Έρχεται σε μια συσκευασία που περιλαμβάνει, πέρα από τα απαραίτητα καλώδια, την ίδια την οθόνη, το εξωτερικό τροφοδοτικό, το βραχίονα και τη βάση στήριξης. Η τοποθέτηση της βάσης γίνεται πολύ εύκολα χωρίς να χρειάζονται εργαλεία, με τη βάση στήριξης να προσφέρει πολλές ευκολίες εργονομίας. Το ίδιο το panel προσφέρει αναλογία πλευρών 21:9, χρησιμοποιεί panel MVA, έχει ανεκτού πλάτους bezel (αν και όταν μπει σε λειτουργία το monitor, αποκαλύπτονται μαύρες μπάρες στα δεξιά και αριστερά) στις τρεις εκ των πλευρών, με το bezel στο κάτω μέρος να είναι μεγαλύτερο. Στην πράξη όμως, οπτικά το monitor της Philips φαίνεται αρκετά όμορφο, ειδικά χάρη στη μεγάλη κυρτότητα 1800R.
Στο κέντρο του βραχίονα υπάρχει ένα κενό που χρησιμοποιείται για να κάνει ο χρήστης cable management, ενώ ο ίδιος ο βραχίονας προσφέρει μεγάλη ευελιξία όσον αφορά στη ρύθμιση του ύψους τα οθόνης κατά 18 εκατοστά. Επιπλέον, υπάρχει δυνατότητα περιστροφής κατά 170 μοίρες ανά πλευρά. Αυτό σημαίνει πως μπορεί ο χρήστης να γυρίσει σχεδόν πλήρως την οθόνη και να δείξει κάτι σε κάποιον που κάθεται απέναντί του. Τέλος, ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει και τη γωνία κλίσης της οθόνης, πετυχαίνοντας εν τέλει με όλα τα παραπάνω τη τέλεια θέαση. Φορτώνοντας τα Windows, έχουμε άμεσα ήχο από τα αρκετά καλά και δυνατά ενσωματωμένα ηχεία. Το panel είναι τύπου MVA και έτσι προσφέρει και γρήγορη απόκρισης αλλά και μεγάλες γωνίες θέασης, ενώ χρωματικά τα καταφέρνει μια χαρά με κάλυψη sRGB κατά 117,3%. Από το εργοστάσιο έρχεται σχεδόν άριστα ρυθμισμένο και δεν θα χρειαστεί να προβούμε σε ιδιαίτερες ρυθμίσεις.Τα διαθέσιμα ρυθμιστικά, στα οποία πρόσβαση μέσω του joystick που βρίσκεται στο πίσω δεξί μέρος, είναι πάντως αρκετά και ο κάτοχος της οθόνης μπορεί να προβεί σε αρκετές παραμετροποιήσεις.
Η αλήθεια είναι πως από τη στιγμή που καθίσαμε μπροστά στο monitor για να δουλέψουμε και να παίξουμε παιχνίδια, ένα δέος μας έπιασε. Η επιφάνεια εργασίας είναι μεγάλη και μπορεί σε περιβάλλον Windows τα εικονίδια να φαίνονται μεγάλα (με DPI 100%) λόγω της σχετικά μικρής ανάλυσης 3440x1440, ωστόσο η κυρτότητά της πραγματικά γεμίζει το οπτικό πεδίο και δεν αφήνει το χρήστη να αποσπαστεί από οτιδήποτε βρίσκεται τριγύρω. Από πλευράς εικόνας, το monitor μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους με την υψηλή του φωτεινότητα, το πολύ καλό μαύρο και κατά συνέπεια, την αντίθεση που προσφέρει, ενώ όπως προαναφέραμε και χρωματικά, τα πηγαίνει τέλεια. Το γεγονός ότι το panel καλύπτεται από μια ελαφριά anti-glare επίστρωση βοηθάει ακόμα περισσότερο το χρήστη, καθώς δεν αντανακλώνται τυχόν φώτα και επιφάνειες που βρίσκονται τριγύρω.
Από εκεί και πέρα, η Philips έχει εφοδιάσει το monitor με αρκετές ευκολίες ακόμα. Καταρχάς, προσφέρει δυνατότητες PiP και PbP, δείχνοντας έτσι ταυτόχρονα δυο πηγές στην οθόνη (μια συνδεδεμένη στην HDMI και μια στη Display Port). Στην πρώτη περίπτωση η δεύτερη πηγή εμφανίζεται σε παράθυρο (που μπορούμε να τοποθετήσουμε σε μια από τις τέσσερις γωνίες) ενώ στη δεύτερη, ουσιαστικά γίνεται split screen και κάθε πηγή εμφανίζεται στο δικό της μισό της οθόνη. Και οι δυο αυτές επιλογές είναι χρήσιμες, ενώ χάρη στο μεγάλο πλάτος της οθόνης, η εφαρμογή τους βολεύει ακόμα περισσότερο. Συνεχίζοντας τώρα με τις ευκολίες, το monitor διαθέτει μια USB Type-C θύρα η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλαπλούς σκοπούς. Συνδέοντας τη USB type-C ενός laptop απευθείας με τη Type-C του monitor, ο χρήστης πρακτικά δε χρειάζεται άλλα καλώδια. Το notebook από τη μια φορτίζει μέσω της οθόνης και έτσι δε χρειάζεται ξεχωριστός φορτιστή, από την άλλη στέλνει εικόνα στην οθόνη ενώ τέλος, μπορεί να αξιοποιήσει τις τρεις USB 3.0 θύρες που ενσωματώνει το monitor. Στη πράξη, μέσω ενός καλωδίου ο χρήστης «αναβαθμίζει» το notebook όταν το χρησιμοποιεί στο γραφείο του και το μόνο που έχει να κάνει είναι να αφαιρέσει το καλώδιο όταν θέλει να φύγει και να πάρει το φορητό μαζί.
Από εκεί και πέρα, σαν gaming monitor, το Philips 349P7FUBEB έχει και κάποια επιπλέον πλεονεκτήματα με σημαντικότερο το γεγονός ότι υποστηρίζει refresh rate στα 100Hz. Έτσι, οι κάτοχοι ενός ικανού υπολογιστή μπορούν να το εκμεταλλευτούν για να παίζουν games στα 100fps με Vsync On, κάτι βολικό ειδικά σε FPS παιχνίδια, καθώς η απόκριση κατά το gaming γίνεται ακόμα καλύτερη. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών μας δεν παρατηρήσαμε το φαινόμενο του ghosting που μπορεί να κάνει την εμφάνισή του σε MVA panels, ενώ και το input lag είναι ανύπαρκτο. Επίσης, ενσωματώνει και τεχνολογία Adaptive Sync, είναι δηλαδή συμβατή με το Freesync των AMD GPUs, κάτι που σημαίνει ότι ακόμα και οι χρήστες που δεν έχουν την απαραίτητη ισχύ να παίζουν στα 100fps, μπορούν να έχουν tear-free gaming, με το refresh rate της οθόνης να ακολουθεί το frame rate.
Συνολικά, για τα χρήματα που κοστίζει, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα λύση για αρκετό κόσμο. Το μεγάλος μέγεθος, η καλή χρωματική απόδοση, η antiglare επίστρωση και κυρίως το γεγονός ότι είναι Wide, το καθιστά χρήσιμο για όσους ασχολούνται με photo/video editing. Από την άλλη, το υψηλό refresh rate το βοηθά να γίνει μια καλή επιλογή για τους gamers, ενώ η εργονομία του και η δυνατότητες που προσφέρει μέσω της USB Type-C θύρας θα εκτιμηθούν από όλους. Ναι, δεν είναι ιδιαίτερα φθηνό σε απόλυτα νούμερα, όμως θεωρούμε πως τα χρήματα που ζητά, τα αξίζει.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity