερο τμήμα της αγοράς. Ξεκινώντας με το Mi 10 Pro το 2020, συνεχίζοντας με τη σειρά 11 και το ακριβότερο τηλέφωνό της μέχρι σήμερα το Mi 11 Ultra, πήγαμε το 2022 στο Xiaomi 12 Pro για να φτάσουμε στο σήμερα με το Xiaomi 13 Pro, το οποίο πλέον παίρνει το τίτλο του ακριβότερου Xiaomi τηλεφώνου που έχει κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά. Ανακοινώθηκε στα τέλη του 2022 για την αγορά της Κίνας και πλέον έφτασε η ώρα να κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα, παρέα με δυο ακόμα μοντέλα στη σειρά, τα Xiaomi 13 και Xiaomi 13 Lite, για τα οποία θα διαβάσετε την άποψή σας τις ερχόμενες μέρες.
Εξαιρώντας το midrange 13 Lite, τα δυο άλλα τηλέφωνα είναι και αυτά που εγκαινιάζουν για τη παγκόσμια αγορά τη συνεργασία της Leica με τη Xiaomi, κάτι έγινε αρχικά με το Xiaomi 12S Ultra για την αγορά της Κίνας. Για όσους δε θυμούνται η Leica είχε συνδέσει το όνομά της με τη Huawei τα προηγούμενα χρόνια, όμως αυτή η συνεργασία έληξε και η Xiaomi «άρπαξε» την ευκαιρία. Πλέον, στην αγορά των smartphones έχουμε πολλά μεγάλα ονόματα της φωτογραφίας, τη Leica με τη Xiaomi, τη Hasselblad με την Oneplus και την Oppo και τη Zeiss με τη Vivo! Πάμε να δούμε όμως το Xiaomi 13 Pro.
Το Xiaomi 13 Pro κυκλοφορεί σε μια έκδοση, 12GB/256GB στα €1399, €300 περισσότερα από όσα κόστιζε το Xiaomi 12 Pro πέρυσι τέτοια εποχή, μια σημαντική αύξηση στο κόστος. Εμείς το έχουμε στα χέρια μας εδώ και περίπου 2 εβδομάδες και πλέον είμαστε έτοιμοι να γράψουμε την άποψή μας. Το Xiaomi 12 Pro έρχεται σε μια μεγάλη συσκευασία μέσα στην οποία βρίσκουμε την ίδια τη συσκευή, μια διάφανη προστατευτική θήκη, ένα εργαλείο για να ανοίξουμε τη θύρα υποδοχής SIM και ένα απίστευτα γρήγορο φορτιστή 120Watt παρέα με το σχετικό καλώδιο USB Type-C. Παίρνοντας τη συσκευή στο χέρι, αντιλαμβάνεται μια πραγματικά ξεχωριστή αίσθηση. Το Xiaomi 13 Pro δεν είναι μικρό σε διαστάσεις αλλά είναι αρκετά λεπτό και σχετικά ελαφρύ (λίγο πάνω από τα 200 γραμμάρια). Αν και η οθόνη είναι μεγάλη στις 6,73’’, το τηλέφωνο είναι άνετο στη χρήση.
Το πλαίσιο είναι μεταλλικό και έχει όψη αλουμινίου, με κυρτές τις δυο κάθετες πλευρές του. Στη δεξιά πλευρά βρίσκουμε το power κα τα volume control πλήκτρα. Στο κάτω μέρος είναι η USB Type-C (δυστυχώς, για ακόμα μια φορά αυτή είναι USB 2.0) παρέα με τη μια έξοδο ήχου, το ένα μικρόφωνο και το tray για τη τοποθέτηση έως 2 καρτών nano SIM. Στο πάνω μέρος βρίσκονται δύο μικρόφωνα και μια IrDA ενώ στα όρια της οθόνης, δίπλα στο πλαίσιο έχουμε το ακουστικό, το οποίο λειτουργεί ταυτόχρονα και σαν δεύτερο ηχείο. Προφανώς και έχουμε στερεοφωνικό ήχο, ο οποίας είναι σε γενικές γραμμές δυνατός και ισορροπημένος. Μάλιστα, έχει πάρει πιστοποίηση Dolby Atmos και το λειτουργικό προσφέρει σχετικές δυνατότητες παραμετροποίησης του ήχου. Η πλάτη του τηλεφώνου είναι κατασκευασμένη κεραμικό υλικό όπως το Xiami Mi 11 Ultra, έχει άριστη αίσθηση και δεν αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα (τουλάχιστον όχι το λευκό χρώμα που είχαμε εμείς). Στη πλάτη είναι και το τριπλό σύστημα καμερών (και οι τρεις των 50MP) τοποθετημένο σε ένα όμορφο, γεωμετρικό bump στο πάνω αριστερό μέρος της. Για τις κάμερες θα μιλήσουμε παρακάτω.
Όπως είπαμε, η οθόνη έχει διαγώνιο 6,73’’ και είναι ένα εξαιρετικό Amoled Panel υπερυψηλής ανάλυσης WQHD+ (3200x1440 pixel) τεχνολογίας LTPO 3.0. Η οθόνη είναι κυρτή στις δυο πλευρές της, δίνοντας της ψευδαίσθηση ότι δεν έχει bezel, ενώ αυτά στο πάνω και κάτω μέρος είναι ελάχιστα. Μέσα στην οθόνη υπάρχει ο αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος τοποθετημένος στο σωστό σημείο ο οποίος ξεκλειδώνει γρήγορα και άνετα τη συσκευή. Η ίδια η οθόνη καλύπτεται από γυαλί Gorilla Glass Victus, πάνω από το οποίο υπάρχει ζελατίνα προστασίας και η φωτεινότητά της είναι υψηλή (σύμφωνα με τη Xiaomi φτάνει στα 1900nits).
Εμείς μετρήσαμε γύρω στα 440 nits με ρύθμιση max brightness, με την οθόνη να φτάνει στα 1117 nits με το auto brightness σε συνθήκες υψηλού περιβάλλοντος φωτισμού. Σε αναπαραγωγή περιεχομένου HDR μετρήσαμε 1500nits σε μικρό λευκό παράθυρο (κάλυψη 1%). Μπορεί να μη φτάσαμε τα 1900nits (άλλωστε, δε χρησιμοποιούμε τον ίδιο εξοπλισμό με αυτό που μέτρησε η Xiaomi), στη πράξη όμως αυτό που θα πάρει ο χρήστης είναι μια εξαιρετικά φωτεινή οθόνη στην οποία μπορεί άνετα να βλέπει και κάτω από το φως του ήλιου. Καθώς έχουμε Amoled panel, υποστηρίζεται πλήρως always on οθόνη, με το νέο MIUI 14 (πάνω από Android 13) να προσφέρει αρκετές επιλογές για τη ρύθμιση της συγκεκριμένης λειτουργίας. Αρκετές είναι και οι επιλογές για τη ρύθμιση των χρωμάτων με το panel να είναι 10bit. Η ρύθμιση Original μας έδωσε ένα τέλειο DeltaE της τάξης της 1 μονάδας, τιμή που πρακτικά σημαίνει τέλεια χρώματα. Το Vivid τείνει προς το μπλέ (με DeltaE 3.0) αλλά ρυθμίζοντας τη θερμοκρασία χρώματος στο Warm το αποτέλεσμα έγινε καλύτερο και οπτικά και σαν DeltaE (1.8).
Από αριστερά προς τα δεξιά η χρωματική απόδοση σε : Original, Vivid, Vivid με Warm θερμοκρασία χρώματος
Επιπλέον, η οθόνη υποστηρίζει τόσο HDR10+ όσο και Dolby Vision, με το Youtube να εμφανίζει κανονικά το HDR περιεχόμενο και το Netflix να «βλέπει» τη πιστοποίηση Dolby Vision, αναπαράγοντας αντίστοιχα το συμβατό περιεχόμενο. Χάρη στη τεχνολογία LTPO 3.0, το refresh rate της οθόνης μπορεί να αυξομειώνει σε διάφορες τιμές έως τα 120Hz που είναι ο μέγιστος ρυθμός ανανέωσης. Το ελάχιστο refresh rate που παρατηρήσαμε ήταν το 1Hz έχοντας το τηλέφωνο απλά με ανοιχτή την οθόνη. Με το που ακουμπάει κανείς την οθόνη, αυτή αμέσως πάει στα 120Hz χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι είδαμε πολλές διαφορετικές ενδιάμεσες τιμές με τις μεταβολές να είναι άμεσες. Για να επανέλθει στο ελάχιστο refresh rate, απαιτούνται περίπου 2-3 sec. Αν η φωτεινότητα της οθόνη είναι ρυθμισμένη κάτω από τη μέση, το refresh rate παραμένει στα 120hz. Σε εφαρμογές όπως του Youtube και το Netflix, το refresh rate αλλάζει ανάλογα με το frame rate του περιεχομένου (24/30/60Hz), ενώ και στην εφαρμογή της κάμερας έχουμε 60Hz είτε γράφουμε πχ βίντεο στα 24/30fps είτε στα 60fps. Γενικότερα, η συμπεριφορά της οθόνης όσον αφορά στην αλλαγή του refresh rate σε εφαρμογές και λειτουργικό είναι άριστη.
Όσον αφορά στα παιχνίδια πάλι, η Xiaomi φέτος κάτι άλλαξε σε σχέση με άλλες συσκευές της και δε καταφέραμε να κάνουμε κανένα παιχνίδι να τρέξει στα 120fps, ότι ρυθμίσεις και αν κάναμε. Δοκιμάσαμε πλήθος παιχνιδιών που για παράδειγμα στο Xiaomi Mi 11 Ultra παίζουν στα 120fps, αλλά… τζίφος. Είτε με το refresh rate στην αυτόματη ρύθμιση είτε καρφωμένο στα 120Hz, είτε στο performance mode της μπαταρίας είτε στο κανονικό, δεν έγινε τίποτα, όπως και τίποτα δεν άλλαξε χρησιμοποιώντας την εφαρμογή Game Turbo που διαθέτει πλήθος από ρυθμίσεις για τα games. Μάλιστα, αξίζει να αναφέρουμε πως εφόσον βάλουμε την οθόνη στα 120Hz, ξεκλειδώνει ένα επιπλέον menu, μέσω του οποίου έχουμε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε ξεχωριστά το μέγιστο refresh rate ανά εφαρμογή.
Οι παραπάνω επιλογές που εμφανίζονται επιλέγοντας 120Hz για την οθόνη.
Ακόμα και έτσι, κανένα παιχνίδι δε γύρισε στα 120fps, με την οθόνη να παραμένει στα 60Hz κάτι που επιβεβαιώσαμε με διάφορους τρόπους, είτε με τον ingame counter του Titan Quest είτε με τα power tools που μπορούμε να τρέξουμε μέσω των developer settings. Είναι πραγματικά κρίμα και ελπίζουμε να αλλάξει αυτή η κατάσταση σε κάποιο μελλοντικό update, γιατί το τηλέφωνο μπορεί να παίξει άνετα τα πάντα και θα θέλαμε να παίξουμε πχ το Spiritfarer στα 120fps στη native ανάλυση της οθόνης, καθώς το game προσφέρει τις απαραίτητες ρυθμίσεις για κάτι τέτοιο
Δυο από τα παιχνίδια που δοκιμάσαμε, το Spiritfarer αριστερά με δυνατότητα ρύθμισης του frame rate στα 120fps (και της ανάλυσης), και το Titan Quest δεξιά. Κανένα από τα δυο δε παίζει στα 120fps, κάτι που για παράδειγμα στο Xiaomi Mi 11 Ultra λειτουργεί.
Γενικότερα το gaming είναι μια χρήση που θα εκτιμήσουν όλοι όσοι το αποκτήσουν. Όσα παιχνίδια δοκιμάσαμε παίζουν άνετα, ακόμα και το Genshin Impact (max ρυθμίσεις, 60fps). Κάτι άλλο που δοκιμάσαμε στη συσκευή είναι οι διάφοροι emulators που κυκλοφορούν για παιχνιδομηχανές όπως το PS2.
Το αποτέλεσμα στα Geekbench 5 και 6 είναι εξαιρετικό.
Και εδώ το Xiaomi 13 Pro εντυπωσιάζει, αφού από την μια η ωμή δύναμη του διδύμου SD8 Gen 2/Adreno740 και από την άλλη η μέγιστη συμβατότητα με τους emulators του Adreno, κάνουν τους emulator να τρέχουν άνετα. Για παράδειγμα στον PPSSPP emulator τα God of War Ghost of Sparta και Chains of Olympus παίζουν στα 60fps σε 9x ανάλυση, με το GPU load να φτάνει στο 80-90%. Αντίστοιχα, το God of War 2 στον Aethersx2 που εξομοιώνει το PS2 παίζει σε 1080p ανάλυση (3x της βασικής), με τη συχνότητα της GPU όμως να είναι… πάντα καρφωμένη στα 475Mhz (όπως τα αναφέρει η εφαρμογή CPUFloat). Σε όλα τα παιχνίδια που δοκιμάσαμε, είτε native Android είτε emulators (στους οποίους μπορούμε να αυξήσουμε το load ανεβάζοντας ανάλυση), η συχνότητα της GPU δε ξεπέρασε ποτέ τα 475Mhz, τιμή πολύ χαμηλότερη από τα 680MHz που είναι η ονομαστική της.
Όπως μπορείτε να δείτε στις παραπάνω εικόνες, με τη ρύθμιση επιδόσεων στο Normal (εικόνες αριστερά) η GPU στο 3D Mark καρφώνεται στα 550Mhz και το benchmark βγάζει 2906 πόντους. Ενεργοποιώντας το Performance (εικόνες δεξιά), η GPU μπορεί να φτάσει στη μέγιστη συχνότητα των 680Mhz με το 3D Mark να βγάζει 3671 πόντους. Στη πρώτη περίπτωση το Stress Test δε κάνει throttling, στη δεύτερη κάνει.
Είναι προφανές ότι η Xiaomi έχει επιλέξει επίτηδες αυτή τη συχνότητα για να μην υπάρχει κανένα θέμα υπερθέρμανσης του τηλεφώνου όταν κάποιος παίζει παιχνίδια, γιατί στα 3D benchmarks (όπως το GFX Bench και το 3D Mark) είδαμε τη GPU να τρέχει κανονικά στα 680MHz. Το θέμα όμως είναι ότι ο χρήστης δε μπορεί να απολαύσει στο μέγιστο τις επιδόσεις που μπορεί να προσφέρει η GPU, παρόλο που τα benchmarks μπορούν να τις δείξουν. Θεωρούμε πως η επιλογή αυτή είναι μεγάλο “φάουλ”, ειδικά από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να μπορεί να έχει ο χρήστης τη πλήρη ισχύ σε περιβάλλον gaming, καθώς ακόμα και στο performance mode της μπαταρίας, δεν αλλάζει τίποτα. Για του λόγου του αληθές μάλιστα, έχοντας ακόμα στη κατοχή μας το Samsung Galaxy S23 Ultra και βάζοντάς τα δίπλα δίπλα, η συσκευή της Samsung μπόρεσε να παίξει το God of War 2 στον AetherSX2 σε 4x ανάλυση με 60fps (με τη GPU να φτάνει στα 720Mhz αλλά να μη τα κρατάει ώρα) ενώ στο Xiaomi 13 Pro μπορέσαμε να παίξουμε μόνο σε 3x. Για τα περισσότερα Android games πάντως, ο χρήστης δε πρόκειται –σήμερα- να έχει κάποιο πρόβλημα καθώς δεν υπάρχει κάποιο game που να ζορίζει τόσο τη gpu. Από την άλλη βέβαια, η επιλογή της Xiaomi έχει και τα καλά της, καθώς το throttling –στη πράξη- είναι μηδενικό καθώς συγκεκριμένα μπορούσαμε να παίζουμε το God of War 2 στον AetherSX2 σε 3x ανάλυση για ώρες, χωρίς να ζεσταίνεται το τηλέφωνο.
Η μέγιστη συχνότητα λειτουργίας της GPU σε όλα τα games, με εξαίρεση τα benchmark, δεν ανεβαίνει πάνω από τα 475Mhz. Αυτό βοηθάει το τηλέφωνο να παραμένει λειτουργικό για ώρες και η θερμοκρασία του SoC δεν ανεβαίνει πάνω από τους 45 βαθμούς Κελσίου (εδώ το God of War 2 στον AetherSX2 μετά από 1 ώρα που τρέχει).
Από εκεί και πέρα οι επιδόσεις που προσφέρει το Xiaomi 13 Pro είναι άριστες. Οι εναλλαγές μεταξύ εφαρμογών δε καθυστερούν καθόλου και γενικά η εμπειρία χρήσης είναι εξαιρετική λόγω ταχύτητας. Γενικότερα, στο τομέα των επιδόσεων, είτε έχουμε να κάνουμε με τη τυπική καθημερινή χρήση της συσκευής είτε με το gaming, το Xiaomi 13 Pro είναι μια πραγματικά άριστη επιλογή. Τα 12Gb μνήμης LPDDR5x είναι μια χαρά ποσότητα ενώ τα 256GB αποθηκευτικού χώρου USF 4 είναι υπεραρκετά οπότε η έλλειψη θέσης για κάρτα μνήμης δεν ενοχλεί. Από εκεί και πέρα, το τηλέφωνο είναι συμβατό με 5G δίκτυα και υποστηρίζει το WiFi7, φυσικά διαθέτει NFC ενώ έχει λάβει και πιστοποίηση IP68. Όσον αφορά τώρα στην αυτονομία, αυτή είναι αρκετά καλή και ταυτόχρονα πολύ καλύτερη από την αυτονομία του προκατόχου του (Xiaomi 12 Pro). Σε φυσιολογικές συνθήκες η μια μέρα χρήσης βγαίνει πολύ εύκολα. Η μπαταρία είναι σχετικά μικρή είναι η αλήθεια όμως αυτή φορτίζει αστραπιαία. Χάρη στο φορτιστή των 120Watt που συνοδεύει τη συσκευή, το Xiaomi 13 Pro μπορεί να φορτίσει από εντελώς άδειο στο 100% σε περίπου 20 λεπτά, ενώ χρειάζεται ελάχιστα λεπτά για να φτάσει στο 40-50% από άδειο. Κάτι ακόμα σημαντικό για το συγκεκριμένο φορτιστή είναι ότι μπορεί να φορτίσει και άλλες συσκευές όπως πχ laptop ή κάποια φορητή gaming κονσόλα (Nintendo Switch, Steamdeck). Έτσι, όσοι ταξιδεύουν με πολλές συσκευές, δε χρειάζονται άλλο φορτιστή μαζί τους. Επιπλέον, το τηλέφωνο υποστηρίζει και υπερταχεία ασύρματη φόρτιση στα 50Watt κάτι που δοκιμάσαμε στον συμβατό φορτιστή της Xiaomi (το έχουμε στα χέρια μας από το λανσάρισμα του Xiaomi 11 Ultra) με τη φόρτιση να είναι και εδώ εξαιρετικά γρήγορη. Υπάρχει φυσικά και δυνατότητα για αντίστροφη ασύρματη φόρτιση στα 10Watt σε περίπτωση που κάποιος θέλει να δώσει λίγη ενέργεια σε άλλη συσκευή (πχ ασύρματα ακουστικά).
Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε και για το τριπλό σύστημα καμερών το οποίο έχει αναπτυχθεί σε συνεργασία με τη Leica. Έτσι, όλες οι φακοί ονομάζονται Leica VARIO-SUMMICRON. Η Xiaomi για δεύτερη φορά χρησιμοποιεί σαν κεντρικό αισθητήρα τον IMX989 της Sony (μετά το Xiaomi 12S Ultra), ένα καινούριο αισθητήρα μεγέθους 1’’ (δεν είναι το πραγματικό μέγεθος αλλά έτσι ονομάζεται). Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διαστάσεις αισθητήρα που έχει εμφανιστεί σε κινητό ο οποίος βρίσκεται πίσω από ένα φακό 8P με f/1.9. Ο αισθητήρας υποστηρίζει auto focus με υποβοήθηση από laser ενώ έχει και οπτική σταθεροποίηση (HyperOIS το ονομάζει η Xiaomi). Η αναβάθμιση σε σχέση με το κεντρικό αισθητήρα του Xiaomi 12 Pro είναι σημαντική σε αυτή τη κάμερα. Οι άλλες δυο κάμερες χρησιμοποιούν τον ίδιο αισθητήρα, ένα Samsung JN1, όπως ακριβώς και στο Xiaomi 12 Pro. Όμως έχουμε και εδώ βελτιώσεις, καθώς από τη μια ο ultrawide με f/2.2 έχει autofocus και εστιάζει σε απόσταση έως 5 εκατοστά ενώ από την άλλη ο telephoto με f/2.0 και OIS είναι «μακρύτερος» με οπτικό zoom 3.2x και focal length αντίστοιχο ενός των 75mm σε full frame και χρησιμοποιεί ένα μεταβλητό σύστημα 3+3 lenses, το οποίο του επιτρέπει να εστιάζει πολύ κοντά (στα 10cm) κάτι που τον καθιστά εξαιρετικό για macro λήψεις. Μπροστά υπάρχει μια selfie κάμερα των 32MP, χωρίς autofocus. Πριν αρχίσει κανείς να βγάζει φωτογραφίες, καλείται να επιλέξει ποιο χρωματικό προφίλ της Leica θα χρησιμοποιήσει, το Vibrant που δίνει περισσότερο ζωντανά χρώματα ή το Authentic που προσπαθεί να δώσει χρώματα που ταιριάζουν με το αυθεντικό προφίλ της Leica. Δεν υπάρχει καλύτερο ή χειρότερο, είναι απλά τι προτιμά ο καθένας. Ο υπογράφων προτιμά το Authentic αλλά οι περισσότεροι άλλοι που ρωτήσαμε προτιμούν το Vibrant.
Ultra Wide Vs Main Vs 3.2x
Κεντρικό ρόλο παίζει προφανώς ο IMX989 των 50Mpixel ο οποίος, μέσω pixel bining 4:1, δίνει φωτογραφίες στα 12,5Mpixel. Μπορεί κανείς αν θέλει, να τραβήξει στα 50Mpixel, αλλά κάτι τέτοιο είναι δε το προτείνουμε καθώς οι φωτογραφίες είναι μεγάλες σε μέγεθος.
Ultra Wide Vs Main Vs 2x (crop από main) Vs 3.2x
Ultra Wide Vs Main Vs 2x (crop από main) Vs 3.2x
Αυτός κάνει εξαιρετικά καλή δουλειά, προσφέροντας ζωντανά χρώματα και αρκετή λεπτομέρεια. Την ημέρα, δεν θα απογοητευτεί κανείς με το αποτέλεσμα. Γενικότερα, οι φωτογραφίες είναι εξαιρετικές. Ωραία χρώματα, τρομερή λεπτομέρεια, μηδενικός θόρυβος, μεγάλο δυναμικό εύρος.
Ultra Wide Vs Main Vs 3.2x
Όταν ο φωτισμός πέφτει, η κάμερα εξακολουθεί να τα καταφέρνει άριστα ακόμα και χωρίς Night Mode, το οποίο σε δύσκολες συνθήκες ενεργοποιείται αυτόματα εφόσον είναι ενεργή η ρύθμιση. Μπορεί κανείς να επιλέξει το ειδικό Night Mode το οποίο χρησιμοποιεί και κάποιου τύπου HDR για να δώσει μεγαλύτερο δυναμικό εύρος, αλλά η αλήθεια είναι πως δε χρειάστηκε να το χρησιμοποιήσουμε.
Ultra Wide Vs Main Vs 3.2x (νύχτα)
Ο ultrawide βγάζει φωτογραφίες στα 12,5MP και με τη σειρά του κάνει πραγματικά καλά του δουλειά του τη μέρα. Μπορεί να είναι σχετικά μικρός σε μέγεθος (1/2.76’’), χρησιμοποιεί όμως τη νεώτερη τεχνολογία ISOCELL 2.0 της Samsung που θεωρητικά μπορεί να βελτιώσει τη συγκέντρωση φωτός. Η προσθήκη του autofocus.
Ultra Wide Vs Main Vs 3.2x (νύχτα)
Ο θόρυβος είναι σε χαμηλά επίπεδα ενώ και οι αλγόριθμοι της Xiaomi κάνουν καλή δουλειά στο να διορθώσουν τις παραμορφώσεις στις άκρες. Το βράδυ δυσκολεύεται περισσότερο από όλους αλλά μπορεί να βγάλει ωραίες φωτογραφίες ακόμα και χωρίς το ειδικό Night Mode.
Ultra Wide Vs Main Vs 3.2x
Όσον αφορά στο telephoto, χρησιμοποιεί τον ίδιο αισθητήρα με την ultrawide κάμερα. Ωστόσο, η επιλογή της Xiaomi (και της Leica) για zoom 3.2x και ταυτόχρονα η χρήση της τεχνολογίας Focal shift με τους εσωτερικούς φακούς που μετακινούνται, τον καθιστούν τη περισσότερο fan-to-play κάμερα από τις τρεις.
Ultra Wide Vs Main Vs 3.2x
Από τη μια το focal length που αντιστοιχεί σε 75mm μπορεί να δώσει εξαιρετικά πορτραίτα χωρίς το ειδικό portrait mode και από την άλλη η δυνατότητα για εστίαση από κοντά (έως 10cm) προσφέρει πολλές επιλογές φωτογράφισης. Οι τύπου macro λήψεις με αυτόν είναι πολύ καλύτερες και σαφώς φωτεινότερες από τις αντίστοιχες με τον ultrwide καθώς η απόσταση των 10cm είναι αρκετή για να φωτιστεί ότι βγάζουμε από το περιβάλλοντα φωτισμό, ενώ σε αυτή την απόσταση «βλέπει» ποιο κοντά από ότι ο ultrawide σε απόσταση 5cm.
Κοντινές λήψεις με το telephoto
Αξίζει να αναφέρουμε πως η αλλαγή του εστιαζόμενου σημείου είναι άμεση επιλέγοντας άλλο πάνω στην οθόνη με το δάχτυλό μας, κάτι που μπορεί να αλλάξει τη λήψη μας, προσφέροντας εντυπωσιακό φυσικό bokeh. Πραγματικά η συγκεκριμένη υλοποίηση είναι εξαιρετική μέρα και νύχτα και η αλήθεια είναι πως με αυτή τη κάμερα θέλαμε να βγάζουμε τις περισσότερες φωτογραφίες. Έχοντας και οπτική σταθεροποίηση, τα καταφέρνει άριστα και τη νύχτα. Πάντως, αρκετές φορές κυρίως με χαμηλότερο περιβάλλοντα φωτισμό, οι λήψεις με το telephoto βγάζουν εντελώς διαφορετικό χρώμα σε σχέση με τις δυο άλλες κάμερες.
Ultra Wide Vs Main Vs 3.2x
Υποστηρίζεται portrait mode, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο από το κύριο φακό (στο full body mode) όσο κυρίως με το telephoto, προσφέροντας εξαιρετικό διαχωρισμό. Στο portrait mode όμως έχουμε και τέσσερις Pro Lenses όπως τις αναφέρει το software, τέσσερις επιλογές που έχουν αναπτυχθεί σε συνεργασία με τη Leica: Black & White στα 35mm με f/1.2, Swirly Bokeh στα 50mm με f/0.95 (και οι δυο με crop από το βασικό αισθητήρα), Portrait στα 75mm με f/1.25 και soft focus στα 90mm με f/2.2 (από το telephoto).
35mm / 50mm / 75mm / 90mm
Το αποτέλεσμα που πετυχαίνουν είναι κάτι διαφορετικό, ενώ μάλιστα τα metadata που αποθηκεύονται στις λήψεις αντιστοιχούν στα αντίστοιχα focal length/aperture!
35mm / 50mm / 75mm / 90mm
Όσον αφορά τώρα στο video, μπορεί κανείς να τραβήξει σε 4K60 (bitrate στα 62Mbps) με όλους τους φακούς ξεχωριστά και 4K30 (στα 52MBps το bitrate) έχοντας τη δυνατότητα για εναλλαγή φακών κατά τη διάρκεια της λήψης βίντεο. Ο ήχος στα βίντεο είναι στα 320kbps. Πάντως, θα θέλαμε το software να έχει κατά τη διάρκεια της εγγραφής βίντεο, πλήκτρα 1x, 2x και 0.6x για να αλλάζουμε on the fly από τον ένα στον άλλο χωρίς να σέρνουμε το δάχτυλό μας στη μπάρα, περνώντας σε digital zoom μέχρι να φτάσουμε στη native ανάλυση.
Το βίντεο συνολικά είναι ωραίο από όλες τις κάμερες, αλλά ξεχωρίζει από τη βασική και από τη telephoto, η οποία υποστηρίζει και βίντεο 8K αλλά μόνο στα 24fps. Αυτό είναι χωρίς crop και χωρίς σταθεροποίησης με το αποτέλεσμα να είναι πανέμορφο με το bitrate να είναι τεράστιο στα 100MBps.
8K24 με τη βασική κάμερα
Το 4K60 της βασικής κάμερας προσφέρει εντυπωσιακό αποτέλεσμα που συγκρίνεται με αυτό κανονικής φωτογραφικής μηχανής, ενώ το auto focus είναι εξαιρετικά smooth. Η οπτική σταθεροποίηση βοηθάει ιδιαίτερα αλλά η μόνιμα ενεργή ψηφιακή χαλάει την εικόνα όταν ο περιβάλλον φωτισμός μειώνεται. Ωστόσο, στο Pro mode μπορούμε να την απενεργοποιήσουμε.
4K60 με τη βασική κάμερα
Το βίντεο από τον telephoto είναι πανέμορφο, πραγματικά, ειδικά αν θέλει κανείς να βγάζει αντικείμενα ή πρόσωπα. Απλά η εναλλαγή της εστίασης από σημείο σε σημείο δεν είναι smooth αλλά απότομη.
4K60 με το telephoto
Ο ultrawide πάλι προσφέρει ωραίο βίντεο χωρίς όμως να είναι κάτι εξαιρετικό, αλλά η ύπαρξη autofocus σίγουρα βοηθάει.
4K30 με όλες τις κάμερες
Από εκεί και πέρα έχουμε πλήθος από επιλογές. Σε ρύθμιση 4K30, υπάρχει δυνατότητα ενεργοποίησης της ρύθμισης motion tracking focus για όλες τις κάμερες, μέσω της οποίας το software αντιλαμβάνεται ανθρώπους και ζώα και προσπαθεί να διατηρήσει την εστίαση σε αυτά είτε αυτόματα, είτε επιλέγοντάς πάνω στην οθόνη. Κάτι ακόμα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι μπορεί κανείς να γράψει βίντεο HDR10+ και HLG (μόνο με τη κύρια κάμερα και σε 4K30). Ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι μπορούμε να γράψουμε βίντεο Dolby Vision σε 4K60 πάλι με το κύριο φακό. Έχουμε επίσης slow motion στα 1920fps σε ανάλυση 1080p με το βασικό φακό ή στα 960fps πάλι σε 1080p με το telephoto (macro slow motion), για όσους θέλουν να βγάλουν το μικρόκοσμο σε slow motion. Υπάρχει δυνατότητα για portrait βίντεο με τη βασική ή με τη selfie κάμερα σε 1080p30, το οποίο καταφέρνει να πετύχει ωραίο διαχωρισμό ακόμα και με το εντονότερο bokeh εφέ. Φυσικά υπάρχει και δυνατότητα για dual video με τη βασική και τη selfie κάμερα. Η selfie κάμερα των 32Mp είναι καλή αν και χωρίς autofocus. Βγάζει όμορφες φωτογραφίες με αρκετά καλό portrait mode, ενώ υποστηρίζει και Nightmode.
Selfie κάμερα χωρίς/με portrait mode μέρα και νύχτα
Στο τομέα του βίντεο υποστηρίζει μόνο 1080p/30 fps με το αποτέλεσμα να είναι συμπαθητικό μεν, αλλά πραγματικά πρέπει κάπου να σταματήσει η Xiaomi να προσφέρει μόνο 1080p30 βίντεο στη selfie κάμερα.
1080p30 με τη selfie κάμερα
Πριν πάμε στον επίλογο, μπορείτε να δείτε να φωτογραφικό οδοιπορικό από τη Βαρκελώνη τις ημέρες του MWC μέσα από τις κάμερες του Xiaomi 13 Pro.
Κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος του review μας για το Xiaomi 13 Pro. Ποιοτική και πανέμορφη σχεδίαση, μεγάλη οθόνη που αγγίζει τη κορυφή, κορυφαίες επιδόσεις, δυνατός και ισορροπημένος στερεοφωνικός ήχος, ταχύτατη φόρτιση και ένα σύστημα καμερών που μας άφησε άριστες εντυπώσεις. Σε σύγκριση με το Xiaomi 12 Pro είναι πολύ καλύτερο σε όλα, αυτονομία, οθόνη, κάμερες, επιδόσεις, δε κάνει throttling και έχει πιστοποίηση αδιαβροχοποίησης. Αν όλα αυτά τα παραπάνω τα παίρναμε στη τιμή που είχε πέρυσι το Xiaomi 12 Pro, όχι απλά θα πετάγαμε από τη χαρά μας, αλλά θα το θεωρούσαμε «κλεψιά».
Η τιμή είναι που μας τα «χαλάει» καθώς τα €1399 είναι πολλά χρήματα με αποτέλεσμα πλέον το τηλέφωνο να συγκρίνεται όχι με το Samsung Galaxy S23+ (όπως το 12 Pro συγκρινόταν με το S22+) αλλά με το ελαφρώς ακριβότερο Samsung Galaxy S23 Ultra. Και η αλήθεια είναι ότι η έλλειψη USB 3.0 με έξοδο εικόνας και η μη δυνατότητα λήψης 4K βίντεο με τη μπροστινή κάμερα είναι για κάποιους λόγος να πάει κανείς στη συσκευή της Samsung. Από την άλλη, το Xiaomi 13 Pro φορτίζει πολύ ταχύτερα (και έχει φορτιστή στη συσκευασία), έχει ένα μεγάλο αισθητήρα που δε χρειάζεται να βασίζεται τόσο στους αλγόριθμους για να δώσει ωραίες φωτογραφίες με τη Leica από τη μεριά της να έχει δώσει τα φώτα της στο κομμάτι της φωτογραφίας. Το 13 Pro έχει περισσότερη μνήμη, η οθόνη του μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και στο 1Hz και ο τηλεφακός του κάνει «παπάδες», το Galaxy S23 Ultra έχει το S Pen και δυο τηλεφακούς. Κάπου κερδίζει η μια συσκευή και κάπου η άλλη. Εν τέλει, το Xiaomi 13 Pro είναι ένα εξαιρετικό τηλέφωνο και είναι φανερό πως η εταιρεία έχει βάλει στόχο τη κορυφή.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity